Η Λουτσία Ντι Λαμμερμούρ, η σπουδαία όπερα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι, που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στην Εθνική Λυρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία της Βρετανίδας Κέιτι Μίτσελ, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια παράσταση για παιδιά. Όμως, της αξίζει μια θέση σε μια ιστοσελίδα για γονείς που διαβάζεται ως επί το πλείστον από γυναίκες, διότι παρουσιάζει με συγκλονιστικό τρόπο την τραγικότητα της γυναικείας φύσης, που εύκολα μπορεί να οδηγήσει στη τρέλα.
Η παράσταση βασίζεται σε ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, τη Νύφη των Λαμμερμούρ του σερ Ουώλτερ Σκοτ. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα της Λουτσίας για τον Εντγκάρντο του οίκου των Ρέιβενσγουντ, για τον οποίο ο αδερφός της λόρδος Ενρίκο Άστον αισθάνεται άσβεστο μίσος. Αποφασισμένος να αποτρέψει τη σχέση ο Ενρίκο οργανώνει τον γάμο της αδερφής του με τον Αρτούρο Μπάκλω. Την ώρα της τελετής καταφθάνει ο Εντγκάρντο, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση καταριέται τη Λουτσία. Εκείνη χάνει τα λογικά της, στη συνέχεια φονεύει τον Αρτούρο και καταρρέει. Πληροφορούμενος τον θάνατο της αγαπημένης του ο Εντγκάρντο αυτοκτονεί.
Στην τραγική κατάληξη της Λουτσίας, η δεξιοτεχνική γραφή καλείται να εκφράσει τρόμο και απόγνωση στο πλαίσιο μιας «σκηνής τρέλας», της διασημότερης στην ιστορία του λυρικού θεάτρου, που διακρίνεται από όλες όσες είχαν προηγηθεί και παραμένει μοναδική στο είδος της. Χάρη στην πρωτοποριακή δομή της ο συνθέτης ανιχνεύει σε εντυπωσιακό βάθος την ψυχολογία της ηρωίδας.
Η Λουτσία αποτέλεσε την πρώτη συνεργασία της σπουδαίας σκηνοθέτριας Κέιτι Μίτσελ με την Βασιλική Όπερα του Λονδίνου και μάλιστα σε συμπαραγωγή με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Η παράσταση έχει χαρακτηριστεί ως φεμινιστική, καθώς η σκηνοθέτης διεισδύει στον κόσμο των γυναικών του 19ου αιώνα και, χρησιμοποιώντας ψυχολογικό νατουραλισμό, βλέπει την πλοκή μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας. Ως αντίστιξη στον σκοτεινό ανδροκρατούμενο κόσμο του βορρά, όπως το φαντάστηκε ο σερ Ουώλτερ Σκοτ, η Μίτσελ φέρνει στο προσκήνιο τη γυναικεία οπτική και τοποθετεί το έργο συνολικά στο πλαίσιο της λογοτεχνίας της εποχής, στην ατμόσφαιρα έργων όπως τα έργα των αδελφών Μπροντέ.
Η Μίτσελ, σε συνεργασία με την κορυφαία βρετανίδα σκηνογράφο – ενδυματολόγο Βίκι Μόρτιμερ, προτείνει τη χρήση ενός -χωρισμένου στα δύο- σκηνικού χώρου, ο οποίος μας επιτρέπει να δούμε όχι μόνον όσα συμβαίνουν σε κάθε σκηνή της παράστασης, αλλά και γεγονότα τα οποία συμβαίνουν ταυτόχρονα, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, συμπληρώνοντας τα κενά. Με άλλα λόγια, η παράσταση δεν μας παρουσιάζει μονάχα την ιστορία όπως περιγράφεται στο λιμπρέτο της όπερας, αλλά το σύνολο αυτής, δηλαδή και τα γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλα δωμάτια, εν όσο ξετυλίγεται η γνωστή αφήγηση.
