ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Οι μπουκαμβίλιες ξεχύνονται, αγκαλιάζοντας τα κλαδιά του αμπελιού. Το φούξια χρώμα τους ανακατεύεται με το βαθύ μπλε του πελάγους. Λικνίζονται νωχελικά στον ρυθμό του ανέμου, πότε πότε οι ανθοί αφήνουν τα κλαριά τους και πέφτουν απαλά στη βεράντα, ακολουθώντας τον κυκλικό ρυθμό της ζωής. Βρίσκομαι στο νησί των παιδικών μου χρόνων, σε δύο ημέρες επιστρέφω στην Αθήνα. Από το μαγικό νησί της παιδικής ανεμελιάς, την Ικαρία μου, στην γκρίζα πόλη της ενήλικης πραγματικότητας.

Η κόρη μας ήταν μικρή όταν ήρθαμε εδώ την τελευταία φορά. Τα δυο χρόνια της πανδημίας δεν τολμήσαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι και να περάσουμε χρόνο στο όμορφο νησί μας. Φέτος όμως το αποφασίσαμε· και η μικρή μας, μεγάλη πια, τόσο μεγάλη ώστε να μπορεί να συνδεθεί με τον τόπο, απόλαυσε με όλες της τις αισθήσεις κάθε στιγμή εδώ. Μαζί της και εγώ. Κάναμε ως και σερφ!

Η δύσπεπτη επιστροφή

Και τώρα πως να πάω να μαζέψω τα πράγματα; Μια μικρή φωνούλα αναδύεται από τα έγκατα των παιδικών μου χρόνων και γαργαλά το αυτί μου: «Μείνε εδώ, μη φύγεις». Η κόρη μου κάθεται δίπλα μου, σαν να κατάλαβε τι συμβαίνει μέσα μου… «Μη στεναχωριέσαι, μαμά, θα έρθουμε πάλι του χρόνου». Της χαϊδεύω το κεφαλάκι και της χαμογελώ. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς αισθανόμουν στην ηλικία της, κάθε που έφευγα από το νησί. Θυμάμαι, όμως, πως καθώς μεγάλωνα γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αφήσω αυτό το μέρος.

Η κόρη μου είναι χαρούμενη, θα δει τους φίλους της και θα ξεκινήσει τις δραστηριότητές της. Δεν λέω, κι εγώ χαρούμενη είμαι, αλλά με έναν κόμπο στο στομάχι. Μεγαλώνοντας, η επιστροφή στην πόλη σηματοδοτεί την επιστροφή σε μια πραγματικότητα που κάπως ξεφεύγει από τον έλεγχο μου. Για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ δεν μπορείς να ελέγξεις τίποτα (πόσω μάλλον την ίδια την πραγματικότητα), αλλά όσο είσαι μικρός υπάρχει αυτή η ψευδαίσθηση.

Η αύρα της πόλης, ανακατεμένη με την καθημερινότητα και με την κούραση των δυο τελευταίων πανδημικών χρόνων, μαζί με την αβεβαιότητα του αύριο (που γίνεται όλο και πιο αντιληπτή καθώς μεγαλώνουμε) αποτελούν ένα μείγμα που καθιστά την  επιστροφή δύσπεπτη. Ουφ, και τώρα πώς; Πώς θα βρεθώ ξανά στη μεγάλη πόλη; Με ποιον τρόπο θα μπορούσα, άραγε, να επιβιώσω επιστρέφοντας; Υπάρχει τρόπος να πάρω μαζί μου λίγο από το καλοκαίρι; Υπάρχει, τέλος πάντων, κάποιου είδους οδηγός επιβίωσης για όσους επιστρέφουν;

Θησαυροί σε ένα κουτί

«Ας φτιάξουμε από ένα μαγικό κουτί!», αναφώνησα. Η κόρη μου με κοίταξε καλά καλά. «Πάμε, θα βρούμε αντικείμενα που κρατούν ζωντανή την ανάμνηση του καλοκαιριού και θα πάρουμε μαζί μας όσα χωράνε σε αυτά», είπα και της έδειξα δύο ξύλινα κουτιά, λίγο πιο μικρά από αντίστοιχα παιδικών παπουτσιών. Η μικρή συνέχισε να με κοιτά παραξενευμένη. «Θα σου εξηγήσω. Αν βάλουμε μέσα στα κουτιά πέτρες της θάλασσας, κλαράκια από τις μπουκαμβίλιες, φωτογραφίες από το καλοκαίρι μας και ίσως μια λίστα με όσα θα μπορούσαμε να κάνουμε τον χειμώνα ώστε να έρθει πιο γρήγορα το καλοκαίρι», έκανα παύση, «ίσως τότε να… έρθει πιο γρήγορα το καλοκαίρι».

