“Όχι και τόσο μακριά” γίνεται πόλεμος. Και η Βάνα Μαυρίδου μιλάει γι’ αυτόν στα παιδιά

Όχι και τόσο μακριάΥπάρχουν “δύσκολα θέματα”, τα οποία ορισμένοι γονείς αποφεύγουν να συζητήσουν με τα παιδιά τους. Είτε για να μην τα τρομάξουν είτε διότι δεν γνωρίζουν πώς να τα διαχειριστούν και πώς να απαντήσουν στα “γιατί;” που σίγουρα θα γεννηθούν μέσα από την κουβέντα. Από την άλλη, όμως, “πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;” Διαισθάνονται, καταλαβαίνουν όταν κάτι δεν πάει καλά. Αφήστε που πλέον, άπαξ και πηγαίνουν σχολείο ή/και έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή/και στην τηλεόραση, δύσκολα θα μείνει κάτι κρυφό. Επομένως, καλό είναι να προλαμβάνουμε καταστάσεις και να τα ενημερώνουμε έγκαιρα και με τον κατάλληλο για την ηλικία τους τρόπο για τα πάντα. Διότι κάλλιστα μπορεί να παρεξηγήσουν κάτι που θα δουν ή θα ακούσουν και είτε να το υπο-εκτιμήσουν ως κίνδυνο είτε να τρομάξουν πολύ, χωρίς να χρειάζεται. Τα βιβλία είναι πάντοτε ένα εργαλείο-“σωσίβιο” για τον φροντιστή, μια και βοηθούν ώστε να ανοίξει μια στρυφνή θεματολογία με τρόπο ήπιο, φιλικό προς τα παιδιά, επιτρέψτε μου την έκφραση. Σήμερα θα μιλήσουμε για ένα τέτοιο βιβλίο· ένα βιβλίο που γράφτηκε για έναν πόλεμο που συμβαίνει “όχι και τόσο μακριά”.

Πώς μιλάμε στα παιδιά για τον πόλεμο;

Το σχολείο διδάσκει στα παιδιά από νωρίς για τον πόλεμο, κυρίως μέσα από το μάθημα της ιστορίας, μα με έναν τρόπο αποστασιοποιημένο. Όσα έγιναν παλιά, αιτιολογούνται εύκολα μέσα από το “έτσι γινόταν τότε”. Ακόμα και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος –νομίζω ο τελευταίος πόλεμος που έχει μπει στα σχολικά εγχειρίδια– είναι ήδη κάτι μακρινό για τη σημερινή γενιά παιδιών.  Εγώ, γεννηθείσα το 1979, έχω στη νοητική φαρέτρα μου άμεσες αφηγήσεις από τον παππού και τη γιαγιά μου, που είχαν ζήσει πόλεμο, κατοχή, απελευθέρωση, εμφύλιο. Τα παιδιά μου, όμως, δεν έχουν αντίστοιχες προσλαμβάνουσες, αφού οι παππούδες/γιαγιάδες τους είτε δεν είχαν γεννηθεί είτε ήταν πολύ μικροί κατά τη δεκαετία του ’40). Ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος ήταν κάτι που έγινε 80 χρόνια πριν και έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα “μέτρα” για να μην ξανασυμβεί… Μα οι συρράξεις δεν τελειώνουν ποτέ. Απλώς είναι, προς το παρόν, περιορισμένης εμβέλειας.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, τα παιδιά, ας πούμε από πέντε έξι ετών, στην πλειονότητά τους, το έμαθαν. Άλλωστε, η κοινωνική (αφήνω εντελώς απέξω την πολιτική) κινητοποίηση κατά του επεκτατισμού του Πούτιν και υπέρ του ουκρανικού λαού, μέρος του οποίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σπίτια και πατρίδα, ήταν τεράστια και άγγιξε και τα σχολικά περιβάλλοντα. Άρχισαν, λοιπόν, οι ερωτήσεις. “Γιατί;”, “Είναι μακριά;”, “Θα έρθει και εδώ;”, “Κινδυνεύουμε;”

Δεν ξέρω τι απάντησε ο καθένας από εσάς. Ξέρω, όμως, ότι τόσον καιρό μετά ο πόλεμος, όχι και τόσο μακριά από την Ελλάδα –η μόνη ερώτηση στην οποία υπάρχει αντικειμενική απάντηση– συνεχίζεται (αν και δεν παίζει πλέον τόσο στη μιντιακή ατζέντα), ενώ οι απορίες των μικρών μας δεν έχουν λυθεί. Ούτε και οι δικές μας.

