ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

2Το Χτίζοντας ταυτότητα, του δρα Αθανάσιου Αλεξανδρίδη, είναι το τρίτο βιβλίο της σειράς «Σχολή Ανήσυχων Γονέων» (εκδόσεις Ίκαρος). Προηγήθηκαν τα εξαιρετικά Παιδικοί έρωτες και Παιδικοί φόβοι, που ως σήμερα έχουν καθοδηγήσει χιλιάδες γονείς, μεταξύ των οποίων και εμένα, να αντιληφθούν χωρίς ιδεολογικούς ή άλλους φραγμούς, τα θέματα που τους απασχολούν καθημερινά, μεγαλώνοντας παιδιά. Το βιβλίο αυτό συζητά τα θέματα της παιδικής κατάστασης και της οικογενειακής λειτουργίας μέσα σε μια ρευστή κοινωνική πραγματικότητα, ενώ παράλληλα επιχειρεί να προσφέρει γνώσεις και δρόμους σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να υποστηριχτεί το χτίσιμο της ταυτότητας του παιδιού, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τόσο της οικογένειας όσο και της κοινωνίας, χωρίς, όμως, να είναι ένας επιδερμικός ρόλος, αλλά μια ταυτότητα ριζωμένη στον βαθύ και πραγματικό εαυτό του.

Ο συγγραφέας εξηγεί καταρχάς ότι η πορεία για την αναγνώριση των ζητημάτων του παιδιού μπορεί να είναι παραγωγική µόνο αν περνά μέσα από την αναγνώριση του τι αυτά τα ζητήματα ανακαλούν και προκαλούν στους γονείς. Αυτό είναι που ορίζει και τη στάση ημών των γονέων απέναντι στην αναδυόμενη προσωπικότητα του παιδιού μας. Στα πέντε κεφάλαια του βιβλίου, που προέκυψε μέσα από τις συζητήσεις του Αλεξανδρίδη με ομάδα γονέων (άρα μέσα από τις ανησυχίες των γονέων), αναπτύσσεται το πώς δημιουργείται η ταυτότητα κάτω από την επίδραση των συνειδητών και ασυνείδητων επιθυμιών των γονέων, των καταγωγικών μύθων της οικογένειας και φυσικά των επιταγών των κοινωνικών θεσμών. Συζητείται επίσης το πώς η ταυτότητα δεν γίνεται ένας ψεύτικος Εαυτός ή ένας ρόλος, αλλά ένας διαρκώς και δυναμικά μεταβαλλόμενος σχηματισμός, ο οποίος ανήκει και στον Εαυτό και στους άλλους, χωρίς δυσφορία. Εξηγείται το πώς χτίζονται η αυτοεκτίμηση, η αυτοπεποίθηση και η ψυχική ανθεκτικότητα του παιδιού παράλληλα µε αυτή των γονέων, σε µια κοινή και συγχρόνως εξατομικευμένη πορεία προς αναζήτηση του νοήματος, της επιτυχίας και, ει δυνατόν, της ευτυχίας.

Τι είναι ταυτότητα;

Το θέμα της ταυτότητας απασχολεί, σύμφωνα με τον Αλεξανδρίδη, το κάθε άτομο αρχικά στο δικό του υπαρξιακό επίπεδο, που είναι η οικογένειά του. Ποια είναι η ταυτότητά μου; Ποια είναι η ταυτότητα του κάθε μέλους της οικογένειας χωριστά; Τι ταυτότητα διαμορφώνουν τα μέλη της οικογένειας; Υπάρχει ταυτότητα οικογένειας; Είναι ήπια ή βίαιη η αποδοχή της; Πρόκειται για ενδοοικογενειακή ταυτότητα αποκλειστικά για εσωτερική χρήση; Ποια η οικογενειακή ταυτότητα προς εξωτερική χρήση; Πώς υπερασπίζεται ή προδίδει κανείς αυτή την ταυτότητα; Τα παραπάνω ερωτήματα δεν τα είχα υποβάλει ποτέ, τουλάχιστον συνειδητά, στον εαυτό μου, μέχρι που διάβασα το βιβλίο. Και όταν κλήθηκα να μου απαντήσω, εξεπλάγην από τις απαντήσεις που μου έδωσα. Μπήκα σε μια διαδικασία αυτό-ανάλυσης και έπειτα προσπάθησα να συζητήσω λίγο και με τα παιδιά μου, αναφορικά με το πώς αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους μέσα στην οικογένειά μας, τόσο τη στενή όσο και την ευρύτερη. Κι έπειτα, συνεχίζοντας την ανάγνωση, ήρθα αντιμέτωπη με άλλες δυο έννοιες-κλειδιά, άμεσα σχετιζόμενες με την ταυτότητα: Με τον ρόλο και τον χαρακτήρα.

