ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΨΕΜΑ

“Όλο ψεματάκια λέει η μικρή… Mα να σπάσει το ποτήρι μπροστά στα μάτια μου και να πει πως φταίει ο αέρας…”,  λέει μια μαμά στην φίλη της λίγο ανήσυχη…  «Και εμένα ο δικός μου χτύπησε τον αδελφό του προχτές και ορκιζόταν πως απλά σκόνταψε και να μην τον ακούω που παραπονιέται…. Τον μάλωσα, φυσικά! Μα ήταν φανερό πως τον είχε χτυπήσει!». Μια άλλη μαμά βρίσκει στο δωμάτιο του 4 ετών γιου της όλα τα παιχνίδια πεταμένα στο πάτωμα και σαν απάντηση στην ερώτηση ποιος το έκανε αυτό, παίρνει «η μπέμπα το έκανε μαμά». Ακολουθεί θυμός και πανικός… «Πώς μπορεί να το έκανε ένα μωρό 2 μηνών! Είσαι ψεύτης!». Μια γιαγιά ρωτάει την μικρή εγγονή της «έπλυνες τα χέρια σου πριν πάρεις κουλουράκι;», «ναι γιαγιά!» απαντάει η μικρή, αλλά δεν λέει αλήθεια και η γιαγιά το αντιλαμβάνεται από τα χώματα στο χέρια της μικρής…
Είμαι σίγουρη πως έχουμε όλοι πολλά παραδείγματα από τέτοια ψέματα, ίσως και από πολύ πιο σοβαρά, άλλα εξοργιστικά και άλλα πολύ αστεία. Στην προσπάθειά μας  να καθορίσουμε πότε το ψέμα είναι αποδεκτό, ανεκτό ή ακόμα και απαραίτητο κινδυνεύουμε να βουλιάξουμε στην σκοτεινή θάλασσα των ηθικών κρίσεων. Αν θέλουμε να δούμε το ψέμα από ψυχολογική σκοπιά θα πρέπει να απομακρυνθούμε από την αντίληψη που θέλει το αληθινό να είναι καλό και το ψεύτικο να είναι κακό. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πότε γεννιέται και γιατί εξελίσσεται η ανάγκη που μας ωθεί να καταφύγουμε στο ψέμα. Και φυσικά, πριν σπεύσουμε σαν σοφοί κριτές να βάλουμε κανόνες στα παιδιά μας, ας σκεφτούμε πρώτα εμείς τα ψεματάκια μας,μικρά και μεγάλα, κυρίως όταν απευθυνόμαστε σε εκείνα.
Υπάρχουν ψέματα που αραδιάζουμε στα παιδιά μας πεπεισμένοι ότι είναι καλύτερα να τα ξεγελάσουμε παρά να τα φορτώσουμε με μια αλήθεια που μπορεί και να μην καταλάβουν ή που μπορεί να τα βάλει σε προβληματισμό και έτσι να αρχίσει καταιγισμός ερωτήσεων στις οποίες δεν θα μπορούμε να ανταποκριθούμε εύκολα. Για ένα περίεργο λόγο, πιστεύουμε πως τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν και ότι δεν θυμούνται. Κι όμως, αν ανατρέξουμε στις παιδικές μας μνήμες, θα ανακαλύψουμε πως  καταλαβαίναμε και φυσικά θυμόμασταν τα πάντα…
Τα παιδιά είναι αθώα και εύπιστα, αλλά μαθαίνουν γρήγορα να αντιλαμβάνονται τα ψέματα και φυσικά να τα λένε. Αξιόπιστες έρευνες επιβεβαιώνουν πως  τα παιδιά που συνηθίζουν να λένε ψέματα προέρχονται κατά κύριο λόγο από οικογένειες που τρέφουν ελάχιστο σεβασμό για την αλήθεια. Τα ψέματα από τη μια προδίδουν την εμπιστοσύνη του παιδιού και από την άλλη δεν του παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Τα μούτρα, οι σιωπές, οι αναστεναγμοί και η ψυχρή ατμόσφαιρα μεταφέρουν πολύ περισσότερο άγχος από αυτό που θα προκαλούσε η αλήθεια από μόνη της. Το παιδί αγωνιά, αναρωτιέται και αναζητά εξηγήσεις για τη θλιβερή ατμόσφαιρα. Είτε πρόκειται για τσακωμό, για οικονομικές δυσκολίες, για πένθος  είναι σημαντικό να μην κρύβουμε την αλήθεια αλλά ούτε και να λέμε ψέματα. Να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως η ισορροπία υπάρχει μόνο όταν σεβόμαστε την πραγματικότητα και να μην ξεχνάμε πως πρέπει να τα βοηθήσουμε να εισαχθούν σε αυτήν.
Τα παιδιά μέχρι τα τέσσερα τους χρόνια είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν το πραγματικό από το φανταστικό, θυμώνουν με τη γωνία ενός επίπλου πάνω στην οποία χτύπησαν (και εδώ που τα λέμε και εμείς ως ενήλικες όταν χτυπάμε κάπου, ξυπνάμε το παιδί μέσα μας και βρίζουμε τα αντικείμενα), γιατί φταίει αυτό, ή δίνουν ανθρώπινη σκέψη και φωνή στο σκύλο. Για τα μικρά μας, οι έννοιες του χρόνου και του χώρου είναι αόριστες και μαγικές, είναι απόλυτα λογικό η Ωραία Κοιμωμένη να μένει στο κρεβάτι για εκατό χρόνια, τα χαλιά να πετάνε ή ακόμα τα ίδια να συζητάνε όλο το απόγευμα με τα αρκουδάκια τους! Χρειάζεται εξάσκηση και χρόνο για να αντιληφθούν την λεπτή διαφορά ανάμεσα στο ψέμα και στην αλήθεια, γι αυτό εκείνη την περίοδο το παιδί ασχολείται σταθερά με ερωτήματα που το βοηθούν να ξεχωρίσει τους δύο κόσμους. Το ψέμα για αυτά είναι μια στρατηγική για να προστατευτούν. Αυτή η στρατηγική σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείπεται, καθώς το παιδί αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση και δύναμη. Μέχρι αυτό το σημείο το ψέμα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανάπτυξης.
Μου έρχεται στο μυαλό η  Πίπη Φακιδομύτη, της Σουηδής συγγραφέως Astrid Lindgren, ένα παιδί ορφανό που ζει μόνο του σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι και που η ίδια έχει για σύνθημά της τη φράση «Φτιάχνω τον κόσμο μου όπως μου αρέσει να είναι». Θα μπορούσε να πει κανείς πως ζει μέσα σε ένα τεράστιο «ψέμα»: O πατέρας της είναι καπετάνιος κι έχει γίνει βασιλιάς μιας πρωτόγονης φυλής στις Νότιες Θάλασσες, η ίδια είναι τόσο δυνατή που μπορεί να σηκώσει ένα φορτηγό στα χέρια της και να νικήσει τους πιο επικίνδυνους ληστές και, επιπλέον, είναι πάρα πολύ πλούσια, γιατί ο μπαμπάς της της έχει αφήσει ένα σεντούκι γεμάτο χρυσά νομίσματα. Λυπάται, αισθάνεται μοναξιά, νοσταλγεί τους γονείς της, ζηλεύει τα άλλα παιδιά που έχουν πιο κανονικές ζωές, αλλά η χωρίς όρια φαντασία της τη βοηθά κάθε φορά να ξαναβρεί το δικό της νόημα και τη χαρά στη ζωή της όπως είναι. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τα παιδικά ψέματα από αυτόν της Lindgren.