Βάνα ΜαυρίδουΗ Βάνα Μαυρίδου, που έκανε αίσθηση στην παιδική λογοτεχνία με το βιβλίο της για τη Μικρασιατική Καταστροφή Μέλη και Μελέκ, καταπιάνεται ξανά με έναν πόλεμο. Τούτη τη φορά, όμως, δεν μας ταξιδεύει στο παρελθόν και στο 1922. Με αφορμή τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο του 2022, γράφει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για παιδιά από 8 ετών, προσπαθώντας όχι να εξηγήσει τα ανεξήγητα (ποιος, άλλωστε, θα ισχυριζόταν πως μπορεί να το κάνει αυτό; ), αλλά να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει τους μικρούς αναγνώστες, να τους μιλήσει για τη φρίκη (δεν μπορούμε να μεγαλώνουμε παιδιά πάνω σε ροζ συννεφάκια), για την αλληλεγγύη, για τον κοινωνικό εθελοντισμό, για τη συνύπαρξη και τη φιλία και μακροπρόθεσμα να τους ωθήσει προς τον ειρηνισμό.

Χάρη στην οξεία πένα της και με τη συνδρομή της εικονογράφου Ρένιας Μεταλληνού, που ζωντάνεψε με έντονα σχέδια και πανέμορφα χρώματα την ιστορία της, η Μαυρίδου πλάθει μια ρεαλιστική αφήγηση, στενάχωρη, μα ταυτόχρονα ελπιδοφόρα, φέρνοντας τα παιδιά σε επαφή με την πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι ένας πόλεμος γίνεταιΌχι και τόσο μακριά από εδώ όπου ζούμε. Μόλις 2.103 χιλιόμετρα.Η Ζωή και η Μάρτα 

Πρωταγωνιστούν δυο κορίτσια. Η Ζωή, που ζει μια κανονική ζωή στην Ελλάδα, και η Μάρτα, που ζούσε μια κανονική ζωή στην Ουκρανία, μέχρι την έναρξη του πολέμου. Η μαμά της Ζωής, διαζευγμένη εδώ και δυόμιση χρόνια από τον μπαμπά της, χωρίς δεύτερο παιδί, αιτείται χωρίς να ρωτήσει την κόρη της να φιλοξενήσει προσωρινά ένα Oυκρανόπουλο και η αίτησή της γίνεται αποδεκτή. Τη συστήνει στη Ζωή αρχικά μέσω μιας φωτογραφίας, που παίρνει περίοπτη θέση στο ψυγείο τους. Η Μάρτα έχει οικογένεια και ένα όμορφο σπίτι. Όμως, ο ρωσικός στρατός επιτέθηκε στη γειτονιά της και ξαφνικά βρέθηκε στον δρόμο.

Η Ζωή προετοιμάζεται να υποδεχτεί τη μέλλουσα φιλοξενούμενή τους. Δεν γνωρίζει αν το κορίτσι μιλάει αγγλικά ούτε πώς ακριβώς θα συνεννοούνται. Διαβάζει για την Ουκρανία, αλλά δεν βρίσκει πρόθυμους τους συμμαθητές της να συζητήσουν για το θέμα του πολέμου. Αφήστε που έχουν και μια βεβαιότητα ότι δεν τους αφορά καθόλου όλο αυτό. Πόσο καιρό θα μείνει η Μάρτα μαζί τους; Πώς είναι να μοιράζεσαι τη μαμά σου; Πώς μια χώρα όπου τα παιδιά μεγάλωναν όπως τα παιδιά στην Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά στη δίνη του πολέμου; Γιατί, ενώ μοιάζει αυτονόητο το να εκτιμάμε όσα έχουμε, δεν τα καλοκαταφέρνουμε; Η Ζωή μπερδεύεται…

