Σάββατο του Λαζάρου θα βγαίναμε, αν όλα είχαν πάει κανονικά. Αλλά επειδή δεν είχαν πάει όλα κανονικά –τίποτα το τρομερό μπροστά σε άλλα τρομερά, μα αρκετό για να με ρίξει στα Τάρταρα– μας είπαν ότι τελικά θα βγαίναμε Κυριακή των Βαΐων. Αλλά ο ίκτερος δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν και μας δήλωσαν ότι θα βγαίναμε Μεγάλη Δευτέρα. Με μια υποσημείωση. Να επιστρέψουμε στο μαιευτήριο τη Μεγάλη Τρίτη το πρωί, για αιμοληψία για ίκτερο. Ή να πάμε σε κάποιο πιο κοντινό μας ιδιωτικό κέντρο, που κάνει αιμοληψίες σε βρέφη, είτε από πατούσα είτε από χεράκι, και να τους επικοινωνήσουμε το αποτέλεσμα. Ίσως θα χρειαζόταν να επιστρέψουμε για νοσηλεία ένα εικοσιτετράωρο μετά την αναχώρησή μας. Ωραία η Κυριακή των Βαΐων πάντως. Η μόνη μέρα που ξεκουράστηκα από την Τρίτη που μπήκα για να γεννήσω. Κανείς δεν ήρθε να μας δει (είχαν παρελάσει απαξάπαντες, καλή τη θελήσει προφανώς, τις προηγούμενες ημέρες – και ΕΠΡΕΠΕ, έπρεπε να τους δεχτούμε χαμογελαστά). Το μωρό στη λάμπα. Το έφερναν μόνο για τάισμα. Κοιμήθηκα και τέλειωσα τους Σκελετούς στο Κελάρι, του Ίαν Ράνκιν. Έστειλα τον Γ. στο σπίτι με τα τελευταία γλαστροαρκουδομπάλονα και φαντάστηκα τη θριαμβευτική, άνευ κλάδων και βαΐων πάντως, επιστροφή μας στο σπίτι.
Τέλος πάντων, Μεγάλη Δευτέρα βγήκαμε. Ήρθε ο Νυμφίος εν τω μέσω της ημέρας, και μας πήρε με το Suzuκάκι, μέχρι να μπω λαχτάρησα, η τομή με διέλυσε στον πόνο, το έδεσες σωστά; Ναι, πίσω θα κάτσω, να το βλέπω, λες να κρυώνει, κλείσε το παράθυρο, αποπνικτικά, άνοιξε λίγο, πνίγομαι. Έχω την υποσημείωση του ίκτερου να μου τρώει ήδη την ψυχή, πολύ ήλιο, στο παράθυρο το μωρό, πολύ γάλα, μα δεν έχω ροή, δεν πιάνει στήθος, δώσε ξένο, βάλε θήλαστρο, αποστείρωσε, βράσε νερό, όχι ακόμα το πρώτο μπάνιο, φοβάμαι, ναι, τον αφαλό να ταμπονάρουμε, πώς είναι έτσι, κατουρήθηκε, πού είναι οι πάνες, μικρή δεν του είναι; Όχι ρε, μεγάλη, δεν την έδεσες σωστά, δεν βρίσκω γάζα, δεν φτάνει ένα μπιμπερό, κλαίει, με τραβάει η τομή, θέλω να φύγω, κλαίει, τι θέλει; Πήγαινε ως το φαρμακείο, πάω, πονάω περπατώντας, γάζες, δυο μπιμπερό, μια πιπίλα, ένα γάλα αλμικάτι, περπατώ και ζαλίζομαι, με 31 αιματοκρίτη φεύγετε, κυρία μου, μην κουράζεστε, μη σηκώνετε βάρη, το μωρό είναι 3.700, μπορώ; Ναι, αλλά αν πονάτε όχι, πονάω, πάρτε ένα παυσίπονο… Πίσω σπίτι, ακόμα κλαίει, το νερό για το γάλα είναι ζεστό ή όχι, μήπως είναι κρύο; Κοφτές κουταλιές, μέτρα σωστά, ετοίμασε εσύ μέχρι να δώσω τα 30 ml που έβγαλα. Όχι, δεν σχετίζεται με το αν έχω βυζάρες. Πέφτουμε ο ένας πάνω στην άλλη, πανικοβλημένοι, εξαντλημένοι, πιο πολύ, πολύ πιο πολύ εγώ, νομίζω ήμαστε και θυμωμένοι, μα γιατί; Τρώει, σημείωσε τα ml, να ρευτεί, έχει λόξιγκα, φοβάμαι –ποτέ δεν ξεπέρασα τον φόβο με τον λόξιγκα–, ξέρασε, όχι, γουλίτσα το λένε, κλαίει, το βάζω στο στήθος, παλεύει, κλοτσάει, κλαίει, κλαίω, το νανουρίζω με βαθιά αγάπη, κοιμάται, και μετά δεν θυμάμαι…
