Όταν είπα για πρώτη φορά σε φίλους ότι είχα τελειώσει το καινούργιο μου βιβλίο, όπου είχα ξαναγράψει την Οδύσσεια του Ομήρου ως τρελή κωμωδία, οι περισσότεροι με κοίταξαν περίεργα. «Μήπως θεωρηθεί ιεροσυλία;» ήταν η βασική τους ανησυχία. Ως απάντηση, τους υπενθύμισα βασικά κομμάτια της Οδύσσειας και τους ρώτησα πόσο πιστευτά τους φαίνονταν. Η απάντησή τους ήταν: «Μα είναι έπος, μύθος, δεν χρειάζεται να είναι πιστευτά, γιατί ο Όμηρος θέλει να πει άλλα πράγματα μέσα από την ιστορία».
Μύθοι λοιπόν. Ζούμε σε μια εποχή που έχουμε λιγότερους ζωντανούς μύθους από ποτέ. Όλοι μάς βρομάνε, όλοι μάς ξινίζουν. Μπαίνεις στις σελίδες ανθρώπων με εκατομμύρια followers και διαβάζεις από κάτω ψόφους σε όλες τις γλώσσες. Ο λόγος γι’ αυτό, πέρα από την αθλιότητα, που πάντα υπήρχε και θα υπάρχει είναι ένας: πολλή πληροφορία.
Μαθαίνουμε από τα ΜΜΕ και από τα σόσιαλ μίντια υπερβολικά πολλά πράγματα –αλήθειες, ψέματα, αληθινά ψέματα– για υπερβολικά πολλούς ανθρώπους. Δεν έχουμε χρόνο ούτε να συγκρατήσουμε όλη αυτή την πληροφορία ούτε να συγκροτήσουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για κάποιον που αν ζούσαμε είκοσι χρόνια νωρίτερα μπορεί να θαυμάζαμε πολύ. Το μόνο που προλαβαίνουμε να συγκρατήσουμε είναι ότι όλοι έχουν τα σκοτάδια τους. Το μόνο που προλαβαίνουμε να καταλάβουμε είναι ότι όλοι μικραίνουν ως μεγέθη.
Αυτό που συμβαίνει με τον καταιγισμό της πληροφορίας είναι τραγικό.
Αυτό που συμβαίνει με τον καταιγισμό της πληροφορίας είναι υπέροχο.
Ας εξηγήσω τι εννοώ.
Όταν οι μύθοι καταρρίπτονται –όταν μαθαίνουμε κάτι άσχημο που έχουν κάνει τα πρόσωπα που θαυμάζαμε– γινόμαστε κυνικοί. «Σιγά τον σπουδαίο, κανείς τελικά δεν αξίζει πραγματικά», σκεφτόμαστε, άρα τίποτα το ιδανικό δεν υπάρχει, άρα τίποτα που να τραβάει την ύπαρξή μας προς τα πάνω για να την ανεβάσει επίπεδο δεν είναι αληθινό. Κι αφού κανείς δεν είναι καλύτερός μας, είμαστε μια χαρά εκεί που είμαστε, δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε περισσότερο. Αυτό είναι το τραγικό κομμάτι.
Όταν μαθαίνουμε τα πάντα για τους μύθους μας, όμως, συμβαίνουν δύο πράγματα ακόμα:
α) Κάποιοι μύθοι μένουν όρθιοι – δεν υπάρχει τίποτα σημαντικά αρνητικό εις βάρος τους. Και αυτοί οι μύθοι πλέον προκαλούν πραγματικό δέος.
β) Ακόμα και οι μύθοι που θα καταπέσουν, θα αποκαλύψουν πέφτοντας τα ελαττώματα του ανθρώπου πίσω από τον μύθο. Και η απώλεια του μύθου δεν είναι απαραίτητα καταστροφική, αν αλλάξουμε τον τρόπο που την κοιτάμε. Γιατί μας κάνει τα πρόσωπα αυτά πιο ανθρώπινα, άρα και πιο κατανοητά. Καταλαβαίνουμε πως μπορεί το φως να συνυπάρχει με το σκοτάδι και ότι εμείς μπορούμε να κρατήσουμε από τα πρόσωπα αυτά μόνο εκείνα για τα οποία τους θαυμάσαμε.
