Ο ΘΕΟΣ ΑΣ ΜΕ ΛΥΠΗΘΕΙ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΜΑΝΑ!

Μερικές μέρες, συνήθως ανάποδες, αναρωτιέμαι: «Κάνω εγώ για μάνα;» Το σοφό σύμπαν σωπαίνει, και μετά από λίγο κάτι γίνεται και στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου λύνονται όλα τα υπαρξιακά μου κενά, νάζια, ερωτηματικά. Ο Κωνσταντίνος έγινε ήδη έξι μηνών. Έχει αφήσει πίσω του το βρέφος και πια είναι ένα ροδαλό μωρό που μοιάζει με «αγοράκι». Έτσι η Αγοράκη και το αγοράκι της είναι ένα παλίμψηστο πολλών διαφορετικών πραγμάτων και ιδεών πάνω στην προβληματική της μητρότητας και της σχέσης μητέρας και γιου.
Ο χρόνος, για να πω και το κλισέ μου, περνάει πάντως γρήγορα. Μισό χρόνο μαζί του και είναι σαν να βρισκόμαστε στα πρώτα λεπτά που τον κρατούσα στα χέρια μου. Καινούργιος και παλιός μαζί. Κοιτάω πόσο έχει μεγαλώσει και δεν μπορώ να το πιστέψω. Μετά σκέφτομαι, βεβαίως, πόσο έχω μεγαλώσει «εγώ» και… αδύνατον να το πιστέψω. Στο μωρό θα κολλήσουμε;
Τις μισές μέρες είμαι η άξια μητέρα του και τις άλλες μισές μια αλαφροΐσκιωτη ενζενί, ή αυτή που δεν πιστεύει ότι έχει επωμιστεί αυτόν τον ευφάνταστο ρόλο – τίτλο – ιδιότητα – παράσημο – ανταμοιβή.
Τις μισές μέρες νιώθω ότι κάνω ένα σωρό λάθη, ότι οι άλλες μανάδες είναι ικανές και φτιαγμένες με καλά υλικά μητρότητας και εγώ φαίνομαι να έχω ξεπηδήσει από έναν πλανήτη μετεφηβικής πλάνης που με αφήνει σε μια συνεχή αφελή και ανώριμη φάση, που δεν μου επιτρέπει να γίνω η υπεύθυνη μάνα που ο Φρόιντ θα της έσφιγγε το χέρι και θα έσκιζε όλα τα συγγράμματά του.
Την «ανεπάρκειά μου» την αισθάνομαι συνήθως όταν συζητώ με άλλες μαμάδες. Αυτές οι συνάδελφοι στη μητρότητα με γεμίζουν ενοχές και κάτι από αγωνία. Τα δικά τους μωρά είναι πάντα ήσυχα το βράδυ. Κοιμούνται οκτώ με δώδεκα ώρες σερί, χωρίς υστερικά κλάματα. Εκείνες δεν δουλεύουν, είναι αφοσιωμένες στα μωρά τους και περνούν όλο το 24ωρο μαζί τους, μέσα σε μια φούσκα απέραντης ευτυχίας που δεν ξεφουσκώνει. Τα παίρνουν μαζί τους, με φοβερή ευκολία, σε επιδείξεις μόδας τάπερ, σε εστιατόρια, ακόμα και σε μπαρ. Και εκείνα δεν κλαίνε, δεν τσιρίζουν, δεν ενοχλούν. Αν τύχει και γκρινιάξουν λίγο, εκείνες ετοιμάζουν στο πιτς φιτίλι το γάλα, αλλάζουν τη λερωμένη πάνα αστραπιαία και όλα γίνονται εύκολα και φυσικά, γιατί τις οδηγεί το ένστικτο. Τα δικά τους μωρά τρώνε γρήγορα και χωρίς να πασαλείβονται τη φρουτόκρεμα και γενικά η λέξη «καλόβολα» τα συνοδεύει. Σε σχέση με τα δικά τους μωρά ο Κωνσταντίνος είναι «το μωρό της Ρόζμαρι» και κατά συνέπεια εγώ είμαι η Ρόζμαρι σε μια εκδοχή που θα ζήλευε και ο Πολάνσκι.