Μεγάλη Τρίτη πρωί, το μωρό στο αβγό, αυτοκίνητο, πίσω κάθισμα, να κοιτάει προς τα πίσω πρέπει, ιδιωτικό κέντρο αιμοληψιών, γραμματείς (και Φαρισαίοι ένεκα της ημέρας) μας παίρνουν στοιχεία, μας αναλαμβάνει η έμπειρη αιμολήπτρια που φροντίζει τις κατεστραμμένες φλέβες του πατέρα μου πάνω από δέκα χρόνια, κάπως έχω εμπιστοσύνη, το μωρό κλαίει, το χαϊδεύω, αιμοληψία από το χέρι, γιατί όχι πατούσα; Έτσι κάνουμε εδώ, μια βελονίτσα τόση δα, τελείωσε, πάμε σπίτι, όλα όπως χτες. Ή μάλλον όχι. Περισσότερος φόβος, περισσότερη θλίψη, επεισοδιακό μεσημέρι, η μαμά μου πάει για τα αποτελέσματα, αργεί να τηλεφωνήσει, τρέμω, παγώνω, έρχεται, δες εσύ, εγώ δεν κατάλαβα, μια χαρά είχε καταλάβει, πάρε την παιδίατρο, από 14 στο 18 ο ίκτερος, επανανοσηλεία; Παίρνω την παιδίατρο, έρχομαι σπίτι για τόσο νεογέννητο, λέει, έρχεται, τον εξετάζει, ίχνος από την ταχύπνοια που τον έστειλε δυο μέρες στη ΜΕΝΝ, κάποιοι μας είπαν ότι είναι πάγια τακτική των ιδιωτικών μαιευτηρίων να νοσηλεύουν για ψύλλου πήδημα στη μονάδα, γιατί αποζημιώνονται από το δημόσιο, ζήτω, Ιπποκράτη, με τον όρκο σου τον απάτητο. Κίτρινος είναι, μα δεν μοιάζει δεκαοχτάρης, λέει η γιατρός, δώσε γάλα, πολύ γάλα, το μωρό στον ήλιο, όσο φέγγει ακόμα, το ίδιο και το πρωί, το μεσημέρι της Μεγάλης Τετάρτης, ναι, αύριο, επανάληψη της εξέτασης. Τρέμω, φοβάμαι βαθιά, δεν ξέρω τι νιώθει ο σύντροφός μου, δεν τολμάμε να ψελλίσουμε τίποτα πλην των πρακτικών, που, προφανώς, βαίνουν κατά διαόλου, δεν καθάρισα την τομή, αποκλείεται να ξανακάνω σεξ, τότε υπάρχουν πιθανότητες να χρειαστεί να ξαναγεννήσω, δεν έμενα παρθένα, σαν τις σαράντα τις αποψινές; Δεν ταμπονάραμε τον αφαλό, πού είναι το οινόπνευμα; Πονάω, δοκίμασε λίγο βυζί ακόμα, χέστηκε πάλι, κοκκίνησε, φέρε την ασπροκόκκινη κρέμα, όχι μπάνιο ακόμα, φοβάμαι, λεκάνη, σφουγγάρι, αφρόλουτρο πανάκριβο για το ευαίσθητο κωλαράκι, ζύγισέ τον, σε μια νοικιασμένη πανάκριβα ζυγαριά, έχασε 37 γραμμάρια, κι άλλο βάρος στο μυαλό και στην ψυχή μου, τι κι αν όλοι οι οδηγοί μητρότητας και η παιδίατρος λένε πως είναι απόλυτα φυσιολογικό, βάλε πλυντήριο, δεν είναι υπερβολή οι 90⁰, βρέφος είναι, τα μικρόβια. Ξαπλώνω να το ταΐσω, ρουφάει λαίμαργα το γάλα, σκέφτομαι κρυάδα, δεν νηστεύει, χα χα χα, κοιμάται, ανοίγω τηλεόραση κι η Κασσιανή μού βγάζει τη γλώσσα.