Ποιος ή μάλλον ποιοι είναι οι ρόλοι που καλούμαι εγώ να παίξω καθημερινά για τις ανάγκες της λειτουργίας των ομάδων στις οποίες είμαι ενταγμένη; Ποιοι είναι οι ρόλοι που παίζει ο σύντροφός μου και πατέρας των παιδιών μου; Αντίστοιχα, ποιοι είναι οι ρόλοι που παίζουν καθημερινά τα παιδιά μας στο σπίτι, στο σχολείο, στις εξωσχολικές τους δραστηριότητες, στην κοινωνική τους ζωή; Οι ρόλοι που όλοι μας αποκτάμε μέσα από τις διάφορες κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι σταθεροί ή μεταβλητοί; Και πόσο επηρεάζεται το ποιοι τελικά είμαστε από τον χαρακτήρα μας;

Ο Αλεξανδρίδης γράφει –και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη- ότι κυρίως οι γονείς προς τα παιδιά, αλλά και οι περισσότεροι ενήλικες προς όλους όσους συναναστρεφόμαστε, έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι ο χαρακτήρας είναι άκαμπτος και διαφεύγει από τη βούληση, τη συνείδηση, την επιλογή. Τον τοποθετούμε, δηλαδή, σε μια βάση βιολογική. Πόσες φορές δεν έχουμε πει για τα παιδιά μας π.χ. ότι έχουν «διαφορετικό χαρακτήρα, αν και μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο» ή για κάποιον γνωστό μας ότι είναι «παλιοχαρακτήρας» ή για κάποιον άλλο ότι «δεν μας ταιριάζει ο χαρακτήρας του»; Και με αυτή την πεποίθηση, του χαρακτήρα ως βιολογικού κεκτημένου, τελικά αιτιολογούμε ή ακόμα και προ-κρίνουμε συμπεριφορές. Στο σημείο αυτό, μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, έρχεται να κουμπώσει και η γενεαλογία: «Ο γιος μου είναι κλειστός σαν τον πατέρα του», «η κόρη μου έχει τσαγανό σαν εμένα» και η ιστορία πηγαίνει γενιές πίσω, με παππούδες και γιαγιάδες να έχουν (;) κληροδοτήσει θετικά και αρνητικά σε παιδιά και εγγόνια, συνήθως τα θετικά οι πρόγονοι του δικού μας σογιού, ενώ τα αρνητικά οι πρόγονοι του σογιού του ή της συντρόφου μας.

Η προσωπικότητα, πάλι, συγχέεται με την ταυτότητα, όμως ορίζεται ως το σύνολο των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου, είτε ο άνθρωπος αυτός τις αναγνωρίζει ως δικές του είτε όχι… Η μεγάλη διαφορά, δηλαδή, μεταξύ ταυτότητας και προσωπικότητας είναι ότι η ταυτότητα είναι ενδοψυχική, εκφέρεται μόνο από εμάς τους ίδιους και μόνο εμείς οι ίδιοι αναγνωριζόμαστε μέσα σε αυτήν, ενώ η προσωπικότητα ορίζεται διαφορετικά από εμάς και διαφορετικά από τους γύρω μας.

Αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση

Αυτό που περισσότερο με ενδιέφερε ως μητέρα διαβάζοντας το βιβλίο, πλην των δικών μου προσωπικών αναζητήσεων περί ρόλων, χαρακτήρων και προσωπικοτήτων, ήταν οι έννοιες της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης, δυο παρεμφερών και συχνά συγχεόμενων όρων, στοιχείων της εκάστοτε ταυτότητας, που θα ήθελα να αποκτήσουν τα παιδιά μου. Προσοχή, όμως: Η αυτοπεποίθηση δεν συνεπάγεται και αυτοεκτίμηση.

Το υπόβαθρο της αυτοεκτίμησης εγκαθίσταται μέσα από την πρώιμη γονική σχέση με το μωρό και προηγείται της λογικής, της λογικής είτε του ατόμου είτε των γονέων του. Η βάση για την πρωτόγονη αυτή αυτοεκτίμηση είναι θεμελιώδης, γιατί –σύμφωνα με τον Αλεξανδρίδη– αν το άτομο δεν την έχει, μπορεί να βρεθεί μελλοντικά σε πολύ μεγάλη κρίση. Αλλά και πάλι προσοχή: Οι γονείς που προβάλλουν μια θετική αίσθηση στο παιδί τους σε υπερβολικό βαθμό μπορεί να του καλλιεργήσουν μια υπερβολική αίσθηση αυτοεκτίμησης και αρρωστημένου ναρκισσισμού.

