Διαβάσαμε το βιβλίο “Ο φούρναρης πλάι στη θάλασσα”

Ο Φούρναρης πλάι στη θάλασσαΈγινα φούρναρης, γιε μου. Αυτό ήθελα να κάνω!

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό πέρα από τους λόφους και τα χωράφια, όπου όλοι δούλευαν σκληρά πλάι και μέσα στη θάλασσα, ζούσε ένα μικρό αγόρι. Το αγόρι αυτό ήξερε καλά τι θα γινόταν όταν θα μεγάλωνε: Ψαράς, φυσικά! Σε μια περιοχή με τη θάλασσα στην καρδιά της, οι ψαράδες ήταν οι σπουδαιότεροι άνθρωποι. Όταν όλοι γυρνούσαν κουρασμένοι στα σπίτια τους από το μεροκάματο, όταν το χωριό ησύχαζε και έπεφτε η νύχτα, τότε ήταν που οι ψαράδες έβγαιναν για δουλειά.Καθισμένο στο κρεβάτι του, το αγόρι μέσα από το παράθυρο κοιτούσε τη θάλασσα και σκεφτόταν με δέος όσους δούλευαν σκληρά μέσα στο σκοτάδι, στο κρύο και στη βροχή, ψαρεύοντας. Φανταζόταν, λοιπόν, τον εαυτό του στη θέση τους, να αψηφά κι εκείνο τα κύματα και τους αέρηδες, να συνεργάζεται με τους άλλους άντρες στο καΐκι για να τραβήξουν σωστά τα δίχτυα, να πιάνει τις καλύτερες ψαριές για τους συγχωριανούς του, να τα βγάζει πέρα ακόμα κι αν γύρω του λυσσομανούσαν οι αγέρηδες, ακόμα κι αν ο ουρανός ήταν κατάμαυρος, ακόμα κι αν η ομίχλη γύρω του κάλυπτε τα πάντα. Γιατί το αγόρι θα γινόταν ένας ψαράς ατρόμητος και ικανός, παρόλο που…

… ο πατέρας του δεν ήταν ψαράς. Ο πατέρας του αγοριού ήταν ο φούρναρης πλάι στη θάλασσα. Ποτέ δεν κινδύνεψε, όπως οι ψαράδες. Σηκωνόταν αχάραγα και, όσο εκείνοι ακόμα πάλευαν με τα κύματα για να βγουν στη στεριά, πήγαινε στον ζεστό και ασφαλή του φούρνο, για να ψήσει ψωμιά, κεκάκια, γαλέτες και άλλα καλούδια για τους άντρες και τις γυναίκες του χωριού. Όταν το αγόρι πήγαινε καμιά φορά να τον βοηθήσει, μέσα στη θαλπωρή του παρασκευαστηρίου, το μυαλό του έτρεχε πάλι στους ψαράδες, που δεν σταματούσαν να τα βάζουν με τις δυνάμεις της φύσης. Και όχι μόνο σε αυτούς. Έτρεχε ακόμα στους καραβομαραγκούς, που ναυπηγούσαν ή επιδιόρθωναν τα πλεούμενα των ψαράδων, αλλά και στις γυναίκες που περίμεναν στο κρύο λιμάνι την επιστροφή των ψαράδων, για να συσκευάσουν αμέσως τις φρέσκες ψαριές. Και αναρωτιόταν θλιμμένο….

… γιατί ο πατέρας του είχε καταλήξει να είναι ένας απλός φούρναρης, όταν θα μπορούσε να βγαίνει έξω στη θάλασσα και να είναι κι αυτός ένας δυνατός ψαράς –ή έστω ένας καραβομαραγκός. Ώσπου μια μέρα τον ρώτησε γιατί δεν έγινε κι εκείνος ψαράς. Η χαμογελαστή απάντηση που έλαβε, έβαλε το αγόρι σε σκέψεις. Διότι κατάλαβε ότι αν δεν υπήρχε στο ψαροχώρι αυτός ο «απλός φούρναρης», ο πατέρας του, τότε οι ψαράδες δεν θα είχαν τις γαλέτες τους να τρώνε και να χορταίνουν όσο έριχναν τα δίχτυα τους μέσα στη νύχτα… Χώρια που δεν θα είχαν ούτε καΐκια, γιατί οι καραβομαραγκοί δεν θα απολάμβαναν τα σαντουιτσάκια τους και πώς θα πελεκούσαν τα πλεούμενα… Χώρια που οι ψαριές θα πήγαιναν χαμένες, γιατί πώς θα δούλευαν οι γυναίκες στη συσκευασία, αν δεν είχαν τα κεκάκια τους να τους ζεσταίνουν τα χέρια και να τους γεμίζουν το στομάχι.