Μεγάλη Τετάρτη, προφανώς η μεγαλύτερη της εικοσιοχτάχρονης –τότε– ζωής μου, είναι ατέλειωτη, όπως και κάθε άλλη μέρα, κοιμάμαι, κλαίει, ξυπνάω, ο μπαμπάς ζεσταίνει νερό, εγώ δοκιμάζω –με περισσή βεβαιότητα για την αποτυχία του εγχειρήματος– να φέρω πάλι το μωρό στο στήθος, με το που χαράζει, το στήνω παράθυρο και το χαζεύω τραγουδώντας του, με μια δικιά μου μελωδία και στίχους τύπου «Αχ, να σου πέσει ο ίκτερος, γιατί πολύ φοβάμαι, πως στο μαιευτήριο ξανά θα χρειαστεί να πάμε», νυστάζω, ηρεμώ, κλαίει, πετάγομαι, πεταγόμαστε, προσπαθούμε να μάθουμε μια ρουτίνα που είναι άτοπη, καθώς οι πρώτες ημέρες με το μωρό είναι κυριολεκτικά χαοτικές, επομένως δεν μπορούν να δημιουργήσουν ρουτίνα. Ρουτίνα είναι φυσικά η νέα αιμοληψία, κλαίω πάλι, είμαι άλουστη, κλαίει και το μωρό ή μπορεί και όχι, πάνε δεκαπέντε χρόνια. Πίσω στο σπίτι μας, βγαίνω με το μωρό στη βεράντα και μυρίζει Άνοιξη, το φέρνω μέσα, θα κρυώνει, το ξαπλώνω στην αλλαξιέρα και του μυρώνω με βρεφικό λαδάκι τα ποδαράκια του, μωρό, αθώο, αναμάρτητο, θες μασαζάκι; Έπειτα από μια στιγμιαία ανακούφιση έρχεται να με καταλάβει και να με καταβάλει όλο το πένθος που φέρει η Μεγάλη Εβδομάδα, χωρίς να είμαι Χριστιανή, τουλάχιστον με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον Χριστιανισμό ο μέσος Χριστιανός. Πού είναι η χαρά της μητρότητας; Είναι μια γλύκα, είναι δικό μας, έχω παιδί, είμαι μάνα, βοήθεια, Παναγιά μου, κι εσύ μάνα είσαι, κάνε τα αποτελέσματα να είναι καλά, επίκληση; Τηλέφωνο, τρέμω, η μαμά μου, σκούζοντας από χαρά, καθοδική πορεία, 14’9 ακόμα, αλλά καθοδική πορεία, ήλιος, γάλα, επανεξέταση τη Μεγάλη Παρασκευή, έχω φτιάξει φακές, Μεγάλη Τετάρτη είναι, το έθιμο, τι ώρα να σας χτυπήσω, δεν θα ενοχλήσω, αλήθεια λέει, είναι η πιο διακριτική μάνα του σύμπαντός.