Η αυτοπεποίθηση, με τη σειρά της, αρχίζει για το παιδί ως αντικείμενο των προβολών και των επενδύσεων των γονιών του. Αν το παιδί εκκινεί από μια κάπως καλή ναρκισσική θέση και βρισκόμενο σε τριβή με τον έξω κόσμο, θα αρχίσει σταδιακά να αποκτά δεξιότητες. Η αυτοπεποίθηση, δηλαδή η πεποίθησή του ότι έχει ικανότητες, στηρίζεται στο κατά πόσο οι δεξιότητες αυτές δείχνουν ότι το παιδί μπορεί να παρεμβαίνει στον έξω κόσμο με τρόπους συμβατούς, αρμονικούς και ικανούς να δίνουν αποτελέσματα. Όσο μεγαλώνουν οι ικανότητες αυτές, τόσο η αυτοπεποίθηση εδραιώνεται, μεγαλώνει και σταδιακά αυτονομείται από τη γονική αναγνώριση. Αυτό που μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να αποκτήσει και αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση είναι το να του δίνεται χρόνος από τον γονιό ώστε να κάνουν πράγματα μαζί και το να βοηθάει ο γονιός το παιδί να εμπιστευτεί αρχικά τη δυάδα κι έπειτα την τριάδα, την τετράδα, την ομάδα…

Πώς θα διακρίνουμε αν το παιδί μας έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση ή/και χαμηλή αυτοπεποίθηση; Ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση παρουσιάζει αρνητικότητα απέναντι στα πράγματα που του προτείνονται, διατηρεί μια σταθερά παθητική αρνητική στάση, έναν δισταγμό. Ακόμα η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να εκδηλωθεί με διατροφικές διαταραχές, με άγχος, με θλίψη, με εφιάλτες, με δυσκολίες στον ύπνο, με γκρίνια και υπερβολική, στα όρια του παραλόγου, ζήλια. Τέλος, ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν είναι ευχαριστημένο από τον εαυτό του και ζητά πολύ συχνά επιβεβαίωση.

Από την άλλη, ένα παιδί με χαμηλή αυτοπεποίθηση, ακόμα κι αν είναι πολύ ικανό, ενδέχεται να ζητά κι αυτό διαρκή επιβεβαίωση. Ακόμα, πιθανόν δεν θα παίρνει πρωτοβουλίες, θα είναι διστακτικό και επιφυλακτικό, αν και (ξέρει ότι) μπορεί να τα καταφέρει. Πάντως, η αυτοεκτίμηση είναι μια συνθήκη πιο θεμελιώδης από την αυτοπεποίθηση, γιατί είναι βαθιά ριζωμένη στις εσωτερικές λειτουργίες, πρωτόγονη, όπως προαναφέρθηκε. Γι’ αυτό, όπως εξηγεί ο Αλεξανδρίδης, αν δεν κρατάει καλά, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αποτυχία τόσο την αυτοπεποίθηση όσο και την επιτυχημένη χρήση των ικανοτήτων του παιδιού.

Ψυχική ανθεκτικότητα

Μετά την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση, ο Αλεξανδρίδης εξετάζει το θέμα της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών έναντι των διαφόρων καταστάσεων που δημιουργούνται στον εξωτερικό χώρο ή μέσα στην οικογένειά τους ή στον προσωπικό κόσμο τους. Τι μπορεί να κάνει ένα παιδί ψυχικά ανθεκτικό ή όχι; Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική: Μπορούν να παίξουν ρόλο (θετικό ή αρνητικό) οι εμπειρίες, η ευφυΐα, η άγνοια, οι συναισθηματικοί δεσμοί που έχει, ο έρωτας, η καταγωγή, η γενεαλογία, η ιστορία μας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ακόλουθο: Η ικανότητα, συνειδητή και ασυνείδητη, ενός ατόμου να τροποποιεί την ιστορία του, ώστε να ταιριάζει με την παρούσα κατάστασή του, αποτελεί σημαντική παράμετρο για την ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας. Ή αντιστρόφως, η ψυχική αντοχή εδράζεται στην ικανότητα που έχει το άτομο να τροποποιεί αναδρομικά την ιστορία του· όχι απαραίτητα να κάνει μεγάλες ανακατασκευές, όσο να αλλάζει τις αποχρώσεις της αφήγησής τους.