Η μικρή μού χαμογέλασε με συμπάθεια. Ο χρόνος εκτείνεται με άλλη ταχύτητα για εμάς, του μεγάλους, και με άλλη για τα παιδιά. Δεν έχουν ξεκάθαρη την αίσθηση του χρόνου και της μονιμότητας, αλλά ανακουφίζονται πολύ πιο εύκολα αν υπάρχει κάτι να τους τραβήξει την προσοχή μακριά από αυτό που πονάει. Αν εμείς δεν τα καταφέρνουμε με τη ματαίωση, τη θλίψη και την αναμονή, τότε θα δυσκολευτούν να τα καταφέρουν και εκείνα μεγαλώνοντας. Είναι σημαντικό να κατακτήσουν τα μέσα, να χρησιμοποιούν τη φαντασία, ώστε να μετατρέπουν τα δύσκολα συναισθήματα σε δημιουργικότητα.

Ξεκινήσαμε, λοιπόν, κάτι σαν κυνήγι θησαυρού. Εγώ γέμισα το κουτί μου με βότσαλα και κλαδάκια από άγρια βοτάνια που φυτρώνουν στα γύρω χωράφια, έβαλα μέσα και δύο φωτογραφίες, μια παλιά, όπου είμαι με τη γιαγιά και τον παππού μου στη βεράντα, και μια καινούργια, την κόρη μου με τη γιαγιά και τον παππού της στο ίδιο σημείο. Κάθισα στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και κοίταξα το πέλαγος, έκλεισα τα μάτια, προσπάθησα να κρύψω μέσα μου το μεγαλείο. Αποφάσισα να εμπιστευτώ τη μνήμη μου και να ηρεμήσω μέσα μου. Το νησί δεν θα φύγει από εδώ, ούτε από τον χάρτη, αλλά ούτε και από την ψυχή μου.

Η κόρη μου πλησίασε με το κουτί της και με ένα άδειο μικρό μπουκάλι, με την ετικέτα της ικαριώτικης λεμονάδας. Μου έδειξε το κουτί της. Είχε μέσα τρία κοχύλια (όπως μου εξήγησε αργότερα το κάθε ένα θα είναι κι από μια φωλιά και όταν θα θέλουμε να κρυφτούμε από τον χειμώνα θα μπαίνουμε νοητά μέσα), ένα βότσαλο, ένα ξυλάκι από παγωτό, έναν βόλο και ένα κομματάκι ξεφτισμένο ύφασμα. «Το μπουκαλάκι δεν χωράει στο κουτί», μου είπε με παράπονο. «Το χρειάζεσαι οπωσδήποτε το μπουκαλάκι;» ρώτησα με αφέλεια! «Μαμά! Αυτό είναι το πιο σημαντικό, μου έδωσε την ιδέα ο μπαμπάς. Το γέμισα με ικαριώτικο αέρα. Έτσι, όταν χρειάζεται, θα εισπνέω λίγο και θα γεμίζει τα πνευμόνια μου με καλοκαίρι». «Ω, φοβερή ιδέα, μήπως να πάρω κι εγώ ένα μπουκαλάκι; Θα μου έκανε καλό λίγος καλοκαιρινός αέρας πού και πού». Γέλασε παιχνιδιάρικα, της άρεσε να κάνουμε τέτοια παιχνίδια γεμάτα φαντασία. Γέλασα και εγώ.

Έπειτα ακολούθησε σιωπή και από τις δύο. Μείναμε έτσι, πλάι πλάι, να κοιτάμε τη θάλασσα ως το τέλος του ορίζοντα. Έμοιαζε να ξεχύνεται στην άκρη της γης… «Ξέρεις κάτι μαμά;» ακούστηκε η φωνούλα της, «εγώ δεν χρειάζομαι λίστα για να ξαναέρθει το καλοκαίρι μου, είναι πάντα καλοκαίρι όταν σας έχω και κάνουμε όμορφα πράγματα, κάνει καλοκαίρι μέσα μου πάντα όταν είμαστε μαζί…»

Να, λοιπόν, ο οδηγός επιβίωσής μου, κάθεται δίπλα μου και κοιτά μπροστά. Δεν έχω παρά να κάνω αυτό, να φροντίζω εκείνη και εμάς, να κάνουμε όμορφα πράγματα και να καταστρώνουμε σχέδια για τις επόμενες καλοκαιρινές, και όχι μόνο, εξορμήσεις μας… Καλού κακού, ας γεμίσω και δυο τρία μπουκαλάκια με καλοκαιρινό αεράκι… Ποτέ δεν ξέρεις! Καλή μας επιστροφή, απ’ όπου κι αν επιστρέφουμε.

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια. 

Leave a Reply