Μεγάλη Πέμπτη λογικά, είπαμε, έχουν περάσει και δεκαπέντε χρόνια από τότε, αφήστε που τω καιρώ εκείνω η πνευματική μας κατάσταση δεν ήταν στα χάι της για ευνόητους λόγους, ο ορισμός του παράδοξου «χαοτική ρουτίνα» συνεχίζει, με προσθήκες –προβληματικές, αν δεν σας είναι αυτονόητο–, με κατακόρυφη αύξηση του άγχους, με λίμνες από δάκρυα, γιατί το παιδί δεν πιάνει βυζί, με ματωμένες θηλές από ένα νοικιασμένο πανάκριβα θήλαστρο, με σημειώσεις των ml, με αποθηκεύσεις μητρικού γάλακτος, με ντεπόν, γιατί η καισαρική με πεθαίνει ακόμα, μεταξύ μας τίποτα δεν έκαναν τα ντεπόν, δεν μπορούσα να πάρω κάτι βαρύτερο λόγω άντλησης και χορήγησης με μπιμπερό του μητρικού γάλακτος, αν έπρεπε να αντλήσω δάκρυα θα γέμιζα γαβάθες κι όχι μόνο 40 ml στο πλαστικό –δεν θυμάμαι αν είχαν βγει τα χωρίς BPA τότε, μπορεί να είχε και BPA, όχι δεν έχω πλέον τύψεις– μπουκάλι. Μυστικός δείπνος, βγαίναμε ένας ένας κρυφά και ήσυχα από το δωμάτιο μην το ξυπνήσουμε, τρυπώναμε στην κουζίνα να τσιμπήσουμε κάτι, μπαμπάς και μαμά μοιραζόμαστε τις ευθύνες, το μωρό πάει από τον Άννα στον Καϊάφα, απόψε θα έχω εγώ νυχτερινή βάρδια, ο Γ. ξαπλώνει, φοβάμαι, κι αν του ζητήσω καμιά βοήθεια μία, δύο και τρεις φορές, αχάραγα, πριν καν αλέκτορα φωνήσαι, και μ’ αρνηθεί, γιατί δεν ξυπνάει απ’ την εξάντληση, τι θα κάνω; Τα πόδια μου πονάνε, φυσικά, δεν έχω κανέναν να τα νίψει και ούτε μόνη μου μπορώ να εξυπηρετηθώ, καισαρική γαρ, για να κάτσω στη λεκάνη η κραυγή μου ακούγεται στη Γλυφάδα (μένω Παγκράτι), αρκούμαι στο να τα βρέξω λίγο με το λάστιχο στη βεράντα, μάλλον στην μπανιέρα θα ήταν, αλλά δεν ακούγεται πιο αρχοντικό το βεράντα; Ίσως να μην τα έβρεξα καν, το πιθανότερο. «Με συλλαμβάνω» να προσεύχομαι, δεν θυμάμαι καν σε ποιον, όμως, ξαφνικά είμαι σίγουρη πως με έχουν προδώσει.
Οι λεχώνες σκέφτονται παράξενα, αλλά εγώ ακόμα δεν το ξέρω και έχω πια ταυτίσει όσα μου συμβαίνουν με την εβδομάδα των Παθών. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής αισθάνομαι καρφωμένη σε έναν σταυρό, με το που συνειδητοποιώ τι μέρα είναι, ετοιμάζω το γάλα και με προβάλω σε μια νοερή οθόνη, αλά Τζεφιρέλι, ήμουν και ξανθιά τότε, και ήδη κάτι μου έσφιγγε και μου τρυπούσε το κεφάλι, το κλάμα μάλλον, δεν είχε Βαραββάδες και πλήθη η ονειροφαντασιά μου, μέσα στο σπίτι μου λαμβάνει χώρα, κοιτώ το κενό και με αποκαθηλώνει ξαφνικά το κλάμα του μωρού, που ολοένα και εντείνεται και σχεδόν με ματώνει, ετοιμασίες, αιμοληψία, άγχος, φόβος, τρόμος, η Μεγάλη Παρασκευή είναι θάνατος, αλλά είναι και ανακούφιση, 9’6 ο ίκτερος, συνεχίζετε ενυδάτωση και ήλιο και μόνο αν σας φανεί πιο κίτρινος ή νωθρός πάτε στο νοσοκομείο, την Τρίτη του Πάσχα θα έρθω να τον δω, έφτασε μεσημέρι, γάλα από το θήλαστρο, το πρωί έχω μια κάποια παραγωγή, αλλάγματα, όχι ακόμα μπάνιο, έπεσε ο αφαλός, δόξα τω Υψίστω, ευτυχώς, δεν ταλαιπωρεί για πολλές ημέρες τους γονείς, συνεχίζεται το ταμπονάρισμα, αλλά το κολόβωμα δεν αντέχεται στην όψη. Χαλάρωση, να ακούσω την Ακολουθία του Επιτάφιου Θρήνου, λατρεμένη, ω, γλυκύ μου έαρ, το έαρ με κοιτάζει νυσταγμένο, γλυκύτατό μου τέκνο, το τέκνο χασμουριέται, χαμογελώ, πού έδυ σου το κάλλος; Κοκαλώνω, είμαι μητέρα, έχω έναν γιο, μην πάθει ποτέ τίποτα, Παναγιά μου, ξεσπώ σε κλάματα.