Φυσικά, ιδιαίτερη σημασία έχει και η οικογένεια μέσα στην οποία μεγαλώνει ένα παιδί. Ένα μεγάλο θέμα είναι το φύλο του. Αντιμετωπίζει η οικογένεια τα δυο φύλα ως ισότιμα και με τις ίδιες προοπτικές στη ζωή; Ποιες προσδοκίες έχουν από τα αγόρια και ποιες από τα κορίτσια; Ο Αλεξανδρίδης γράφει ότι όσο «μοντέρνους» κι αν θεωρούμε τους εαυτούς μας, οι υποβόσκουσες απόψεις και συμπεριφορές που ναι μεν αντιλαμβάνονται τα κορίτσια ως ισότιμα με τα αγόρια, αλλά ταυτόχρονα τα αντιμετωπίζουν ως το φύλο που θα προσφέρει πιο πολλά, το φύλο που θα δουλεύει πιο πολύ, το φύλο που θα έχει περισσότερες υποχρεώσεις και λιγότερες απολαβές, δίνουν στα κορίτσια την αίσθηση ότι θα πρέπει να τρέξουν πιο γρήγορα ώστε να έχουν μέσα στην οικογένεια τη θέση που εύκολα δίνεται στο αγόρι. Κι έτσι προτείνει το εξής: Το προαναφερθέν να είναι συνειδητό στους γονείς και ταυτόχρονα να συζητιέται ανοιχτά μέσα στην οικογένεια. Ότι, δηλαδή, είναι κάτι που συμβαίνει έξω, ίσως ακόμα και μέσα στο σπίτι τους. Με τον τρόπο αυτό, και τα κορίτσια θα γίνουν πιο υποψιασμένα και πιο ανθεκτικά, αλλά και τα αγόρια θα αρχίσουν να αλλάζουν σταδιακά νοοτροπία και να σέβονται περισσότερο τις αδελφές τους, τις φίλες τους, τις μελλοντικές συντρόφους τους. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σημαντικό τμήμα της ελληνικής επαρχίας συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα κορίτσια ως κατώτερα των αγοριών. Η Ελλάδα, ως κοινωνία, είναι δύο ή και τριών ταχυτήτων… Το μοντέλο αυτό δεν θα πάψει να ισχύει αν δεν σπάσει κάποιος την αλυσίδα, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο.

Η ψυχική ανθεκτικότητα, όμως, δεν χτίζεται μόνο στο σπίτι. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει και το σχολείο και η συναναστροφή με τα άλλα παιδιά. Σύμφωνα με τον Αλεξανδρίδη, τα παιδιά πρέπει να πάνε από νωρίς σε σταθμό, μια και οι παιδαγωγοί μπορούν να διαχειριστούν την ευαλωτότητα, τα «ελλείμματα» του κάθε «μαθητή» και να ενισχύσουν την ψυχική ανθεκτικότητά του. Ναι, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να παίξουν έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Πρέπει να ενισχύσουν τα παιδιά που δεν είναι ικανά να διεκδικούν και να παίρνουν και να τους διδάξουν τα δικαιώματά τους.

Τέλος, γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουν να αφήσουν στα παιδιά έναν δικό τους, ιδιωτικό χώρο, αλλά να είναι έτοιμοι να επέμβουν και να μεσολαβήσουν σε δύσκολες καταστάσεις, όταν δουν το παιδί να ζορίζεται, πάντα, όμως, σεβόμενοι το πλαίσιο των καταστάσεων αυτών. Με άλλα λόγια, η ψυχική ανθεκτικότητα δομείται επίσης πάνω στο να μάθει κανείς να χρησιμοποιεί τη λειτουργία των ομάδων στις οποίες ανήκει, δηλαδή των θεσμών. Ακόμα, η ψυχική ανθεκτικότητα ενισχύεται από τη δουλειά που κάνει η οικογένεια και το σχολείο όσον αφορά το σώμα των παιδιών. Πρέπει, δηλαδή, να μάθουν να έχουν ένα σώμα υγιές, να το αποδέχονται και να το χρησιμοποιούν ως μέσο παρουσίασης και έκφρασής τους. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί –και οι γονείς να το προσέξουμε–  το γεγονός ότι ο σύγχρονος τρόπος χρήσης του διαδικτύου ελαττώνει την ψυχική ανθεκτικότητα των παιδιών, κυρίως λόγω του αισθήματος ότι καταφέρνουν πολλά, ενώ η πραγματικότητα είναι διαφορετική και ότι ένα ψυχικά ευάλωτο παιδί, που δεν μπορεί να απευθυνθεί στον γονέα ή στον δάσκαλό του, είναι συχνά θύμα μπούλινγκ. Αντίθετα, δηλαδή, με ότι φανταζόμαστε, το κριτήριο για την επιλογή του θύματος δεν είναι η εξωτερική του εμφάνιση, αλλά η απουσία εξωτερικού, άρα και ψυχικού στηρίγματος, κάτι που, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αλεξανδρίδης, οι ευφυείς διαστροφικοί θύτες το αντιλαμβάνονται.

9789605722807

Αθανάσιος ΑλεξανδρίδηςΣχολή ανήσυχων γονέων: Χτίζοντας ταυτότητα, εκδόσεις Ίκαρος

Leave a Reply