ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ

ποίησηΣτις 21 Μαρτίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Και στις 25 Μαρτίου, 200 χρόνια μετά, την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα, τον φετινό Μάρτη κλείνουμε ένα χρόνο πελαγοδρομώντας, εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού, σε μια καθ’ όλα μη κανονική ζωή. Είμαστε κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά, οι δρόμοι μυρίζουν εκνευρισμό, αρνητισμό, απογοήτευση, μοναξιά, ακόμη και ωμή βία. Χρειαζόμαστε όσο ποτέ ένα χέρι βοήθειας, ένα λόγο παρηγοριάς, ένα εμβόλιο ίασης, ελπίδας και πίστης ότι τελικά το Καλό θα επικρατήσει μέσα μας και γύρω μας και ότι η αρρώστια θα νικηθεί. Από τι θα πιαστούμε για να κρατηθούμε; Κάποιοι επιλέγουμε να απαντήσουμε στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα με τους αλάνθαστους τρόπους της Παιδείας, της Τέχνης, του Πολιτισμού. Μέσα σε ποιες συνθήκες, όμως;

Η σχέση μας με τον εαυτό μας, με τη γλώσσα μας, με τον τόπο μας και τους συνανθρώπους μας έχει πάψει πια να είναι αυτή που ήταν στο παρελθόν. Ο τρόπος που επικοινωνούμε και σχετιζόμαστε έχει αλλάξει ριζικά. Η εικόνα έχει εισβάλει καταλυτικά στη ζωή μας μέσω των νέων τεχνολογιών, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Χείμαρροι εικόνων και πληροφοριών κατακλύζουν την καθημερινότητά μας μέσα από τις κάθε λογής οθόνες. Πώς να εκφραστούν και πως ν’ αντισταθούν σε αυτόν τον καταιγισμό οι «παραδοσιακοί» τρόποι της Παιδείας, της Τέχνης, του Πολιτισμού;

Ανέκαθεν κάποιοι θεωρούσαν την ποίηση ευγενές σπορ, είδος πολυτελείας που απευθύνεται σε λίγους και εκλεκτούς, στις πνευματικές -και όχι μόνο- ελίτ. Στον αντίποδα, κάποιοι άλλοι την προσεγγίζουν απαξιωτικά χαρακτηρίζοντας τους ποιητές «λαπάδες», ή εμφανίζοντάς τους ως φαιδρές καρικατούρες και ποιητές Φανφάρες. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Για τη συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας η ποίηση αποτελεί κάτι το εξωτικό, είναι δύσκολη, είναι περιττή. Σιγά που μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Ποιος διαβάζει πια ποίηση; Πόσοι εκδίδουν πια ποίηση; Αν και είμαστε λαός πολυγραφότατος -όλοι κάτι γράφουν αν τους ρωτήσεις- συχνότερα θα αποκαλέσουμε ποίημα στην καθημερινότητά μας ένα ζουμερό…σουφλέ, παρά την «Άρνηση» του Σεφέρη. Θα ρωτήσουν τους εφήβους μας στα ρεπορτάζ του δρόμου ποιος έγραψε τον «Ερωτόκριτο» και θα απαντήσουν με σκερτσόζικη βεβαιότητα το όνομα κάποιου αοιδού των νυχτερινών κέντρων. Θα ζητηθεί από τους παίκτες στα τηλεπαιχνίδια να αναγνωρίσουν από ποιο έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι μερικοί εμβληματικοί του στίχοι και εκείνοι θα μείνουν άλαλοι και συνοφρυωμένοι μπροστά στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».

Οι μικροί μαθητές μου στο σχολείο ξαφνιάζονται όταν τους βάζω ν’ ακούσουν το «Κυκλάμινο» του Ρίτσου, το «Γεια σου κύριε Μενεξέ» του Ελύτη, ή το «Βάρκα στο γιαλό» του Θεοδωράκη. Τόσο εκείνοι όσο και οι γονείς τους δεν έχουν τέτοια ακούσματα πια. «Μα διδάσκετε ποίηση στα μικρά παιδιά; Μπορούν να την καταλάβουν;», με ρωτούν άλλοτε εντυπωσιασμένοι και άλλοτε καχύποπτοι.

Κι όμως. Τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν τα πάντα. Αρκεί να σταθείς στο ύψος τους, να τα κοιτάξεις στα μάτια και να τους (απο)δείξεις πόση ομορφιά, πόση αλήθεια, πόσα συναισθήματα, πόσες ιδέες, πόσες ποιότητες, πόσα βιώματα, πόση ιστορία κατοικεί μέσα στα ποιήματα. Πόσο τ’ αγαπάς και πόσο έχουν αλλάξει κι εμπλουτίσει τη ζωή σου. Αλλά πάντα με την αλήθεια σου, με το δικό σου δημιουργικό τρόπο. Χωρίς πόζες, χωρίς διδακτισμό, χωρίς επιβολή και καταναγκασμό. Τρόπο θέλει η ποίηση. Αγάπη, φαντασία κι ελευθερία. Όπως κάθε τι ουσιαστικό στη ζωή μας. Και μεράκι και πάθος για το Ωραίο, γι’ αυτό που έχει Ήθος και Νόημα.

Αν δεν μπορεί η διαχρονικά άσβεστη εστία της οικογένειας και η δεκατετράχρονη πλέον περιπέτεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο ν’ αλλάξει τα πράγματα, να πιστέψει και να καλλιεργήσει τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου, να μας βοηθήσει να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά και να ξαναγίνουμε οι Ποιητές της ζωής μας, δεν θα το μπορέσει κανείς. Το ερώτημα είναι αν το θέλουμε, αν το πιστεύουμε και αν θα το επιτρέψουμε στον εαυτό μας και στα παιδιά μας. Αν θα το διεκδικήσουμε σταθερά, δυναμικά, κόσμια. Πώς θα δουλέψουμε με τον εαυτό μας ώστε να αποκτήσουμε τα πνευματικά και ψυχικά εφόδια και τις δεξιότητες που απαιτούνται, ώστε να γίνουμε οι εμπνευσμένοι δημιουργοί και οι αντάξιοι συνεχιστές του. Ποιοι θα επιλέξουμε να είμαστε ως γονείς. Με ποιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς και σε ποια σχολεία θα το επιχειρήσουμε ως υπεύθυνη και οργανωμένη Πολιτεία.

Το θέμα έχει πολλές διαστάσεις, ρίζα, κορμό, κλαδιά, φλέβες και ψυχή. Και είναι πρωτίστως πολιτικό. Συνοψίζεται σε μία και μόνο λέξη, που από μόνη της είναι ποίηση: τη λέξη «όραμα». Αν υπάρχει όραμα, βρίσκουμε και τους τρόπους πραγμάτωσής του. Ακόμη και στην κυνική, «ανθρωπόκαινο» εποχή μας, κατά τους παράξενους χρόνους της πανδημίας του κορονοϊού.  

Η Εύη Τσιτιρίδου-Χριστοφορίδου είναι Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας, M.A.-Cultural Management. Μπορείτε να τη γνωρίσετε στο νέο διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα “Ποίηση και Δημιουργική έκφραση”, που διοργανώνει από τις 20 Μαρτίου.
Ε-mail: evitsitiridou@gmail.com
Blog: www.evitsitiridou.me/
www.facebook.com/evi.tsitiridou 

Leave a Reply