ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ: ΟΙ ΠΑΝΔΗΜΙΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ

ΜανδηλαράςΤι είναι το ΜΟΛΕΜΑ; Γιατί αναστατώνει την ξένοιαστη ζωή και την ανέμελη ρουτίνα των ευτυχισμένων πουλερικών στη φάρμα «Ο Μακάριος»; Γιατί στην αρχή τα πουλερικά θεωρούν δεν τους αφορά; Ποιες είναι οι πρώτες αντιδράσεις τους και πώς το αντιμετωπίζουν τελικά; Από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος κυκλοφόρησε, εν μέσω καραντίνας, ένα παραμύθι για την υπευθυνότητα  που χρειάζεται να δείχνουμε απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους όταν παρουσιάζεται μια δυσκολία. Ένα παραμύθι στο οποίο ο Φίλιππος Μανδηλαράς με τις λέξεις του και η Ναταλία Καπατσούλια με τις εικόνες της κατάφεραν να αποτυπώσουν άριστα το πώς αντιμετώπισε αρχικά ο δυτικός κόσμος (και βεβαίως οι Έλληνες) τον κορονοϊό και πώς τελικά κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για κάτι αστείο και μακρινό, αλλά για κάτι επικίνδυνο για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, πιθανόν και για τους ίδιους, πιθανόν και για άλλους αγαπημένους τους.

Οι δυο δημιουργοί, λοιπόν, έφτιαξαν με ταχύτατα αντανακλαστικά μια διασκεδαστική (και πικρή σε ένα δεύτερο επίπεδο που αφορά μόνο τους ενήλικους) ιστορία για μια πανδημία, που εξηγεί ‒όσο αυτό είναι δυνατόν‒ στα μικρά και στα μεγάλα παιδιά τα όσα ανεξήγητα ζήσαμε, ζούμε και θα ζήσουμε, που δίνει ουσιαστικές συμβουλές αυτοπροστασίας και υγιεινής, που μας κάνει καλύτερους ανθρώπους και που αναπτύσσει χωρίς διδακτισμό το αίσθημα τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής ευθύνης.

Το βιβλίο, στο οποίο πιθανόν να αναγνωρίσουμε και τους εαυτούς μας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, είναι ανακουφιστικό και χρήσιμο τώρα, αλλά απαραίτητο και για το μέλλον, καθώς αναφέρεται εύστοχα και στο καινούργιο ΜΕΤΑ, που έχουμε ξεκινήσει να ζούμε. Εν αναμονή, λοιπόν, των ημερών εκείνων που το μόλεμα (που πάει να πει «μόλυσμα», «λέρωμα» αλλά και «επιδημία») θα γίνει ιστορία και τα ενθύμιά του θα βρίσκονται μόνο στα μουσεία, ο Φίλιππος Μανδηλαράς μάς μίλησε για αυτό το παράτολμο, αλλά καθ’ όλα επιτυχημένο, εγχείρημα.

Καλησπέρα, Φίλιππε και καλή προσαρμογή στη… νέα «κανονικότητα». Πριν μιλήσουμε για Το ΜΟΛΕΜΑ, πού και πώς σε βρήκε η πανδημία και πώς αισθάνθηκες όταν ξαφνικά τον Μάρτιο άλλαξε η ζωή μας από τη μια στιγμή στην άλλη.

Η πανδημία με βρήκε στη Χίο, κοντά στον γιο μου. Αυτό σημαίνει ότι πέρασα αρκετά ανώδυνα την περίοδο του εγκλεισμού, γιατί στην επαρχία υπήρχαν περισσότερες διέξοδοι απ’ ό,τι στις πόλεις. Για παράδειγμα, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω βήμα προς βήμα τον ερχομό και την εγκατάσταση της άνοιξης, να ανακαλύψω τις χαμένες στην ενήλικη καθημερινότητα διαστάσεις του χρόνου και να πειραματιστώ με αυτές. Σε κάθε περίπτωση, επέλεξα να δω το ποτήρι μισογεμάτο.