Το πρώτο ψέμα που λέει ένα παιδί είναι μονολεκτικό, ένα απλό «όχι». Ενώ θα έπρεπε να πει «ναι». Η άρνησή του κρύβει τρεις βασικές ανάγκες.

  • Να αποφύγει την τιμωρίαΤο ψέμα από τα 2 ως 5 χρησιμοποιείται περισσότερο ως άρνηση της κακής πρόθεσης παρά ως άρνηση του γεγονότος αυτού καθαυτού. Είναι σαν να μας λέει  «έκανα κάτι κακό αλλά δεν είμαι ο ίδιος κακός».  
  • Να διαγράψει το σφάλμα του. Το ψέμα γίνεται ένα μέσο για να επανορθώσει το ανεπανόρθωτο. Επιμένοντας στην άρνηση ελπίζουν απεγνωσμένα ότι θα μπορέσουν να διαγράψουν ότι έγινε.  
  • Να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία του. Το παιδί ανακαλύπτει ότι έχει δική του σκέψη, μια προσωπική ταυτότητα, απαραβίαστη και μυστική από όλους. Πρόκειται για μια κρίσιμη φάση στην ανάπτυξη του Εγώ και της έννοιας του εαυτού και το ψέμα είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του μικρού μας ήρωα μιας και θα το χρησιμοποιήσει για να πατάξει την τυραννία της γονεϊκής  παντοδυναμίας.  Με το ψεματάκι του έχει ένα μυστικό αποκλειστικά δικό του!

Ως γονείς, τι καλούμαστε να κάνουμε μπροστά σε αυτά τα πρώτα ψεματάκια; Αρχικά είναι σημαντικό να μην αφήσουμε τον θυμό να μιλήσει για μας. Το να επιτεθούμε στο παιδί με καυστικά λόγια, αποκαλώντας το ψεύτη ή απειλώντας το με παραδειγματική τιμωρία δεν θα μας βοηθήσει σε τίποτα και φυσικά καθόλου το ίδιο το παιδί! Οι λέξεις μας αντί να το κάνουν να σκεφτεί είναι πιθανότερο να το ταπεινώσουν  και να το κάνουν να διαμορφώσει αρνητική ιδέα για τον εαυτό του. Υπάρχει κίνδυνος να το κάνουμε να πιστέψει πως δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ! Είναι σημαντικό

  • Να μην αποδοκιμάζουμε ευθέως την πράξη του παιδιού και να αναγνωρίζουμε το λόγο που το οδήγησε να χρησιμοποιήσει ένα ψέμα.
  • Να θυμόμαστε πως δεν είναι το παιδί κακό αλλά η συμπεριφορά του και αυτή αλλάζει!
  • Να επικεντρώνουμε τη συζήτησή μας σε αυτά που επιτρέπεται και δεν επιτρέπεται να κάνει και όχι στο ίδιο το παιδί.
  • Να ακούμε τα συναισθήματα και όχι τα ψέματα, και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως αυτό που βρίσκεται πίσω από τα πρώτα ψέματα είναι η αθωότητα του  και όχι η υποκρισία.
  • Να αποφεύγουμε την ανάκριση, όταν δεν είμαστε σίγουροι για τον δράστη κάποιου ατοπήματος. Το σημαντικό είναι να εδραιώσουμε εκ νέου και με αποφασιστικότητα  τον  κανόνα και όχι να βρούμε τον ένοχο! 

Και τέλος ο χρυσός κανόνας:

  • Να μην ξεχνάμε να πάρουμε λίγο χρόνο και να φέρουμε στο μυαλό μας τον μικρό Πινόκιο που ΟΛΟΙ κρύβουμε μέσα μας!

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος, ομαδική- οικογενειακή ψυχοθεραπευτρια. Θα τη βρείτε στο http://kaleidoskopiopsychis.blogspot.gr/  

Leave a Reply