ΝΕΡΑΙΔΟΚΟΣΜΟΣ

Στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1917, σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Αγγλίας, το Κότινγκλι, δύο νεαρά κορίτσια, η Έλσι Ράιτ και η Φράνσις Γκρίφινς (16 και 10 ετών αντιστοίχως), ισχυρίστηκαν ότι, κάνοντας τις βόλτες τους στους αγρούς, είδαν, με τα μάτια τους, νεράιδες! Για να αποδείξουν, μάλιστα, του λόγου τους το αληθές είπαν ότι τις είχαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, φωτογραφήσει! Οι φωτογραφίες αυτές τις δείχνουν ανάμεσα σε λιλιπούτεια φτερωτά πλάσματα σε στιγμές ονειροπόλησης και άφατης ευτυχίας. Η ιστορία των συνευρέσεων των κοριτσιών με τις νεράιδες, όπως ήταν φυσικό, ξεπέρασε πολύ γρήγορα τα όρια του Κότινγκλι και αναστάτωσε ανώνυμους και επώνυμους όπως τον «πατέρα» του Σέρλοκ Χολμς, σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Πεπεισμένος για την αυθεντικότητα των φωτογραφιών, αρχίζει να δημοσιεύει άρθρα στο πολύ σοβαρό περιοδικό StrandMagazine, υποστηρίζοντας ότι οι πέντε φωτογραφίες που είχαν τραβήξει τα κορίτσια ήταν αληθινές. Η υπόθεση παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις το 1922 με τη δημοσίευση του βιβλίου του Ο Ερχομός των Νεράιδων και συνεχίζεται για πολλές δεκαετίες, μέχρι το 1983, όταν η Έλσι και η Φράνσις, υπερήλικες πλέον, εξομολογούνται ότι οι φωτογραφίες τους ήταν απάτη. Μόνο όμως οι φωτογραφίες, ισχυρίστηκε για μια ακόμα φορά, η Φράνσις, και ξαναβεβαίωσε τους πάντες ότι είχε παίξει και είχε χορέψει με τις νεράιδες. Και ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε να του έχει συμβεί κάτι τέτοιο;
Η επιθυμία για έναν κόσμο που έχει ζήσει τη φρίκη του Μεγάλου Πολέμου να ξαναβρεί παρηγοριά σε δοξασίες παλιές που θα τον βγάλουν από τη στενόχωρη καθημερινότητά του και θα του δώσουν νέες ελπίδες φαίνεται πολύ καθαρά και σε ένα από τα άρθρα που δημοσιεύει ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, λέει: «Η αναγνώριση της ύπαρξής τους [των νεράιδων] θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στο ματεριαλιστικό πνεύμα του 20ού αιώνα? θα το αναγκάσει να βγει μέσα από τον βόρβορο όπου έχει περιχαρακωθεί και να παραδεχτεί ότι στη ζωή υπάρχει γοητεία και μυστήριο. Όταν ο κόσμος συνειδητοποιήσει όλα αυτά, χάρη στις χειροπιαστές αποδείξεις που του προσφέρονται, θα αποδεχτεί πολύ πιο εύκολα το πνευματικό μήνυμα το οποίο έχει, ήδη, λάβει». Η απήχηση που είχε η υπόθεση των νεράιδων του Κότινγκλι στον Τύπο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση καθ’ όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα σημάδεψε τόσο βαθιά το κοινό που στη δεκαετία του 1980 ένας πρώην παλαιστής, ονόματι Ρόνι Μπένετ, ο οποίος κατά γενική ομολογία είχε σώας τας φρένας, δήλωσε πως είδε και εκείνος τις νεράιδες μέσα στα δάση που περιτριγυρίζουν το Κότινγκλι. Διηγήθηκε μάλιστα, με κάθε λεπτομέρεια, πως επρόκειτο για όντα ύψους περίπου είκοσι πέντε πόντων, τα οποία τον κοίταζαν στα μάτια με επιμονή. Όλα αυτά συνέβησαν μια βροχερή ημέρα και έκτοτε ούτε φωνή ούτε ακρόαση…
Ποιες είναι, όμως, οι περιβόητες αυτές νεράιδες που μέσω στόματος μιας μαμάς, μιας καλής γιαγιάς ή μιας γριάς θείας μάς νανούρισαν όλους, λίγο ως πολύ, όταν ήμασταν παιδιά; Ποιες είναι, εν τέλει, οι παντοδύναμες αυτές υπάρξεις οι άλλοτε καλόγνωμες και τόσα υποσχόμενες και άλλοτε πάλι εκδικητικές και μοχθηρότατες: Fee (στα γαλλικά), Fairy (στα αγγλικά), ή Fata (στα ιταλικά), η νεράιδα, και όπως διαμορφώθηκε στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, προέρχεται από τη λατινική λέξη Fata, την οποία χρησιμοποιούσαν αναφερόμενοι σε θεότητες που είχαν σχέση με την ανθρώπινη μοίρα.

