ΤΟ ΑΥΓΟ ΚΑΙ Η ΣΑΥΡΑ

aygoΛένε πως τα κόκκινα αυγά το Πάσχα τα βάφουμε έτσι για να θυμόμαστε το αίμα του Χριστού που σταυρώθηκε για χάρη μας. Λένε ακόμα πως τότε που αναστήθηκε ο Χριστός, μια γυναίκα δεν το πίστεψε και είπε: «Αν βαφτούνε κόκκινα τα αυγά που κρατώ μες στο καλάθι μου, τότε θα το πιστέψω!» Κι έτσι ακριβώς έγινε… Αυτές είναι ιστορίες που συνδέονται με την ιερότητα αυτής της παραδοσιακής συνήθειας, μα υπάρχει και μια παλιά αφρικανική κι αστεία ιστορία που μιλάει πώς βάφτηκε κάποτε ένα αυγό κόκκινο για… τελείως διαφορετικούς λόγους!
Μια φορά ήταν ένα Αυγό και μια Σαύρα και ήταν πολύ καλοί φίλοι! Όπου πήγαινε τ’ Αυγό, πήγαινε κι η Σαύρα, κι όπου πήγαινε η Σαύρα πήγαινε και τ’ Αυγό… Δηλαδή η Σαύρα σερνόταν και το Αυγό κυλούσε… Το Αυγό κυλούσε κι η Σαύρα σερνόταν!
Κι εκεί που πήγαιναν λέει το Αυγό: «Πεθύμησα να φάω κεράσια!» Και τότε… να σου μπροστά τους μια Κερασιά! Κατάφορτη με ζουμερά κατακόκκινα κεράσια! «Αχ!» λέει το Αυγό «σπρώξε με, Σάυρα, ν’ ανέβουμε να φάμε τα κεράσια!»
Κι η Σαύρα σπρώχνει σιγά σιγά το Αυγό κι ανεβαίνουν και στρογγυλοκάθονται και το Αυγό που Έτρωγε Κεράσια –γιατί όλα μπορούν να συμβούν στα παραμύθια!– έγινε φυσικά κατακόκκινο!
«Σαύρα, χόρτασα κεράσια, αλλά για να μη σπάσω κατέβα και σκάψε ένα λάκκο, βάλε φύλλα ξερά, να κυλήσω να πέσω μέσα, να μη σπάσω!» Η Σαύρα τα έκανε όλα αυτά, αλλά της ξέφυγε μια τόση δα πετρούλα και το αυγό χτύπησε απάνω κι έσπασε! Αυτό της φάνηκε της Σαύρας πάρα πολύ αστείο! Άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που τράβηξε την προσοχή ενός φυτού με κοφτερά φύλλα σαν λόχμες και το φυτό έδωσε μια… και της έκοψε το κεφάλι! Αλλά μετά άρχισε το φυτό να γελάει ασυγκράτητα!
Γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας, που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό! Μια μικρή φωτιά, που ήταν αναμμένη εκεί δίπλα, άκουσε το γέλιο του φυτού. Δίνει μια! Και πετιέται και το καίει! Τότε… άρχισε η φωτιά να τριζοβολά απ’ τα γέλια! Γελούσε επειδή έκαψε το Φυτό που γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό!
Έτσι τράβηξε την προσοχή του ποταμού που κυλούσε ήσυχα εκεί δίπλα: το ποτάμι βρήκε προκλητικό το γέλιο της φωτιάς, έτσι έφτιαξε έναν καταρράκτη και έσβησε τη φωτιά… αλλά τότε άρχισε αυτό να τραντάζεται από τα γέλια! Γελούσε επειδή έσβησε τη Φωτιά που γελούσε επειδή έκαψε το Φυτό που γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό!
Την ώρα εκείνη κάποια μεγαλόσωμα Ζώα –Ρινόκεροι, Ελέφαντες, Ιποππόταμοι– που έπιναν νερό στο Ποτάμι, ένιωσαν την ασυγκράτητη επιθυμία να πιουν όλο το νερό! Αλλά όσο έπιναν τόσο γελούσαν και τραντάζονταν οι χοντρές κοιλιές τους από τα γέλια! Γελούσαν επειδή ήπιαν το Νερό που γελούσε επειδή έσβησε τη Φωτιά που γελούσε επειδή έκαψε το Φυτό που γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό!