Δεν έχω βρει μια «μάνα» να μου πει: συνάδελφε, τα έχω παίξει. Μου έρχεται να του χώσω «μπουκέτο» όταν στις πέντε το πρωί κλαίει ανεξέλεγκτα και το πηγαίνω πάνω κάτω ενώ έχει φτάσει 9 κιλά και εγώ είμαι, όλη κι όλη, 44. Εντάξει, δεν θέλω να ρίξω στο τρισχαριτωμένο μωράκι «μπουκέτο». Δεν έχω τόσο πολύ ξεφύγει, αλλά, το ομολογώ, στιγμιαία μου έρχεται μια επιθυμία να πάρω το μωρό να κάνουμε μαζί το σάλτο μορτάλε από το παράθυρο. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί καμία μητέρα δεν το ομολογεί αυτό. Γιατί καμία μητέρα δεν λέει ότι ώρες ώρες σηκώνει τα χέρια ψηλά και νομίζει ότι την πλακώνει το παλιρροϊκό κύμα της μητρότητας.
Γιατί τα δικά τους μωρά μοιάζουν να έχουν βγει από τον πλανήτη των τέλειων μωρών και το δικό μου μοιάζει ιδανικό και ανάξιο; Ας είναι! Πλέον τις αφήνω να λένε. Φοράω ωτοασπίδες. Δεν θα με τρελάνουν αυτές. Έχω το μωρό μου να το κάνει αυτό. Ίσως θέλουν να πιστεύουν αυτά που λένε. Μήπως αν δηλώσουν ότι είναι καλόβολα, το σύμπαν είναι ανοιχτό και θα το ακούσει και θα τα κάνει; Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτήν την κόντρα μεταξύ των μαμάδων: Ααα, όχι, το δικό μου κάνει αυτό που δεν κάνει το δικό σου. Ααα, ναι, εμένα μιλάει από τον πέμπτο μήνα. Ααα, το δικό μου φτιάχνει και εσπρέσο και μου τον φέρνει στο κρεβάτι κάθε πρωί.
Εγώ, κορίτσια (και αγόρια), δεν θα πω ψέματα. Μισές μέρες (και βάλε) δεν την παλεύω και ας έχω και βοήθεια. Όταν η κοπέλα που τον φροντίζει παίρνει ρεπό πελαγώνω και θεωρώ ηρωίδες εκείνες που έχουν πάνω από δύο παιδιά και τα βγάζουν πέρα εντελώς μόνες τους. Εγώ προσπαθώ να ωριμάσω μέσα σ’ αυτό το ταχύρρυθμο σεμινάριο μητρότητας που κάνω τους τελευταίους μήνες, προσπαθώ να λειάνω όλες μου τις «κακομαθημενιές», να τιθασεύσω το εγώ μου, να λιμάρω τις προεξοχές μου. Να πάψω να ’μαι τόσο πολύ ο εαυτούλης μου. Δηλαδή από το υπερεγώ μου να πάω στο εμείς. Κάθε μέρα προσπαθώ την μποέμ σχέση με τον σύντροφο-άντρα μου να την κάνω οικογένεια. Προσπαθώ, και σκάβω και ατέλειωτα τα χώματα. Ναι (ω, ναι) έξι μήνες μετά τολμώ να πω ότι σε αρκετά κεφάλαια έχω μείνει ήδη μετεξεταστέα. Με καθίζω πάλι στα θρανία και το παίρνω όλο το μάθημα από την αρχή. Η μητρότητα στη λευκή σελίδα μου δεν έχει πολλές λέξεις, μόνο μια, «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ», και από κάτω προσπαθώ να γεμίσω με όσο γίνεται πιο καλλιγραφικά γράμματα και άλλες λέξεις. Και ο Θεός (ας με λυπηθεί) να με κάνει μάνα! (Συνεχίζεται.)

Leave a Reply