Αγερικά και Καλομοίρες
τις τρεις Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας (Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος) θα πρέπει να αναζητήσουμε τους μακρινούς προγόνους της νεράιδας που επιβιώνει, μέχρι σήμερα, τόσο στη λαϊκή όσο και στη λόγια αφήγηση. Με άλλα λόγια, οι νεράιδες έχουν κληρονομήσει από τις Μοίρες τη δύναμη να προκαθορίζουν τη ζωή κάθε θνητού και αυτές είναι που του δίνουν το μερίδιο στις χαρές και τις λύπες, ορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του. Τη μεγάλη άνθηση, όμως, του «νεραϊδόκοσμου» θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη μεσαιωνική Δύση. Είναι η εποχή κατά την οποία η μυθολογία συναντάται με τις τοπικές παραδόσεις, το ξωτικό ταυτίζεται με τη θεότητα του πάλαι ποτέ μύθου και γίνεται νεράιδα, παίρνει νέα μορφή και διαδραματίζει ρόλο προστάτη, οδηγού, ευεργέτη, θεραπευτή αλλά, ενίοτε, και… εκδικητή.Σαν «πλάσμα γένους θηλυκού, fairyκάτοικο Άλλου Κόσμου, που εγκαταλείπει το μακρινό βασίλειό της για να ασχοληθεί με τις υποθέσεις των θνητών και να κατευθύνει το πεπρωμένο τους», ορίζει τη νεράιδα μια σπουδαία ειδικός (Laurence Harf-Lancner) της λογοτεχνίας του θαυμαστού. Στην ελληνική λαϊκή παράδοσή μας, οι Νεράιδες ονομάζονται και Ανεράιδες ή Ανεράδες, έλκουν δηλαδή την ονομασία τους από τις μυθολογικές θαλάσσιες νύμφες, τις Νηρηίδες. Ξωτικά, Αγερικά, Ανεμικά, Κυράδες, Καλομοίρες… στις διάφορες ντοπιολαλιές της ελληνικής υπαίθρου, δεν παραλείπουν να κάνουν την εμφάνισή τους σε σπήλαια, πηγές, πηγάδια και ποτάμια, όπως επίσης σε αγρούς και αλώνια. Σε πολλούς από τους θρύλους και τις παραδόσεις μας διακρίνονται σε τοπικές και ξενικές. Οι τοπικές είναι καλές και προστατεύουν τους συντοπίτες τους, ενώ οι ξενικές είναι επικίνδυνες. Οι όμορφες νεράιδες με μακριά μαλλιά και λευκά φορέματα είναι καλόγνωμες, αν και μπορούν να γίνουν επικίνδυνες. Οι άσχημες και μαυροντυμένες είναι πάντα κακές. Ένας κόσμος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», αλλά με δυνάμεις που ξεπερνούν κάθε φαντασία και ικανοποιούν, θα μπορούσαμε να πούμε, πάσα επιθυμία!