Κι όταν είδε έναν ψαρά να χαμογελά συντροφικά στον πατέρα του και να του προσφέρει ένα λαχταριστό ψάρι, συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι κανείς στο χωριό δεν θα μπορούσε να δουλέψει αν δεν υπήρχε ο οικογενειακός τους φούρνος. Και πως όλοι τού ήταν ευγνώμονες. Τότε, το αγόρι αναθεώρησε. Αισθάνθηκε, επιτέλους, υπερηφάνεια για τον πατέρα του, τον φούρναρη πλάι στη θάλασσα, που δούλευε κι αυτός σκληρά, σαν κάθε συγχωριανό και συγχωριανή του. Και πήρε την απόφασή του. Όταν θα μεγάλωνε, θα γινόταν φούρναρης!

Η Βρετανίδα δημιουργός Paula White γράφει και εικονογραφεί το βιβλίο Ο φούρναρης πλάι στη θάλασσα, μια νοσταλγική, ατμοσφαιρική ιστορία που εξοικειώνει τα παιδιά με το γεγονός ότι μέσα σε κάθε κοινωνία, όλοι, μα όλοι οι άνθρωποι είναι απαραίτητοι ο ένας στον άλλον, ανεξάρτητα από τη φύση του επαγγέλματός τους. Ακόμα κι αν ο ρόλος τους ή/και η δουλειά τους φαντάζουν σε κάποιους ασήμαντα, αν κανείς ακολουθήσει τη λογική, θα καταλάβει την αξία τους μέσα στην κοινωνική αλυσίδα, που θα σπάσει αν κάποιος κρίκος της φύγει από τη θέση του.

Η White εμπνεύστηκε την ιστορία αυτή από τον παππού της, φούρναρη ανάμεσα σε ψαράδες, στον οποίον αποδίδει φόρο τιμής, μέσα από το κείμενό της. Φόρο τιμής αποδίδει και στη γενέτειρά τους, το Lowestoft, ένα ψαροχώρι στο Suffolk της Ανατολικής Αγγλίας, κυρίως μέσα από τη λεπτομερή εικονογράφηση της καθημερινής ζωής εκεί έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, παίζοντας με παλέτες του μπλε, του λευκού και του γκρι –με την εξαίρεση της ζεστής κίτρινης λάμψης που εκπέμπει ο φούρνος.

Κάθε μικρός και μεγάλος αναγνώστης θα απολαύσει το σχεδόν ποιητικό κείμενο, στην όμορφη μετάφραση του Φίλιππου Μανδηλαρά, ενώ ταυτόχρονα θα «βουτήξει» μέσα στην εικονογράφηση, προσπαθώντας να εξερευνήσει στο σύνολό του το βρετανικό χωριό πλάι στη θάλασσα και το πώς ζούσαν οι κάτοικοί του, πριν από 70-80 χρόνια. Το βιβλίο, ιδανικό τόσο για μεγαλόφωνη ανάγνωση όσο και για προσεκτική παρατήρηση των εικόνων, δίνει στα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα στις μεγαλουπόλεις, ουσιαστικά χωρίς κοινωνικούς δεσμούς και με ελάχιστη αίσθηση του κοινωνικοπολιτικού ιστού, την ευκαιρία να κατανοήσουν τον αλληλεπιδραστικό τρόπο λειτουργίας μιας πιο μικρής κοινότητας, ώστε να μπορέσουν να κάνουν τη σχετική αναγωγή στη δική μας καθημερινότητα. Και, φυσικά, κλείνει το μάτι στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά, που πάντοτε ανθούν μέσα από ουσιαστικές και ειλικρινείς συζητήσεις.

Ο φούρναρης πλάι στη θάλασσαΔιαβάστε: Paula White, Ο φούρναρης πλάι στη θάλασσα, μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Μάρτης

Leave a Reply