Κάποια ώρα του Μεγάλου Σαββάτου, όπου είμαι σχετικά λειτουργική, παρακολουθώ τη μητέρα μου να φτιάχνει την κλασική μαγειρίτσα με κοτόπουλο, δεν τρώω εντόσθια και συκώτια, και τη λιγουρεύομαι, μεταξύ αλλαξιέρας και ριλάξ, καταβροχθίζω δυο πιάτα, βάλσαμο, είμαι μάνα, φοβάμαι, πού είναι η πηγαία ευτυχία της μητρότητας; Φυσικά και θα βάλουμε πλυντήριο κι ας απλώσουμε Πασχαλιάτικα, αφού θέλει 8 φορμάκια την ημέρα, ένα το τρίωρο χάνουμε, την Τρίτη θα πάω για έξτρα ρούχα, η Ανάσταση πλησιάζει, είναι εντελώς συγκυριακό το αν θα είμαι ξύπνια, Θα είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν θυμάμαι καν αν ήμουν ή όχι, αν το μωρό κοιμόταν ή όχι, αν το ξύπνησαν τα βαρελότα, αν κατεβήκαμε στους γονείς μου να τσουγκρίσουμε αβγά, σιχαίνομαι τα αβγά παρεμπιπτόντως, αν ψιθύρισα εθιμοτυπικά το Χριστός Ανέστη, αν φιληθήκαμε με τον σύντροφό μου, αν έσκασε κάπως λίγο Άγιο Φως στο σπίτι, πάντως δεν φωτίστηκα. Εκείνο το βράδυ, ποτίστηκα με μια θλίψη που δεν είχα ξανανιώσει, κι αν είχα νιώσει θλίψεις στη ζωή μου, αυτή της Μεγάλης Εβδομάδας, όπως εγώ την έχω βαφτίσει πια, φορτώθηκα μια θλίψη που δεν πατήθηκε από τον θάνατο του Χριστού ούτε κι απ’ την Ανάστασή του και την Κυριακή του Πάσχα εγκαταστάθηκε για τα καλά μέσα μου, έπειτα από σχεδόν δυο εβδομάδες απόλυτης εξάντλησης και ματαίωσης, ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος (συγγενείς, φίλοι, ιατροί) το αντιληφθήκαμε ή κάποιοι το αντιλήφθηκαν και δεν μπήκαν στον κόπο να ενημερώσουν ή ντράπηκαν να μιλήσουν.
Αυτό, αγαπητοί αναγνώστες, είναι η επιλόχειος κατάθλιψη, για την οποία καμία γυναίκα δεν είχε ενημέρωση πριν από δεκαπέντε χρόνια. Η δική μου Ανάσταση άργησε πολύ να έρθει. Η επιλόχειος κατάθλιψή μου είναι συνδεδεμένη με τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τα πρώτα χρόνια, μαζοχιστικά, έμπαινα στο κλίμα των ημερών, κάτι που ποτέ δεν είχα κάνει στη ζωή μου ως τότε. Και ξυπνούσε η ανάμνηση. Και επιλαμβανόταν το μοτίβο. Ευτυχώς, μέσα από τη θεραπεία, χρόνια αργότερα, το κατάλαβα. Έτσι, η Μεγάλη Εβδομάδα πλέον περνάει ως μια κανονική εβδομάδα ή μάλλον ως μια χαρούμενη εβδομάδα, γιατί η δουλειά μειώνεται και περνάμε λίγες ημέρες χαλαρά στο εξοχικό. Μόνο τις Μεγάλες Παρασκευές πάω στον Επιτάφιο, γιατί, είπαμε, μου αρέσει η Ακολουθία και γιατί δεν μπορώ να μη συμπαρασταθώ σε μια μάνα που έχασε τη γλυκιά της Άνοιξη. Συμβολικά. Και προσεύχομαι. Ουσιαστικά.