ΠΡΩΙΝΗ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ

Βουρκωμένη Δευτέρα και το γνωστό σκηνικό. Ξυπνητήρι, σύρσιμο από το κρεβάτι στο μπάνιο, ετοιμασία τσαντών για κάθε προορισμό, ξύπνημα παιδιών, ντύσιμο, πλύσιμο, γάλα, παπούτσια και έξω από την πόρτα.
Κατά την διάρκεια του πρωινού αγώνα σκυταλοδρομίας οι εναλλαγές συναισθημάτων και φάσεων μοιάζουν με τις 4 εποχές του Βιβάλντι.
Ήρεμο ξύπνημα με χάδια και φιλιά, κλωτσιές και μουρμουρητά “άσε με να κοιμηθώ” για απάντηση.
Χαδάκια που γίνονται γαργαλητά, τραγούδια και ρίμες για το ξύπνημα, νέα κλωτσοπατινάδα για επιβράβευση.
Και αφού τίποτα δεν πιάνει έρχεται η αντάρα “Σηκωθείτε γιατί ξεκινάει η τιμωρία” και αρχίζουν οι απειλές ανάλογα με το τι πονάει τον καθένα.
Και ξαφνικά έρχεται ο μπαμπάς (αμέτοχος μέχρι εκείνη την στιγμή) και χωρίς να μιλήσει, ανοίγουν μάτια, σηκώνονται κορμιά και χοροπηδάνε. ΓΙΑΤΙ;;;;
Γιατί, τα βλαστάρια σου ξέρουν τον πόλεμο νεύρων από την κούνια!
Γιατί παιδί = παιδεύω = βασανίζω, κατά κύριο λόγο τους γονείς και συγκεκριμένα την δόλια μάνα!
Κι εσύ που κάθε πρωί ξυπνάς με τις καλύτερες προθέσεις και διαθέσεις, είσαι έτοιμη να γίνεις τσουνάμι και να παρασύρει στο διάβα σου τα πάντα: παιδιά, σπίτι σύζυγο και ό,τι άλλο βρεθεί. Μάταια αναρωτιέσαι τι κάνεις λάθος. Είναι δεδομένο και αποδεδειγμένο άλλη η αντιμετώπιση της μαμάς και άλλη του μπαμπά. Το ένα είναι σιγουράκι και το άλλο μπόνους (όταν το βρίσκουν).
Οπότε είναι defacto πως όπως και να τα ξυπνήσεις, ό, τι και να τους κάνεις εσύ είσαι το σιγουράκι, η καβάτζα, η σταθερή αξία, που δεν αλλάζει αν είναι υπάκουα ή όχι, που δεν μειώνεται, δεν επηρεάζεται και προπάντων δεν μοιράζεται. Είσαι κάτι σαν τους τοίχους του σπιτιού, σαν την κατσαρόλα για το φαΐ, σαν την γλάστρα για το φυτό. Είναι εκεί και είναι απαραίτητα, αναντικατάστατα, καίριας σημασίας, αλλά κανείς δεν λέει ευχαριστώ στον τοίχο που στέκεται με την θύελλα και τον σεισμό, στην κατσαρόλα που καίγεται για ν μαγειρέψει το φαγητό, ή στην γλάστρα που μεγαλώνει το φυτό. Είναι στην θέση τους, τηρείται η τάξη του σύμπαντος αλλά μέχρι εκεί. Υποχρέωση, άγραφοι νόμοι και κανόνες, dna, ανάγκη, ένστικτο; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι μπορεί να σηκώνω ντεσιμπέλ στην φωνή μου για να επιβληθώ, να σιέται το σπίτι, μα όταν έρθει ο γιός μου ή η κόρη μου και μου πουν: “μαμά, εγώ σ’ αγαπώ” γίνομαι λιώμα.
Και η ερώτηση που σπάει κόκαλα: “όταν φωνάζεις, ακόμα μας αγαπάς;”
ΝΑΙ, ζηλεύω που ο μπαμπάς απολαμβάνει την αγάπη σας χωρίς να κουράζεται.
ΝΑΙ, με πειράζει που τρέχετε σε αυτόν και με αφήνετε πίσω σύξυλη.
Αλλά θα είμαι πάντα το σιγουράκι σας, το σημείο αναφοράς,
Θα είμαι εκεί και όταν θέλετε και όταν δεν θέλετε
Για να φιλήσω, να αγκαλιάσω, να μαλώσω, να επιβραβεύσω, να ακούσω, να θεραπεύσω, να φροντίσω, να κακομάθω, να παρηγορήσω,να βοηθήσω,να καλύψω όλες τις ανάγκες και να ακούσω όλες τις επιθυμίες.
Δεν πειράζει, εκτός από τον Λεωνίδα χάθηκαν άλλοι 300 αλλά κανείς δεν ξέρει τα ονόματά τους. Θα είμαι πάντα ο αφανής ήρωας της ζωής σας, στο περιθώριο, ο φύλακας άγγελος.
Κι αν φωνάζω, ΣΑΣ ΛΑΤΡΕΥΩ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί δεν υπάρχει αλλιώς…

Leave a Reply