Η εξονυχιστική ματιά της Μίτσελ, όσον αφορά την ανταπόκριση των σωμάτων στα συναισθήματα, δημιουργεί μια καθηλωτική θεατρική εμπειρία. Επιπλέον, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στη δραματουργία της είναι ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεται με τους γυναικείους χαρακτήρες, αλλά και η ενσυνείδητη προσπάθειά της να μην αφήσει τις γυναίκες να εμφανίζονται αποκλειστικά ως θύματα. Σε αντίθεση με άλλα ανεβάσματα του έργου, τα οποία πολλές φορές παρουσιάζουν τη Λουτσία σαν ένα θύμα, ανδρείκελο στα χέρια του αδελφού, του συζύγου, του ιερέα, και του εραστή της, στην παράσταση της Μίτσελ η Λουτσία γίνεται μια γυναίκα της δράσης, που μεταμφιέζεται σε άνδρα προκειμένου να συναντηθεί κρυφά με τον εραστή της, που αψηφά τον αδελφό της και που συνωμοτεί με την καμαριέρα της, ώστε να δολοφονήσει τον μισητό σύζυγό της. Παραμένοντας θαρραλέα και πιστή στη δική της θέληση, η Λουτσία δίνει τέλος στη ζωή της, μια ζωή που συνεχώς βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των ανδρών.
Κατά τη γνώμη μου, το πιο συγκλονιστικό- και ίσως για κάποιους σοκαριστικό – στοιχείο της παράστασης ήταν η επιλογή της Μίτσελ να παρουσιάσει τη Λουτσία έγκυο, που αποβάλει υπό την πίεση των γεγονότων, καθώς παρασύρεται στην τρέλα. Η γυναίκα που θα γινόταν μια ευτυχισμένη μάνα, στο πλευρό του συντρόφου της, αλλά τελικά η πατριαρχική κοινωνία (και φυσικά ο ίδιος ο σύντροφός της, που δεν έκανε το βήμα να την πάρει μακριά, αλλά την άφησε βορά του αδελφού της που τη χρησιμοποίησε ως αντικείμενο) δεν της το επέτρεψε, χάνει το μωρό της και κυκλοφορεί στη σκηνή τρελαμένη και καταματωμένη για να θυμίζει κάθε στιγμή στα ανδρικά βλέμματα που την παρακολουθούν το πόσο μεγάλο πόνο της προξένησαν.
Θα σας πρότεινα να δείτε αυτή την εμβληματική παράσταση, ακόμα και αν δεν είστε φαν της Όπερας. Η σκηνοθεσία θα σας καθηλώσει, τα σκηνικά και τα κουστούμια εποχής θα σας εντυπωσιάσουν, η ιστορία θα σας συνεπάρει, οι ερμηνείες θα σας συγκλονίσουν, με κορυφαία αυτή της σοπράνο Χριστίνας Πουλίτση, η οποία αποθεώθηκε. Και θα αποτελέσει τροφή για σκέψη γιατί 200 χρόνια μετά, όσο και να έχουν προχωρήσει οι κοινωνίες, πιστέψτε με, υπάρχουν ακόμα χιλιάδες ευαίσθητες και εύθραυστες Λουτσίες-θύματα των ανδρών που θεωρούν ότι τις κατέχουν, είτε είναι πατεράδες, είτε αδελφοί, είτε σύντροφοι, είτε αφεντικά, είτε πνευματικοί καθοδηγητές. Υπάρχουν ακόμα γυναίκες που τρελαίνονται εξαιτίας των όσων τους επιφυλάσσει η ζωή. Υπάρχουν ακόμα γυναίκες που σκοτώνουν γιατί δεν αντέχουν. Υπάρχουν ακόμα γυναίκες που αυτοκτονούν γιατί δεν αντέχουν. Και βέβαια, υπάρχουν και άντρες, σαν τον Εντγκάρντο, που μπορεί να καταλάβουν τα λάθη τους, όταν θα είναι πια αργά… Ο νόμος του αρσενικού καλά κρατεί, ακόμα και τον 21ο αιώνα και είναι ευχής έργο που υπάρχουν τέτοιες παραστάσεις που μας αφυπνίζουν, γυναίκες και άντρες.
Γκαετάνο Ντονιτσέττι
Λουτσία ντι Λαμμερμούρ
Πληροφορίες και εισιτήρια εδώ