ΤΗΕ ΗΕLP ΑΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Τρεις μπέιμπι σίτερ αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες στα χέρια μιας όχι συνηθισμένης, ελπίζουμε, μαμάς, αλλά μιας μαμάς αφέντρας. Συμπέρασμα: Το Όσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου που κέρδισε η Οκτάβια Σπένσερ για την ταινία The Help (Οι υπηρέτριες), όπου υποδυόταν μία μαύρη νταντά που βίωσε τα πάνδεινα στα χέρια της κατάλευκης κυρίας της, θα μπορούσε να δοθεί και σ’ αυτές, αν οι δικές τους ιστορίες μεταφέρονταν κάποτε στη μεγάλη οθόνη.

Λιόλια, Ρωσία
«Η δουλειά μου στη χώρα μου ήταν παιδαγωγός. Γι’ αυτό και όταν ήρθα στην Ελλάδα ήθελα όσο τίποτε άλλο να δουλέψω ως νταντά. Το μωρό, ο Γιαννάκης, ήταν τότε μόλις πέντε μηνών. Η κυρία στην αρχή φάνηκε άνετη και καλή. Στη συνέχεια ωστόσο αντιλήφθηκα ότι γνώριζε ανά πάσα στιγμή τι έκανα μέσα στο σπίτι. Για παράδειγμα, κάθε φορά που χρειαζόταν να πάω στην τουαλέτα και αναγκαζόμουν να αφήνω το μωρό στην κούνια του, χτυπούσε το κινητό μου και η κυρία με ρωτούσε τι κάνω. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και τις ώρες που έφτιαχνα έναν καφέ και καθόμουν για λίγο στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση ή κάθε φορά που το μωρό έκλαιγε, όπως όλα τα μωρά, λίγο παραπάνω. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι όλο το σπίτι ήταν γεμάτο μικροσκοπικές κάμερες: στο σαλόνι, στα δωμάτια, στα μπαλκόνια, στον κήπο, ακόμη και στον καθρέφτη της τουαλέτας! Ξαφνικά, ένιωσα σαν φυλακισμένη. Φοβόμουν τις κινήσεις μου, μετρούσα τα βήματά μου, έτρεμα να πάω ακόμη και στην τουαλέτα. Ένα βράδυ, όταν η κυρία γύρισε στο σπίτι, της είπα ότι θέλω να μιλήσουμε. Της είπα ότι ξέρω για τις κάμερες και της εξήγησα ότι ένιωθα σαν αιχμάλωτη. Εκείνη, πολύ νευριασμένη, μου είπε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη σε καμία γυναίκα της ράτσας μου και σε καμία ξένη που αγγίζει το μωρό της. Σαν τρελή, άρχισε να μου λέει ιστορίες για ξυλοδαρμούς μωρών από νταντάδες, για κακοποίηση, για εγκατάλειψη, ακόμη και για δολοφονίες. Όταν της εξήγησα ότι δεν μπορούσα να δουλέψω κάτω από αυτές τις συνθήκες και πως έχω στα χέρια μου δεκάδες συστατικές επιστολές που αποδεικνύουν ότι δεν είμαι δολοφόνος αλλά μία εξαίρετη επαγγελματίας, η εικόνα της έγινε ακόμη πιο τρομακτική: ‘‘Ξέρω τι κάνετε εσείς’’, μου είπε ‘‘Μας δίνετε τηλέφωνα από φίλες σας και τις συστήνετε ως δήθεν πρώην κυρίες σας που έχουν να πουν τα καλύτερα για εσάς. Είστε όλες ψεύτρες και απατεώνισσες’’. Της απάντησα ότι κανείς άνθρωπος δεν αξίζει αυτήν τη συμπεριφορά και πως θα έφευγα το ίδιο κιόλας βράδυ. Και τότε συνέβη κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: με άρπαξε από το μπράτσο, με κόλλησε στον τοίχο και μου είπε ότι αν δεν της επέστρεφα τα χρήματα που μου είχε δώσει έως τότε, θα τηλεφωνούσε στο Αλλοδαπών και θα με έδιωχναν την ίδια κιόλας στιγμή από τη χώρα. Συγχρόνως, άνοιξε την πόρτα και με πέταξε έξω με τις κλοτσιές. Για δύο μέρες γύριζα στον δρόμο με τις παντόφλες χωρίς ρούχα και χωρίς λεφτά γιατί, φεύγοντας από το σπίτι, δεν με άφησε να πάρω τίποτα από τα προσωπικά μου αντικείμενα. Την τρίτη ημέρα μου τηλεφώνησε ο κύριος, ο Θεός να τον έχει καλά, δώσαμε ένα ραντεβού στο κέντρο της Αθήνας, μου έφερε τα πράγματά μου και με διαβεβαίωσε ότι δεν κινδυνεύω. Μου ζήτησε επίσης συγγνώμη για τη συμπεριφορά της γυναίκας του, λέγοντάς μου ότι επειδή είναι νέα μάνα είναι γεμάτη φοβίες. Όχι. Δεν την κατάλαβα ποτέ».