Κι έτσι δεν άργησαν να τραβήξουν την προσοχή κάποιων Κυνηγών που έψαχναν για θηράματα και φυσικά οι Κυνηγοί… σκότωσαν όλα τα Ζώα! Μα… άρχισαν οι Κυνηγοί να γελάνε χωρίς να μπορούν να σταματήσουν! Γελούσαν επειδή σκότωσαν τα Ζώα που γελούσαν επειδή ήπιαν το Νερό που γελούσε επειδή έσβησε τη Φωτιά που γελούσε επειδή έκαψε το Φυτό που γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό!
Ήταν τόσο αφύσικο και δυνατό το γέλιο τους που άθελά τους τράβηξαν την προσοχή του ίδιου του Θανάτου! Βλοσυρός ο Θάνατος, σήκωσε το μαύρο του χέρι και τους αφάνισε, τους πήρε τη ζωή! Μα τώρα, συνέβη κάτι απρόσμενο: ο ίδιος ο Μαύρος Θάνατος άρχισε να γελάει… να γελάει… να γελάει… τόσο πολύ… επειδή…
Πήρε τη ζωή από τους Κυνηγούς που γελούσαν επειδή σκότωσαν τα Ζώα που γελούσαν επειδή ήπιαν το Νερό που γελούσε επειδή έσβησε τη Φωτιά που γελούσε επειδή έκαψε το Φυτό που γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό!
Γελούσε τόσο που η ίδια η Ζωή ταράχτηκε! Και σήκωσε το χέρι της και Πάτησε τον Θάνατο, γιατί αυτή ήταν η Ζωή και μόνον αυτή μπορούσε να το κάνει!
Και τότε σείστηκε κι αυτή η ίδια η Ζωή από τα γέλια! Γελούσε επειδή Πάτησε τον Θάνατο που γελούσε επειδή πήρε τη ζωή από τους Κυνηγούς που γελούσαν επειδή σκότωσαν τα Ζώα που γελούσαν επειδή ήπιαν το Νερό που γελούσε επειδή έσβησε τη Φωτιά που γελούσε επειδή έκαψε το Φυτό που γελούσε επειδή έκοψε το κεφάλι της Σαύρας που γελούσε επειδή έσπασε το Αυγό!
Όμως… Όλα αυτά τράβηξαν την προσοχή του Δημιουργού, του Πατέρα όλου του Σύμπαντος και όλων των Πλασμάτων που ζουν μέσα σε αυτό και είναι Δημιουργηματά του.
Κι ο Θεός που Αγαπά όσα με Αγάπη Δημιούργησε πόνεσε που όλοι γελούσαν  αμέριμνα με όλη αυτήν την καταστροφή και όλο αυτό το θανατικό.
Και σαν αυστηρός Πατέρας όλων είδε πως τα Πλάσματά του παραστράτησαν, αφού χάθηκε η συμπόνοια ανάμεσά τους. Σήκωσε το Χέρι Του και Αφάνισε τα Πάντα! Και Σιωπή έπεσε. Αλλά επειδή ο Θεός είναι Αγάπη και η Δημιουργία του είναι Αγάπη, έφτιαξε τον κόσμο από την Αρχή: έφτιαξε βουνά, κάμπους, λίμνες, ποτάμια, φυτά και δέντρα, ζώα, ανθρώπους… όλα… όλα από την Αρχή! Ανάμεσα στα Ζώα είχε και ελέφαντες και ρινόκερους, ανάμεσα στους ανθρώπους κάποιοι έγιναν και κυνηγοί, κι ανάμεσα στα φυτά είχε και κερασιές. Είχε βέβαια κι αυγά και σαύρες…
Και μια ημέρα ένα Αυγό και μια Σαύρα πήγαιναν τον δρόμο τους. Και λέει το αυγό: «Πεθύμησα να φάω κεράσια!» Και… Φτου κι απ’ την Αρχή!

Διασκευή από ένα παλιό και παράξενο αφρικανικό παραμύθι: Σάσα Βούλγαρη  

Leave a Reply