Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ. ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σουΟ Αύγουστος Κορτώ, κατά κόσμον Πέτρος Χατζόπουλος, είναι ένα από τα πρόσωπα που, μέσα από τα κείμενά του, έχει βοηθήσει ώστε να ανοίξει στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος για τη ψυχική νόσο και για το στίγμα που δυστυχώς ακόμα φέρει ο ασθενής και η οικογένειά του. Το τελευταίο του βιβλίο, Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου. Κουβέντες για το φως μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης, (Εκδόσεις Πατάκη) είναι ένα, ας μου επιτραπεί ό όρος, αυτοβιογραφικό δοκίμιο πάνω στην κατάθλιψη, με αναφορές και σε άλλες ψυχικές νόσους.

Γιατί να το διαβάσω;

Όσο κι αν ορισμένοι «τρομάζουν» με το θέμα του, το βιβλίο, που δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά κυλάει σαν νεράκι, πρέπει να διαβαστεί από όλους. Και όταν λέω όλους, εννοώ (χονδρικά), τις ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες:

-Από αυτούς που πάσχουν ή έπασχαν από κάποιο ψυχικό νόσημα, έχουν διαγνωστεί και το αντιμετωπίζουν, με επιτυχία ή αποτυχία.
-Από αυτούς που έχουν κάποιο ψυχικό νόσημα, αλλά δεν το γνωρίζουν ακόμα ή αρνούνται να το παραδεχτούν και κανείς δεν τους βοηθάει να προχωρήσουν και να το αντιμετωπίσουν, είτε από άγνοια είτε από άρνηση.
-Από αυτούς που, τουλάχιστον ως τώρα, δεν έχουν εμφανίσει κάποιο ψυχικό νόσημα, αναγνωρίζουν, όμως, την ύπαρξή τους ως ιατρικών παθήσεων και πιθανόν έχουν νοσούντα άτομα στο περιβάλλον τους και θέλουν να βοηθήσουν.
-Από αυτούς που, τουλάχιστον ως τώρα, δεν έχουν εμφανίσει κάποιο ψυχικό νόσημα, αλλά δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους ως ιατρικών παθήσεων, θεωρώντας π.χ. απλά “αδύναμους χαρακτήρες” τους πάσχοντες από κατάθλιψη. Αυτούς που δεν μπορούν να σκεφτούν ότι όπως ο πάσχων από άσθμα δεν μπορεί να πάρει ανάσα ακόμα κι αν γύρω του υπάρχει φουλ οξυγόνο, έτσι και ο καταθλιπτικός δεν βλέπει πουθενά χαρά αν και γύρω του υπάρχουν φουλ ερεθίσματα.
Οι πρώτοι θα βρουν παρηγοριά, ταύτιση, ελπίδα πως όλα μπορεί και πρέπει να πάνε καλά, πως με τη σωστή αντιμετώπιση η ψυχική νόσος είναι διαχειρίσιμη. Οι δεύτεροι πιθανόν θα κινητοποιηθούν και θα τολμήσουν να αναζητήσουν βοήθεια. Οι τρίτοι θα βρουν με τη σειρά τους παρηγοριά, αλλά και τρόπους να στηρίξουν τους ανθρώπους τους. Οι τελευταίοι, αχ οι τελευταίοι… Αυτοί, ΜΑΚΑΡΙ, μακάρι να «ξυπνήσουν» και να κατανοήσουν πως μια ασθένεια δεν χρειάζεται απαραίτητα ιατρικούς δείκτες, ακτινογραφίες, τομογραφίες και μετρήσιμα στοιχεία για να είναι υπαρκτή. Ίσως τα λόγια ενός πάσχοντα να τους ταρακουνήσουν και να δουν τους γύρω τους, που τόσο εύκολα καταδικάζουν, με άλλο μάτι.

Είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες μέρες

Ο Κορτώ, για άλλη μια φορά, με διαφορετικό πάντως στιλ, πιο φιλοσοφικό, και έχοντας πολλά καινούργια να μας πει, προσπαθεί, με όπλα του τη δυνατή του πένα, το χιούμορ του, αλλά και τη βαθιά πίκρα ενός ανθρώπου μεγαλωμένου από καταθλιπτική μητέρα και ταλαιπωρημένου και του ίδιου από την κατάθλιψη, να σπάσει το ταμπού που ακόμα διαπερνά την ελληνική κοινωνία σε σχέση με τις ψυχικές ασθένειες, ώστε να καταφέρει να ανοίξει και πάλι ο δημόσιος διάλογος γύρω από αυτές, έχοντας ως βασικό δίαυλο κάτι αδιάψευστο, την ίδια του την εμπειρία. Απευθύνεται στον αναγνώστη σε δεύτερο πρόσωπο:

«Δε γνωριζόμαστε, αλλά σε ξέρω. Έχουμε περάσει μέρες και μήνες μαζί, ο καθένας κλεισμένος στο σπίτι του. Έγραψα το βιβλίο αυτό για σένα και για μένα. Για να σου θυμίσω και να θυμηθώ την κοινή δοκιμασία μας, τον κοινό μας αγώνα. Γιατί η κατάθλιψη είναι συνηθισμένη και μοναδική, ύπουλη και διάφανη, τρωτή όπως κι εμείς οι ίδιοι. Ήταν ένας τρόπος να σου πω: Θα περάσει. Να σε διαβεβαιώσω – και συγχρόνως να καθησυχάσω τον εαυτό μου: η αρρώστια μας θεραπεύεται. Η χειρότερή μας μέρα είναι ακριβώς αυτό, και τίποτα περισσότερο: μια μέρα που παρέρχεται και μας φέρνει πιο κοντά στην ίαση. Ό,τι κι αν μας ψιθυρίζει η κατάθλιψη, πάντα υπάρχει ελπίδα.
Είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες μέρες»
.

Ναι, είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες ημέρες. Και αγωνιζόμαστε… Μέχρι να σκοτώσουμε τις προκαταλήψεις, μέχρι να οδηγηθούμε στην πλήρη αποστιγματοποίηση των ψυχικά νοσούντων. Μέχρι να αποποινικοποιηθεί η «τρέλα» και το «τρελάδικο» και ο «τρελός», μέχρι να αλλάξουν νοοτροπίες αιώνων και όλοι οι άνθρωποι, υγιείς και μη, να συνυπάρξουμε αλληλοβοηθούμενοι και αλληλοστηριζόμενοι.

Η ψυχική νόσος στην οικογένεια 

Διαβάζοντας το βιβλίο Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου, σκέφτηκα όλες τις μητέρες που πάσχουν από κατάθλιψη ακόμα και πριν γεννήσουν κι έπειτα πάσχουν από επιλόχειο κατάθλιψη και ακόμα και σήμερα, το 2020, ντρέπονται, διστάζουν, φοβούνται ή δεν ξέρουν πού να ζητήσουν βοήθεια.Σκέφτηκα τους πατεράδες, που και γι’ αυτούς η γέννηση του παιδιού αποτελεί ένα σοκ, και φυσικά και οι άντρες παθαίνουν επιλόχειο κατάθλιψη, και δεν τολμούν να μιλήσουν για τα συναισθήματα που τους πνίγουν «γιατί είναι άντρες» και γιατί κανένας δεν τους έχει προειδοποιήσει ότι μπορεί να αισθανθούν δυσφορία, που ίσως εξελιχθεί σε κατάθλιψη. Και τρομάζουν.Σκέφτηκα όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν με γονείς ψυχικά ασθενείς ‒άλλωστε τα τελευταία χρόνια η έντονη οικονομική κρίση στάθηκε η αφορμή να βγουν στην επιφάνεια πλείστα ψυχολογικά προβλήματα ενηλίκων‒ και ζουν μπερδεμένα, συχνά φοβισμένα, και με ισχυρές πιθανότητες να  νοσήσουν και τα ίδια. Σκέφτηκα οικογένειες που έχουν σύσταση, π.χ. από το σχολείο του παιδιού ή από τον παιδίατρο ή από κάποιον κοντινό τους άνθρωπο με θάρρος, να επισκεφτούν έναν ψυχολόγο για αρχή και ύστερα ‒γιατί όχι;‒ έναν ψυχίατρο για να αντιμετωπίσουν μια νοσηρή καθημερινότητα· κι όμως αρνούνται.