Πώς προέκυψε η ιδέα για Το ΜΟΛΕΜΑ; Πριν πάρω το βιβλίο στα χέρια μου ήμουν δύσπιστη, μολονότι είχα τυφλή εμπιστοσύνη στους συντελεστές. Είχα δει να ξεφυτρώνουν μέσα σε ελάχιστες ημέρες δεκάδες ελληνικά και ξένα online βιβλία για τον κορονοϊό, τα περισσότερα απλοϊκά και βιαστικά γραμμένα. Όταν, όμως, το διάβασα εντυπωσιάστηκα. Και θέλω να ρωτήσω: Πώς καταφέρατε με τη Ναταλία μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να αποτυπώσετε με λέξεις και εικόνες ένα ιατρικό, κοινωνικό, πολιτικό και ψυχολογικό φαινόμενο εν τη γενέσει του με τόσο μεγάλη ευστοχία; Και χωρίς καμιά αναφορά στον θάνατο…

Η ιδέα για ένα βιβλίο που να αναφέρεται σε αυτό που ζούσαμε τότε και ζούμε ακόμα ήρθε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος νωρίς, στις αρχές του Μαρτίου, μερικές μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός αλλά μου άρεσε η πρόκληση και πήρα λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Σύντομα διαπίστωσα ότι με ενδιέφερε πολύ και, δίχως να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, αποφάσισα να την αναλάβω. Αυτό που ήξερα εξ αρχής ήταν ότι με ενδιέφερε να γραφτεί μια ιστορία που θα ξέφευγε από τα στενά όρια της συγκεκριμένης πανδημίας. Θα εμπνεόταν από αυτήν, αλλά θα άνοιγε τον ορίζοντά της σε κάθε είδους δυσκολία που χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε συλλογικά, ως κοινωνία. Έτσι κατέληξα σε ένα παραμύθι που θα είχε ως θέμα την κοινωνική και ατομική ευθύνη. Από εκεί και πέρα, επέλεξα ως σκηνικό μια οργανωμένη κοινωνία που να θυμίζει τη δικιά μας (τη φάρμα των πουλερικών), αποφάσισα ότι δε χρειάζομαι πρωταγωνιστή γιατί το θέμα μου είναι η συλλογικότητα με τις μικρές και μεγάλες διαφοροποιήσεις εντός της, και προχώρησα.

Το παραμύθι παραδόθηκε στη Ναταλία για να το εικονογραφήσει πριν από την έναρξη της καραντίνας. Στην πορεία προέκυψε η ανάγκη να προστεθεί ακόμα ένα δισέλιδο που να αναφέρεται στην περίοδο του αναγκαστικού εγκλεισμού αυτή καθ’ αυτή. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είχα σκεφτεί τις συνέπειές του και θεώρησα σωστό να αναφερθώ σ’ αυτές, καθώς υπέθεσα ότι ο αναγνώστης που θα έχει βιώσει αυτή την κατάσταση, θα έψαχνε να βρει μια τέτοια αναφορά.  Τώρα, ο θάνατος, ως υπέρτατος κίνδυνος, δεν πιστεύω ότι απασχόλησε ποτέ τα παιδιά και δεν είχα λόγο να αναφερθώ σε αυτόν. Η απειλή ήταν αρκετή κι ο καθένας την ερμηνεύει όπως θέλει. Επιπλέον, η Ναταλία φρόντισε να την αποδώσει άψογα χρωματικά στις σελίδες όπου σφίγγει ο κλοιός πάνω από τη φάρμα των πουλερικών, με αποκορύφωση το δισέλιδο της καραντίνας, όπου εικονογραφεί έναν έρημο τόπο.

Γιατί επέλεξες τη λέξη «Μόλεμα»; Ομολογώ πως, αν και γνώριζα το αρχαίο ρήμα «μολεύω», δεν ήξερα ότι από αυτό παράγεται και ουσιαστικό…

Έψαχνα να βρω μια λέξη για να ονομάσω τον κίνδυνο που αναγκάζει τα πουλερικά να περιοριστούν και στη συνέχεια να κλειστούν στις φωλιές τους, και ήθελα να είναι ελληνική, αλλά όχι οικεία στα παιδιά και στους γονείς που θα διάβαζαν το παραμύθι στα παιδιά, όπως δεν ήταν οικεία η λέξη «κορονοϊός». Έψαξα λοιπόν σε διαλέκτους, βρήκα το μόλεμα σε κάποιο κρητικό δημοτικό τραγούδι, μου άρεσε, συνέπιπτε ετυμολογικά με αυτό που ζητούσα, οπότε ο κίνδυνος που απειλεί τα μακάρια πουλερικά, μα και το ίδιο το παραμύθι βαφτίστηκε «Μόλεμα».

Ποιους τύπους ανθρώπων που αναδύθηκαν μέσα στην πανδημία περιγράφεις μέσα στην ιστορία σου; 

Τους δύσπιστους, τους επιφυλακτικούς, τους φοβισμένους, τους αδιάφορους, τους εγωιστές, τους συνειδητοποιημένους και υπεύθυνους, αλλά και τους καιροσκόπους και ανεύθυνους. Τον ρόλο τού κράτους ή της εξουσίας, τον πήρε το περιστέρι που έρχεται στη φάρμα και ανακοινώνει τις αποφάσεις συναντώντας σχεδόν πάντοτε αντιδράσεις. Ο καθένας τύπος πουλερικού εμφανίζεται σε διάφορες φάσεις της πανδημίας συμβάλλοντας με τον τρόπο του στη διαμόρφωση της κοινής συνείδησης.

