ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ… ΜΙΚΡΟΙ: ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ 1821

αγωνιστέςΑκόμη και σήμερα θυμάμαι, σαν όνειρο, το βλέμμα των ηρώων, μα πιο πολύ του Κολοκοτρώνη, επάνω μου. Εκείνα τα χρόνια, νομίζω, πως σε κάθε μαθητική αίθουσα κρεμόταν τουλάχιστον ένα πορτρέτο κάποιου ήρωα της Επανάστασης. Δεν μου άρεσαν. Με έκαναν να νιώθω άβολα. Όλοι και όλες τους, απρόσιτοι, να μας υπενθυμίζουν το πόσο μικροί κι ασήμαντοι ήμαστε εμείς. Με τον καιρό συνήθισα εκείνα τα πορτρέτα, όπως όλοι μας∙ δεν τους δίναμε σημασία –σαν να μην υπήρχαν καν.
Μια μέρα, πρέπει να ήμουν Ε΄Δημοτικού, έμαθα ότι ο Κολοκοτρώνης, σε αντίθεση με αυτό που τον φανταζόμουν, γίγαντα δηλαδή, ήταν μάλλον κοντός. Με θυμάμαι να γελάω σχεδόν χαιρέκακα. Την άλλη μέρα στην τάξη κοιτούσα το πορτρέτο του σκανταλιάρικα και πονηρά σαν να σκεφτόμουν: «Δεν ήσουν κάποιος τρομακτικός γίγαντας. Ήσουν κοντός». Αυτό, όμως, που εννοούσα στην πραγματικότητα ήταν ότι ήταν… ανθρώπινος. Ήταν άνθρωπος αληθινός. Εκείνη η επίγνωση δεν με είχε κάνει να τον βλέπω υποτιμητικά –το αντίθετο: Είχα γοητευτεί και είχα ενδιαφερθεί να μάθω περισσότερα.
Είναι που έχουμε ανάγκη οι άνθρωποι να μπορούμε ν’ αντιλαμβανόμαστε το ύψος του μεγέθους που θα μπορούσαμε να φτάσουμε μέσα από την ανθρωπινότητά μας. Το όποιο ανάστημα μας δεν μπορεί παρά να είναι πάντα… ανθρώπινο. Με αυτή τη θύμηση στον νου ξεκίνησα να γράφω, βασισμένη σε βιογραφικά τους στοιχεία, τη σειρά «Οι Μεγάλοι… μικροί», έχοντας προαποφασίσει πως το πρώτο βιβλίο θα ήταν «Οι Αγωνιστές του 1821» –το χρωστούσα στο παιδί που υπήρξα κάποτε και σ’ εκείνα τα σχολικά πορτραίτα των ηρώων.
Για την ιστορία του Κολοκοτρώνη βασίστηκα σε μια προφορική παράδοση που περιγράφει το χαστούκι που έφαγε δωδεκάχρονος από έναν Τούρκο – και λέγεται ότι από τότε πείσμωσε κι ορκίστηκε να παλέψει για την ελευθερία. Φαντάστηκα, λοιπόν, τον μικρό Θοδωρή με τ’ αδέρφια και τη μητέρα του, που έχουν καταφύγει στο σπίτι του παππού στο βουνό, να πεινάνε. Να μην έχουν να φάνε τίποτε άλλο εκτός από χόρτα και σαλιγκάρια. Κι έτσι η ιστορία του ξεκινάει με… σαλιγκάρια. Όταν την τελείωσα, μου φάνηκε πως είδα τον δεκάχρονο εαυτό μου να χοροπηδάει ενθουσιασμένος μπροστά στο πορτρέτο του Κολοκοτρώνη, φωνάζοντας πόσο τρομερός είναι.
Στην ιστορία της ατρόμητης καπετάνισσας Μπουμπουλίνας, η μικρή Λασκαρίνα κλέβει μια βάρκα και μαζί με τα μικρότερα αδέρφια της ξανοίγεται στη θάλασσα, προκειμένου να κερδίσει ένα στοίχημα, αποδεικνύοντας πως και τα κορίτσια μπορούν να είναι καπετάνισσες.