Με τη σειρά της, η Μάρτα, ένα παιδί που κάποιοι χαρακτήριζαν ξεχωριστό, βλέπει από τη μια μέρα στην άλλη την καθημερινότητά της να γκρεμίζεται. Βλέπει γονείς να κλαίνε έξω από το σχολείο, μετά τις πρώτες σειρήνες, ενώ ως τότε πίστευε ότι οι γονείς δεν κλαίνε ποτέ. Αλλά αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν είναι ταινία. Είναι πόλεμος. Χωράει λίγα πράγματά της σ’ ένα σακίδιο και εγκαταλείπει το σπίτι της, μαζί με τη μητέρα της. Ο πατέρας της και ο αδελφός της ήδη πολεμούν. Στο καταφύγιο, η κατάσταση είναι αποπνικτική, τρομακτική. Έξω είναι μάλλον χειρότερα. Η μητέρα της, γιατρός στο επάγγελμα, αποφασίζει να πολεμήσει και εκείνη, χωρίς να ρωτήσει την κόρη της. Παραδίδει τη Μάρτα στη θεία της, την αδελφή του πατέρα της, μια μωρομάνα με βρέφος στον μάρσιπο. Μαζί, θα έρθουν ως πρόσφυγες στην ασφαλή Ευρώπη με ένα άσπρο λεωφορείο, που γράφει πάνω του με κόκκινα γράμματα “ΠΑΙΔΙΑ”.  Η Μάρτα, όμως, δεν ξέρει αν θέλει να σωθεί… Όλοι φρόντισαν για τη δική της ασφαλή φυγάδευση, αλλά τι νόημα έχει αυτή αν χάσει το σπίτι και την οικογένειά της; Η Μάρτα μπερδεύεται…

Τον Μάρτιο του 2022, τα κορίτσια, τελικά, συναντιούνται στο σπίτι της Ζωής και της μαμάς της. Η Ζωή προσεγγίζει τη Μάρτα, μα η Μάρτα δεν μιλάει. Βρίσκεται σε αλαλία από σοκ. Η Ζωή επιμένει. Η Μάρτα αρχίζει να ανταποκρίνεται, μα όχι όπως θα περίμενε η Ζωή. Τρώει, ζωγραφίζει μαύρες ζωγραφιές, κλαίει. Σταδιακά, θα μιλήσει στη μαμά της Ζωής, έπειτα και στη Ζωή την ίδια. Τέλος, θα πάει και στο σχολείο. Η Ζωή μπερδεύεται ξανά. Ζηλεύει για την προσοχή που δίνουν όλοι στη Μάρτα. Μα λογικό! Είναι στο κατώφλι της εφηβείας· όσο κι αν η δική της ζωή άλλαξε πολύ λιγότερο απ’ όσο αυτή της Μάρτα, δεν παύει να έχει και εκείνη δικαίωμα αντίδρασης στη βίαιη αλλαγή. Η Ζωή ξαφνικά αισθάνεται αόρατη. Αλλά η Μάρτα τη βλέπει. Τη βλέπει καλά και αρχίζει πλέον να στηρίζεται σε εκείνη, ώστε να ενδυναμωθεί και να επιβιώσει σε μια χώρα που ναι μεν μοιάζει φιλόξενη, όμως αδυνατεί να την εμπεριέξει. Άλλωστε, αυτό που για τη Ζωή και τη μαμά της –και για όλους εμάς– είναι απλώς σκληρές και βίαιες ειδήσεις στην τηλεόραση, που μάλιστα καλό είναι να μην τις βλέπουν τα παιδιά για να μην τρομάζουν, για τη Μάρτα είναι η νέα της πραγματικότητα.

Η ζωή για τη Ζωή και τη Μάρτα συνεχίζεται, με τα πάνω και τα κάτω της… Μπαίνει ο Απρίλιος, το Πάσχα πλησιάζει. Ανταλλάσσουν εμπειρίες από τις εθνικές και οικογενειακές τους παραδόσεις. Φέρνουν στον νου τους ευχάριστες και δυσάρεστες αναμνήσεις. Τα πράγματα στις διακοπές μοιάζουν να κυλούν σχετικά ομαλά, έχουν έρθει στην πόλη και ο μπαμπάς και η γιαγιά εκ πατρός της Ζωής, πλέον δεν υπάρχουν μέτρα για την πανδημία, ενώ το πασχαλινό τραπέζι θα είναι “στα μέτρα” της Ζωής. Όμως τα βεγγαλικά της Ανάστασης αναστατώνουν τη Μάρτα. Τη μεταφέρουν ξανά στην εμπόλεμη πατρίδα της. Για άλλον λόγο, που ίσως ακούγεται λιγότερο σημαντικός, όμως όσα αισθανόμαστε δεν μετριούνται, ώστε να συγκριθούν, αναστατώνουν και τη Ζωή. Λίγη ώρα μετά, στο πλαίσιο μιας διαπροσωπικής τελετουργίας που προέκυψε μέσα από την αναστάτωσή τους, τα δυο κορίτσια συνειδητοποιούν πόσο έχουν δεθεί αυτές τις 35 μέρες που έχουν ζήσει παρέα, παρά τα όσα τις χωρίζουν. Το τεράστιο χάσμα που τις χωρίζει μοιάζει να γεφυρώνεται. Λίγο καιρό μετά, η Ζωή καλείται να γράψει το τέλος της συγκινητικής ιστορίας τους –με ένα πανέξυπνο συγγραφικό τέχνασμα που δεν θα αποκαλύψω.Αντί επιλόγου