Και οι παθογένειες συνεχίζονται. Οι καταθλίψεις απλώνουν τα μαύρα τους πέπλα πάνω από τα σπίτια και ενώ σχεδόν όλοι γνωρίζουν, κανείς δεν μιλάει. Γιατί η κοινωνική διάσταση του ψυχικού νοσήματος (αφού μάλλον δεν πεθαίνεις από αυτό) υπερνικά την ιατρική του διάσταση. Έτσι άνθρωποι κάθε φύλου και ηλικίας, από μικρά παιδιά μέχρι παππούδες και γιαγιάδες, αλλά κυρίως άνθρωποι στις πιο παραγωγικές και όμορφες ηλικίες της ζωής τους, καταδικάζονται σε μια δυστυχισμένη ζωή, που μοιάζει να μην έχει αύριο. Και ορισμένες φορές, οδηγούνται, με το περιβάλλον τους «να πέφτει από τα σύννεφα», στην αυτοκτονία, νομίζοντας ότι δεν θα γίνουν ποτέ καλά.

Ο θεραπευτής και ο ασθενής 

Τη δική της οπτική, ως θεραπεύτρια, δίνει η κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια κ. Σουζάνα Παπαφάγου, χρησιμοποιώντας και παραδείγματα θεραπευόμενών της. 

«Ο πατέρας μου το μόνο που ήθελε ήταν να σταματήσει να ζει, τώρα πια το γνωρίζω πολύ καλά, η μητέρα μου μου το έκρυβε για χρόνια, εγώ όμως το αισθανόμουν. Ήταν σαν να προετοιμαζόμουν 20 χρόνια για εκείνη την ημέρα. Είμαι σίγουρη πως δεν ήθελε να γίνει έτσι, είμαι σίγουρη πως δεν ήθελε να συμβεί αυτό. Δεν έπρεπε να είμαι στο σπίτι εκείνη την ημέρα, είμαι σίγουρη πως το είχε σκεφτεί, δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό. Κι όμως το έκανε… Ξυπνάω ακόμα τα βράδια βλέποντας στον ύπνο μου την ίδια σκηνή, ανοίγω την πόρτα και εκείνος αιωρείται…  Αυτοχειρία, κρεμάλα, τον οδήγησε στην κρεμάλα η ντροπή, όλα γινόντουσαν κρυφά, θα είχαμε αποφύγει άραγε την αυτοκτονία του πατέρα μου αν η μητέρα μου μιλούσε; Αν ο ίδιος μιλούσε; Εγώ αποφάσισα να μιλήσω, ζω με ένα τεράστιο κενό μέσα μου, που δένει σαν θηλιά τον λαιμό μου, θέλω να βρω το φως και αυτή η θηλιά να τεντωθεί, να γίνει απλά ένα σκοινί που εκεί θα απλώσω την μουσκεμένη, την παγωμένη μου ψυχή». (Μαρτυρία ασθενούς σε ομάδα) 

Όπως εξηγεί η κ. Παπαφάγου, όσο επιδεινώνεται η νόσος, ο καταθλιπτικός ασθενής γίνεται όλο και πιο αδιάφορος προς τις καθημερινές του δραστηριότητες, ακόμη και αυτές που κάποτε του προκαλούσαν ευχαρίστηση. Το χιούμορ εξαφανίζεται, το άγχος αυξάνεται και μεταμορφώνεται σε τερατώδη πανικό. Στη σοβαρή μορφή της νόσου, μετατρέπεται σε απόσυρση και απάθεια. Ο ασθενής δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του. Αποσύρεται για να προστατευτεί από τα εσωτερικά του συναισθήματα,  συνήθως θυμού, και η αγωνία του μετατρέπεται σταδιακά σε  απόγνωση. Ο θυμός είναι ένα από τα προεξέχοντα συμπτώματα του συναισθήματός του και μπορεί να είναι ευθύς, καθώς θεωρεί πως δεν είναι αγαπητός από τους άλλους, ή ύπουλα κεκαλυμμένος, με τον ασθενή να προσπαθεί να κάνει και την ζωή των γύρω του δύσκολη.