Μετά είναι η ιστορία του Καραϊσκάκη. Αυτού του οξύθυμου, αθυρόστομου, αψύ αγωνιστή που αφιέρωσε τα μετάλλια του στην Παναγία, που τη θεωρούσε σαν μάνα του –ίσως επειδή εκείνος, ο γιος της καλόγριας, μεγάλωσε μέσα στην καταφρόνια και στην ορφάνια. Εκείνος που, ήδη από τα δώδεκά του, είχε γίνει ο αρχηγός μιας ομάδας συνομήλικων του κλεφταρματωλών. Φαντάστηκα, λοιπόν, εκείνο το απόγευμα της προηγουμένης, πριν ο μικρός Γιώργης βγει στο βουνό. (Αυτή η ιστορία ίσως να είναι και η πιο αγαπημένη μου. Επειδή ο Γιώργης μού θυμίζει κάποια σημερινά παιδιά, που τα θεωρούμε «χαμένες περιπτώσεις», που τόσο εύκολα τους κρεμάμε «ταμπέλες»).
Και μετά έρχεται η ιστορία για το πώς ο μικρός Κανάρης, ο Κωνσταντής αποφασίζει  –μόνος του άραγε;– να μπαρκάρει μούτσος στο μπρίκι του θείου του, αν και ήταν μόνο δέκα χρονών!
Και τέλος, η ιστορία της ευγενικής και μορφωμένης Μαυρογένους. Η νεαρή Μαντώ, η μόνη από τα υπόλοιπα παιδιά που είχε την τύχη να μη γνωρίσει ορφάνια και φτώχεια, που, αν και κορίτσι, ενδιαφέρεται για τα πολιτικά, ονειρεύεται τη στιγμή του ξεσηκωμού του Γένους και δεν διστάζει να κρυφτεί για να κρυφακούσει όσα αγωνιά να μάθει.
Δεν ήταν οι λίγες οι φορές που συγκινήθηκα πολύ όταν έγραφα τις ιστορίες μου. Ένιωθα λες και, όπως συχνά κάνουν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες, τους άκουγα σαν μακρινή εγγονή να μου εκμυστηρεύονται περιστατικά από τα παιδικά τους χρόνια  –για να μη χαθούν στη λήθη, σε αντίθεση με τα ηρωικά τους ενήλικα κατορθώματα. (Επειδή μέσα από τις εξομολογήσεις, τις προσωπικές μικρές στιγμές είναι που γνωριζόμαστε οι άνθρωποι που φτιάχνουμε δεσμούς, που αγαπιόμαστε).
Και κάπως έτσι, μέσα από τις ιστορίες μου αυτές, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου που, ενήλικη πια, νιώθω να τους αγαπάω εκείνους τους (προγόνους) ήρωες μας. Δεν είναι πλέον άψυχα κάδρα που με/μας στοιχειώνουν με τα ηρωικά τους κατορθώματα. Ήταν άνθρωποι,  ήταν κάποτε παιδιά, όπως παιδιά ήμασταν κάποτε όλοι οι μεγάλοι κι όπως παιδιά θα είναι σίγουρα και αρκετοί αναγνώστες αυτού του βιβλίου μου. Και εύχομαι να τις ευχαριστηθούν τις ιστορίες μου και να αγαπήσουν τα παιδιά των ιστοριών μου –όπως τ’ αγάπησα κι εγώ. Ίσως έτσι να δουν και τους ενήλικους αγωνιστές και αγωνίστριες με άλλη ματιά, πιο ανθρώπινη, και να θελήσουν να μάθουν περισσότερα για όλους εκείνους και εκείνες που τόσα τους χρωστάμε και δικαίως τους μνημονεύουμε ως ήρωες και ηρωίδες∙ ακόμη κι αν πλέον δεν κρέμονται τα πορτρέτα τους μέσα στις σχολικές αίθουσες. Εμείς όμως (θα) ξέρουμε∙ και το να γνωρίζουμε, να ξέρουμε την Ιστορία μας το χρωστάμε, πρωτίστως, στον εαυτό μας.

Η Αγγελική Δαρλάση είναι συγγραφέας. Το βιβλίο της «Οι Μεγάλοι… μικροί: Οι αγωνιστές του 1821» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε εικονογράφηση της Σοφίας Παπαδοπούλου. 

Leave a Reply