Ισκρίτσα, Βουλγαρία
«Τις πρώτες μέρες, η ζωή μου στη μονοκατοικία έμοιαζε με παραμύθι. Μία κυρία, ένας υπέροχος κύριος και μία τετράχρονη κουκλίτσα. Ωστόσο, τα παράξενα, που κόντεψαν να με οδηγήσουν στην τρέλα, δεν άργησαν να συμβούν. Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα, η κυρία μού είπε ότι σε όλους μέσα στο σπίτι θα πρέπει να μιλάω στον πληθυντικό, ακόμη και στη μικρή «πριγκίπισσά της». Μου απαγόρευσε επίσης να φοράω τα ρούχα μου και μου αγόρασε κάτι μακριά και φαρδιά φουστάνια τα οποία, όπως έλεγε, θα μπορούσα να αποχωρίζομαι μόνο κατά τις εξόδους μου. Ακόμη, μου επέβαλε να κόψω τα μαλλιά μου κοντά διότι οι τρίχες ήταν ανθυγιεινές για το μωρό και προκλητικές για τον σύζυγό της. Το βράδυ, όταν έπεφτα για ύπνο, κλείδωνε πάντα την πόρτα του υπνοδωματίου μου διότι θα ήταν ανεπίτρεπτο να βγω έξω την ώρα που βρισκόταν εκεί ο κύριος. Μαζί τους στο τραπέζι δεν επιτρεπόταν να καθίσω ποτέ και στον άντρα της έπρεπε να απευθύνομαι μόνο με μία τυπική ‘‘καλημέρα’’, χωρίς το παραμικρό χαμόγελο. Στις καλοκαιρινές διακοπές μού απαγόρευε να πηγαίνω μαζί τους στη θάλασσα γιατί θα ήταν ανεπίτρεπτο να εμφανιστώ με μαγιό και μου επιτρεπόταν να μπαίνω στη θάλασσα ή στην πισίνα μόνο για μία συγκεκριμένη ώρα, το μεσημέρι, όταν εκείνοι ξεκουράζονταν. Κατά τις ημέρες δε της εξόδου μου θα έπρεπε να μακιγιάρομαι και να ντύνομαι μέσα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας, εκτός κι αν ο σύζυγος έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Σαν να ήμουν ένα φάντασμα ή, καλύτερα, μια φτηνή αντροχωρίστρα από την οποία κινδύνευε το σπιτικό της. Αυτό το μαρτύριο κράτησε για μένα σχεδόν δύο χρόνια, μέσα στα οποία άρχισα να χάνω τον εαυτό μου. Αποφάσισα να φύγω. Εγώ να δουλέψω ήθελα και να μεγαλώσω το κοριτσάκι που, παρά τη μάνα του, ήταν ένα εκπληκτικό παιδί γεμάτο καλοσύνη και αγάπη. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια εκείνου του μικρού παιδιού: ‘‘Κρίτσα, από πριγκίπισσα έχεις γίνει σαν την κακιά μάγισσα του παραμυθιού. Μήπως να πας να βρεις τον πρίγκιπά σου, κι αν θέλεις να πάρεις κι εμένα μαζί;’’»

Ρόσα, Λατινική Αμερική
«Το σπίτι της οικογένειας με τους μεγάλους κήπους, την πισίνα, τα τέσσερα σκυλιά και τα δίδυμα κοριτσάκια, ηλικίας δύο ετών, βρισκόταν σ’ έναν κεντρικό δρόμο των βορείων προαστίων. Το δωμάτιό μου βρισκόταν στο υπόγειο της βίλας. Μία μικρή αποθήκη μ’ ένα παραθυράκι. Κάθε μέρα, έπρεπε να σηκώνομαι στις 7 το πρωί, να αλλάζω τα κορίτσια, να τους ετοιμάζω το πρωινό μόνο με γάλα και δημητριακά, γιατί