Έρχομαι τώρα στο ακόμα πιο εντυπωσιακό κομμάτι του παραμυθιού: Στην πρόβλεψη του κοινωνικού τέλους της πανδημίας, όταν αυτή βρισκόταν ακόμα στην ιατρική αρχή της. Έτσι το είχες φανταστεί να συμβαίνει; Ή πήρες ένα ρίσκο και έπεσες μέσα; 

Επειδή πιστεύω ότι η ιστορία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επαναλαμβάνεται γιατί το υλικό της είναι ίδιο και απαράλλακτο ‒οι άνθρωποι‒, δεν μπορούσα να φανταστώ άλλο τέλος. Αυτό έχουν αποδείξει τόσες πανδημίες μέσα στο χρόνο: οι κοινωνίες αναδιατάσσονται και προχωρούν προς μια νέα «κανονικότητα», με ό,τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτή. Σημασία έχει, βέβαια, οι κοινωνίες (και ο καθένας μας) να αναρωτιούνται για το σημαντικό και το ασήμαντο, την αλήθεια και το ψέμα και να αναπροσαρμόζουν τις ανάγκες τους. Σίγουρα πάντως, οι πανδημίες, όπως και οι πόλεμοι, στην ιστορία αποτελούν πάντα μια ευκαιρία για αναδιάταξη. Είτε προς τα πίσω, είτε προς τα εμπρός. Εύχομαι αυτή η πανδημία, που μας ανάγκασε να δούμε το είδωλό μας γυμνό στον καθρέφτη, να μας οδηγήσει σε μια νέα αντίληψη του σώματός μας. Μπορούμε, βέβαια, να χρησιμοποιήσουμε άφθονα φτιασίδια και να συνεχίσουμε όπως ήμασταν και πριν. Αλλά θα ήταν κρίμα να χαθεί μια τέτοια ευκαιρία.

Η δικιά σου εκδοχή είναι ελαφρώς πιο βελτιωμένη από αυτό που αντιμετωπίζουμε: Μεγάλη μερίδα ανθρώπων δε συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα και δεν τηρούν τους νέους κανόνες. Με την ελπίδα ότι αυτό δε θα μας γυρίσει μπούμερανγκ, μήπως το βιβλίο σου είναι ένα καλό ανάγνωσμα και για τους ενήλικους που είτε δε φοβούνται είτε ξορκίζουν τον φόβο τους με ανόητες και επικίνδυνες συμπεριφορές; 

Οι ενήλικοι που θα διαβάσουν το παραμύθι, θα αναγκαστούν να σκεφτούν την ευθύνη τους απέναντι στα παιδιά που το ακούν. Από κει και πέρα, χρειάζεται να ορίσει ο καθένας μας τα όρια της ελευθερίας του στο πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζει.

Τέλος, ρισκάρεις να κάνεις άλλη μια πρόβλεψη; Λες και το δικό μας μόλεμα, ο κορονοϊός, να γίνει σύντομα ιστορία και τα όσα σχετίστηκαν με αυτόν να μετατραπούν σε μουσειακά εκθέματα;

Α ναι, σίγουρα θα γίνει ιστορία αλλά να που κι εμείς ‒ο καθένας από εμάς‒ θα φέρουμε ένα κομμάτι της καθολικής ιστορίας μέσα μας. Δεν είναι λίγο αυτό! Και είμαι σίγουρος πως όταν μεγαλώσουν τα σημερινά παιδιά, θα έχει το καθένα τους τη δική του ιστορία να αφηγηθεί γι’ αυτή την περίοδο. Και τα φαντάζομαι σε παρέες να ρωτάνε: «Εσύ τι έκανες στον κορονοϊό; Πού τον πέρασες; Με ποιους;» και να ανταλλάσσουν τις μνήμες τους. Κάποιοι μπορεί κάποτε να βρουν και μια μάσκα, απ’ αυτές που θα έπρεπε να φοράμε αυτή την εποχή, και θα πούνε: «Βρεεεεε, η μάσκα που φορούσα στον κορονοϊό!». Αυτή, άλλωστε, είναι κι η λειτουργία του «Μουσείου του Μολέματος» στο τέλος του παραμυθιού. Ο τόπος όπου η προσωπική ιστορία συναντάει την καθολική.

Leave a Reply