Άραγε, θα γίνουν ποτέ όλα όπως παλιά; Πώς και πότε θα χωριστούν τα κορίτσια; Θα ξανασυναντηθούν ποτέ στο μέλλον; Το βιβλίο δεν δίνει καμιά έτοιμη απάντηση. Πώς, άλλωστε, να το κάνει, αφού οι τεράστιες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (γιατί ένας συγκερασμός των παραπάνω είναι ένας πόλεμος) ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο άνθρωπο; Όμως, ανοίγει τον δρόμο για ουσιαστικές, κριτικές συζητήσεις με τα παιδιά και με τους εαυτούς μας. Για την οικογένεια, για τις ανθρώπινες ανάγκες, για τα ιδεώδη του καθενός μας, για την αλλοβοήθεια, για την ευγνωμοσύνη, για την εύθραυστη καθημερινότητα, για την ανθρώπινη φύση –που ποτέ δεν είναι μόνο φωτεινή–, για κάθε γεγονός που μας ταρακουνάει, από το μικρότερο έως το μεγαλύτερο.

Θα κρατήσω κάτι, πέραν της κεντρικής αφήγησης που στήνεται γύρω από τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο: Η Μαυρίδου δεν κουνάει το δάχτυλο στα παιδιά να είναι ευχαριστημένα, γιατί από τη μια μέρα στην άλλη η ζωή τους μπορεί να ανατραπεί από κάτι μεγάλο, δυνητικά θανατηφόρο. (Ανοίγω παρένθεση να θυμίσω την εντελώς αντιπαιδαγωγική φράση για τα παιδάκια στην Αφρική που πεινάνε, με την οποία μεγαλώσαμε· μια γενιά γεμάτη τύψεις και ενοχές επειδή… δεν τρώγαμε όλο το φαγητό μας ή επειδή εκφράζαμε τις διατροφικές μας προτιμήσεις.) Τουναντίον, η συγγραφέας αγκαλιάζει, εκτός από τη Μάρτα –το αυτονόητο–, και τη Ζωή.

Γιατί και της Ζωής, που φαινομενικά είναι σε πλεονεκτική ή έστω πλεονεκτικότερη θέση από τη Μάρτα, η ζωή ανετράπη και είχε ξαφνικές αλλαγές και ματαιώσεις (διαζύγιο γονέων, κορονοϊός, Μάρτα) και η Ζωή έχει κάθε δικαίωμα να νιώσει και ζήλια και εκνευρισμό και θλίψη για όσα αλλόκοτα της έχουν συμβεί. Φυσικά, θα νιώσει και ευγνωμοσύνη, όχι όμως επειδή έτσι πρέπει, αλλά μέσα από τη φυσική ροή των συναισθημάτων της. Όπως, άλλωστε, ευγνωμοσύνη θα νιώσει και η Μάρτα, για τους δικούς της λόγους, μέσα από διαφορετικές ψυχικές διεργασίες, ανάλογες των δικών της βιωμάτων. Η ενσυναίσθηση, λοιπόν, που λογικά θα γεννηθεί στον αναγνώστη, δεν αφορά μόνο το κατατρεγμένο από τον πόλεμο κορίτσι, αλλά και το κορίτσι που αντιμετωπίζει μια παράξενη καθημερινότητα, όπως δυστυχώς συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με όλα τα παιδιά –και τους ενήλικους. Αλλά έτσι είναι τα συναισθήματα. Ταλαντεύονται και είναι απρόβλεπτα, όπως η ζωή, όπως η ειρήνη, όπως οι άνθρωποι. Ας κρατήσουμε τη σχεδόν ουτοπική ελπίδα ότι μια μέρα θα κατορθώσουμε να συνυπάρξουμε όλοι οι λαοί ειρηνικά. Αν θωρακίσουμε τα παιδιά μας με βιβλία όπως το Όχι και τόσο μακριάποιος ξέρει…;

Διαβάστε: Βάνα Μαυρίδου, Όχι και τόσο μακριά, Εκδόσεις Διόπτρα, εικονογράφηση: Ρένια Μεταλληνού.

Leave a Reply