η κυρία απαγόρευε διά ροπάλου το ψωμί, κι ύστερα να παίζω μαζί τους μέχρι την ώρα που θα ξυπνούσε εκείνη. Στη σχεδόν μία ώρα που καθόταν η κυρία με τα παιδιά καθάριζα τα δωμάτια και τα μπάνια, έκανα ένα γρήγορο ντους για να “ξεβρομίσω”, όπως έλεγε, κι ύστερα, όταν εκείνη έφευγε για την καθιερωμένη πρωινή βόλτα της, εγώ έπαιζα με τα παιδιά. Στην κουζίνα δεν με άφηνε να μπω και για το φαγητό των κοριτσιών είχε μαγείρισσα που ετοίμαζε μόνο διαιτητικά πιάτα! Το μεσημέρι, όταν τα παιδιά κοιμούνταν, καθάριζα τον κήπο και τα καλοκαίρια την πισίνα, και το απόγευμα πηγαίναμε μαζί βόλτα στην παιδική χαρά. Η κυρία μού είχε απαγορεύσει εξαρχής να κάνω μπάνιο τα παιδιά, να τα φιλάω και να τα αγκαλιάζω. Αυτά έλεγε ήταν δικές της δουλειές. Εγώ μπορεί να κουβαλάω μικρόβια, έλεγε. Εκείνα τα πλάσματα τ’ αγάπησα πολύ, σαν δικά μου παιδιά. Μαζί μεγαλώσαμε, δίπλα τους έμαθα τι σημαίνει αγάπη και στοργή. Εκείνη όμως δεν τη χώνεψα ποτέ. Ήταν κακιά γυναίκα όχι επειδή σιχαινόταν ό,τι δεν είχε τα λεφτά, το χρώμα και τη γλώσσα της, αλλά επειδή δεν κατάλαβε ποτέ ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη τη μάνα τους. Ποτέ δεν τις πήγε μία βόλτα στο πάρκο, ποτέ δεν έπαιξε μαζί τους με ένα παιχνίδι από τα χιλιάδες που τους κουβαλούσε, ποτέ δεν τους είπε ένα τραγούδι, ένα παραμύθι, μιαν ιστορία αληθινή. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να κάνει φιλανθρωπίες για να τη θαυμάζουν οι φίλες της και κούρες ομορφιάς για να μην κοιτάξει άλλη ο άντρας της. Εγώ προσπαθούσα να δώσω σ’ αυτά τα παιδιά όση αγάπη είχα μέσα μου. Πέντε χρόνια μετά την παραμονή μου στο σπίτι, απ’ όπου είχα ρεπό μόνο τα απογεύματα της Κυριακής, της είπα ότι χρειαζόταν να φύγω για ένα ταξίδι στην πατρίδα μου γιατί είχα άρρωστη την αδελφή μου. Εκείνη μου απάντησε ότι αν έφευγα, θα έφευγα για πάντα. Πως υπήρχαν κι άλλες που περίμεναν στην ουρά για να δουλέψουν δίπλα της και με λιγότερα λεφτά. Έμεινα. Όχι για εκείνη, αλλά για τα παιδιά. Ωστόσο, όταν νιώθεις δούλος κάποιου δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος ούτε απέναντι στους ανθρώπους που αγαπάς. Αισθάνεσαι δεμένη με βαριές αλυσίδες που μπορεί να πνίξουν ακόμη και τους ανθρώπους που λατρεύεις. Από το σπίτι εκείνο έφυγα κρυφά ένα χρόνο αργότερα κλαίγοντας σαν μικρό παιδί. Το μόνο που πήρα ήταν η αγάπη των κοριτσιών που σήμερα θα είναι ολόκληρες κοπέλες και το μόνο που άφησα ήταν μία φραντζόλα ψωμί μέσα στην ακριβή τσάντα της κυρίας. Ό,τι δηλαδή σιχαινόταν περισσότερο στον κόσμο».

Leave a Reply