«… δεν με αφορά τίποτα, και με αφορούν όλα… Δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι, επικρατεί μέσα μου ένας πανικός που τα παγώνει όλα, σαν την Φρόζεν, (χαμογελά με πικρία), ούτε αυτό δεν με κάνει να γελάσω, είναι σαν να έχει πάρει κάποιος ένα αλυσοπρίονο και να έχει κόψει στα δυο τους κεντρικούς σωλήνες που περνά το συναίσθημα. Παλαιότερα, βέβαια, ήταν πολύ χειρότερα, έβλεπα τα πάντα γύρω μου σαν βουνό, τότε ο πανικός ήταν χειρότερος· ήταν εκκωφαντικά βουβός». (Μαρτυρία ασθενούς σε ομάδα) 

Ο θεραπευτής 

Η κυρία Παπαφάγου εξηγεί ότι η προσέγγιση ενός καταθλιπτικού ασθενούς απαιτεί ευαισθησία και ικανότητα ενσυναίσθησης του σοβαρού ψυχικού πόνου. Ο θεραπευτής πολλές φορές θα δοκιμάσει τη βασική του ανθρωπιά και την επαγγελματική του ικανότητα. Το στοίχημα είναι μεγάλο. Αν ο ασθενής παραμείνει στη θεραπεία (απόλυτα σημαντικό) θα χρειαστεί υπομονή και επιμονή. Είναι σαν να καλείται αρχικά ο ίδιος ο θεραπευτής να κρατήσει για τον ασθενή το σθένος και την επιθυμία για ζωή. Όλα τα κρατήματα, βέβαια, έχουν και ένα όριο.

«Κι εγώ τώρα τι να πω; Τι να απαντήσω; Πώς να βοηθήσω; Μα πώς θα τον φέρω στο φως;  Άραγε θα γίνει ποτέ καλά; Έχει απέραντο θυμό… Λες να αυτοκτονήσει; Μπορώ να βοηθήσω… ΜΠΟΡΩ; Με θυμώνει που δεν καταλαβαίνει. Λυπάμαι που δεν μπορεί να ακούσει και να κατανοήσει. Φοβάμαι μην συμβεί κάτι κακό και δεν το προλάβω. Θέλω να δει το φως… Θα μείνω μαζί του στο σκοτάδι και θα προσπαθήσω να αντέξω, τι δεν αντέχω; » (Σκέψεις/ μαρτυρίες θεραπευτή κατά τη διάρκεια θεραπειών με ασθενείς σε κατάθλιψη)

Το σίγουρο είναι πως οι ασθενείς με βαριάς μορφής κατάθλιψη δεν προσφέρουν εύκολα στον θεραπευτή τη χαρά να αισθανθεί χρήσιμος. Αντίθετα, προσπαθούν να τον τραβήξουν στο σκοτάδι και να του αποδείξουν πως μόνο εκεί κρύβεται η αλήθεια. Ο θεραπευτής πρέπει να κρατά ένα νήμα αόρατο και, σαν άλλος Θησέας, να αντιμετωπίσει το τέρας: Ο ασθενής είναι η Αριάδνη που του δείχνει τον δρόμο (γιατί μόνο εκείνος ξέρει τον δρόμο και ας αισθάνεται το αντίθετο) και ταυτόχρονα ο Μινώταυρος, σε ετοιμότητα να φάει τη σάρκα όποιου βουτά στον σκοτεινό λαβύρινθό του. Αν καταφέρει ο θεραπευτής να βγει από τον λαβύρινθο αρτιμελής και να φέρει στο φως τον ασθενή, η κυρία Παπαφάγου προτείνει να μην βιαστεί, διότι το σθένος δεν το βρίσκουμε απλώς βγαίνοντας στο φως, αλλά συνειδητοποιώντας τα σκοτάδια μας. Για να καταφέρει ο καταθλιπτικός να δει το φως, πρέπει να έχει δίπλα του ένα περιβάλλον που θα αντέξει  το σκοτάδι και δεν θα προσπαθήσει να τον τραβήξει βίαια έξω από αυτό.

Ο θεραπευτής έχει αυτό το δύσκολο έργο, να αντέξει, να αντέξει τις κουβέντες μέσα στο σκοτάδι, τις σιωπές μέσα σε αυτό, χάρη στην εκπαίδευσή του, την πείρα του, την προσωπική του θεραπεία και διαδρομή. Ένα τόσο δα φως κι εκείνη τη στιγμή ίσως ξεκινήσουν κάποιες κουβέντες για το φως και ίσως, μέσα στη θεραπευτική διαδικασία και μέσα από τη θεραπευτική σχέση, ο ασθενής σκεφτεί «ίσως αυτή είναι η καλύτερη από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου».

Με τη συνεργασία της κλινικής ψυχολόγου-οικογενειακής ψυχοθεραπεύτριας Σουζάνας ΠαπαφάγουΔιαβάστε: Αύγουστος Κορτώ, Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου. Κουβέντες για το φως μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης, Εκδόσεις Πατάκη

Leave a Reply