Όλα αυτά τα σκεφτόμουν πριν ξεκινήσω να γράφω την Οδύσσεια που μας κρύβουν. Και άρχισα να γράφω το βιβλίο όχι βέβαια για να αποδομήσω, μέσω της κωμωδίας, την αυθεντική Οδύσσεια και τους πρωταγωνιστές της, αλλά για να τους κάνω περισσότερο ανθρώπινους, άρα και τα λάθη τους πιο κατανοητά και – ίσως το σημαντικότερο – την ιστορία του Οδυσσέα πιο πιστευτή. Και πιο δίκαιη.
Χρειάζεται να γίνει η ιστορία του Οδυσσέα πιο πιστευτή; Σας δίνω ένα παράδειγμα και αφήνω την απάντηση σε σας: ένας βασιλιάς αφήνει γυναίκα και μωρό παιδί και το βασίλειό του και πηγαίνει να πολεμήσει επειδή ένας άλλος βασιλιάς έφαγε κέρατο. Παρόλο που βλέπει ότι οι αντίπαλοι δεν νικιούνται εύκολα, δεν φεύγει μέσα σε λίγους μήνες, αλλά μένει 10 χρόνια να πολεμάει μακριά από την πατρίδα του, πάντα για το θέμα του κέρατου του άλλου βασιλιά. Όταν οι Έλληνες νικούν, περνάει αδιανόητες περιπέτειες επί 3 χρόνια στη θάλασσα και καταλήγει μετά για 7 χρόνια σε ένα νησί παρέα με την πιο όμορφη νύμφη στον κόσμο, που τον θέλει σαν τρελή και τον υποχρεώνει παρά τη θέλησή του να κάνουν διαρκώς έρωτα, όμως εκείνος όταν τελειώνουν πηγαίνει στην ακρογιαλιά και κλαίει γιατί θυμάται την πατρίδα του και τη γυναίκα του που είχε παρατήσει επί 10 χρόνια για το κέρατο του Μενέλαου.
Χρειάζεται να γίνει η ιστορία της Οδύσσειας πιο δίκαιη; Όλες οι γυναίκες στην Οδύσσεια, από την Πηνελόπη ως την Κλυταιμνήστρα, αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως κατώτερα όντα που η δουλειά τους είναι να αποδέχονται τις βουλές των ανδρών τους, που κυμαίνονται από απαράδεκτες (εγκατάλειψη Πηνελόπης από Οδυσσέα) έως φρικιαστικές (όσα έκανε ο Αγαμέμνονας στην Κλυταιμνήστρα δεν τα χωράει ανθρώπου νους) και μάλιστα οι γυναίκες κρίνονται ως καλές ή άθλιες ανάλογα με το αν υφίστανται τα πάντα αγόγγυστα ή όχι.
Οι νέοι πάντα αμφισβητούσαν τους μεγαλύτερους, αλλά ποτέ τόσο όσο σήμερα, αφού έχουν τέτοια πρόσβαση στην πληροφορία που οι προηγούμενες γενιές δεν είχαν καν φανταστεί. Έτσι, οι μεγαλύτεροι δεν τους γεμίζουμε το μάτι, αφού το βασικό προσόν μας απέναντί τους, οι γνώσεις μας, βρίσκεται γι’ αυτούς ένα κλικ μακριά. Σε αυτές τις γενιές των νέων, που πλέον με το chatGPT μπορούν να έχουν έτοιμες ακόμα και εκθέσεις για οποιοδήποτε θέμα, ο μόνος τρόπος να τραβήξουμε την προσοχή είναι να τους δώσουμε μια νέα οπτική στα πράγματα – κάτι που καμία υπολογιστική μηχανή δεν μπορεί να τους προσφέρει. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν (σε τάξεις από τρίτη Γυμνασίου και πάνω) να διαβάζουν την Οδύσσεια παράλληλα με την Οδύσσεια που μας κρύβουν. Και, μέσα από το γέλιο και την ανθρώπινη παρουσίαση των ηρώων, ίσως όσα θέλει να πει ο Όμηρος να μπορούν να περάσουν καλύτερα σε όλους τους αναγνώστες και πολύ περισσότερο στους νέους.Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, Η Οδύσσεια που μας κρύβουν, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Δείτε περισσότερα στο www.polkoutsakis.com