Αιώνια θηλυκά
Οι νεράιδες, που βασίλευαν ανενόχλητες, συνεχίζουν ακόμα να βασιλεύουν· καταφέρνουν, εδώ και κάμποσους αιώνες, να μπαίνουν στη ζωή μας: «Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό −λέει ένα από τα παραμύθια− μια σπουδαία βασίλισσα που γέννησε δύο δίδυμα κοριτσάκια και αμέσως κάλεσε δώδεκα από τις τοπικές νεράιδες να έρθουν για να δουν τα παιδιά και να τους δώσουν χαρίσματα πολλά, όπως συνήθιζαν να κάνουν την εποχή εκείνη που η εξουσία τους βρισκόταν σε σύμπνοια αγαστή με εκείνη της φύσης. Οι νεράιδες τελειοποιούσαν ό,τι η φύση είχε αφήσει ατελές. Μερικές φορές, πάλι, το έκαναν ακόμη χειρότερο». Με την παντοδύναμη αυτή νεράιδα, η επέμβαση της οποίας προκαλεί περιπέτειες που ξεπερνούν τα όρια της κοινής φαντασίας, υπογράφει σύμφωνο φιλίας η λογοτεχνία στον 17ο και τον 18ο αιώνα δημιουργώντας έτσι μια νέα μυθολογία, εκείνη του θαυμαστού. Λίγα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, μεταξύ 1785 και 1789, ο λόγιος και λάτρης της λογοτεχνίας του είδους Charles-Joseph de Mayer (1751-1825) ανθολογεί και εκδίδει στο Άμστερνταμ το περίφημο Cabinet des fées* συγκεντρώνοντας σε 41 τόμους τις ωραιότερες λογοτεχνικές αφηγήσεις σαράντα σπουδαίων συγγραφέων γύρω από τις νεράιδες, τη σχέση τους με τον κοινό θνητό και γενικότερα τη φιλοσοφία τους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συλλογή «παραμυθιών», στην οποία η γυναικεία συμμετοχή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή με ονόματα που συναγωνίζονται εκείνο του Σαρλ Περό, όπως, μεταξύ άλλων, της Madame d’ Aulnoy με το Γαλάζιο Πουλί και την εκκεντρική Βατραχίνα Ευεργέτιδά της καθώς επίσης και της Madame Leprince de Beaumont, το όνομα της οποίας ξεχάστηκε ή, μάλλον, επισκιάστηκε από το περίφημο παραμύθι της Η Ωραία και το Τέρας! «Μια φορά κι έναν καιρό…» Ιδού το μαγικό κλειδί που ανοίγει την πόρτα της κάθε νεραϊδοϊστορίας, οι πρώτες λέξεις που κουβαλάμε όλοι από τα παιδικά χρόνια μας, η μαγική φράση που τοποθετεί την αφήγηση εκτός χρόνου, κάνοντάς την περιπέτεια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, ταξίδι σ’ έναν κόσμο που μας απαλλάσσει, ενίοτε, από το βάρος της σκληρής καθημερινότητάς μας. Ο μέγας και τρανός αλχημιστής Παράκελσος στα γραπτά του συνδέει τις παραμυθένιες αυτές υπάρξεις με τα τέσσερα στοιχεία της φύσης δίδοντάς τους μια φιλοσοφημένη μεταφυσική υπόσταση. Θεωρεί ότι τα πλάσματα αυτά «ενσαρκώνονται» από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, αέρας, φωτιά) και τα χωρίζει σε τέσσερις κατηγορίες: Συλφίδες (αερικά), Udines (νύμφες του νερού που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως Νηρηίδες), Γνώμοι (στοιχεία της γης), και Σαλαμάνδρες (στοιχεία της φωτιάς). Κατά τον μεγάλο συγγραφέα Έρμαν Έσε «υπάρχει ένας μαγικός κόσμος μέσα στον κόσμο, και ένας μαγικός άνθρωπος μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο άνθρωπος βλέπει στον εξωτερικό κόσμο το μεγαλειώδες περίβλημα· δεν βλέπει, όμως, τα υπέροχα περιεχόμενα. Αν όμως καταφέρει να δει τον μαγικό άνθρωπο μέσα του τότε ο μαγικός άνθρωπος βλέπει τον μαγικό κόσμο…» Μήπως άραγε στα λόγια του Έσε βρίσκεται όλη η αλήθεια; Δεν έχουμε παρά να την αναζητήσουμε.

* Με τον γενικό τίτλο Cabinet des fées ορίζουμε, όπως είπαμε, τους 41 τόμους της έκδοσης στην οποία ανθολογούνται περίπου σαράντα από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του είδους. Το εγχείρημα αυτό του Mayer περιλαμβάνει νεραϊδοϊστορίες και αφηγήσεις θαυμαστές δίχως γεωγραφικές διακρίσεις. Έτσι βρίσκει κανείς στη μνημειώδη αυτήν έκδοση ιστορίες και παραμύθια τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση. Για την απόδοση του όρου Cabinet στη γλώσσα μας προτείνουμε: Το Μουσείο των Νεράιδων.

Για όσους μικρούς και μεγάλους έχουν τη διάθεση να απολαύσουν μια θαυμαστή ιστορία και να αρχίσουν να εξοικειώνονται με τον «μαγικό κόσμο», προτείνουμε την ταινία του Ζαν Κοκτό, Η Ωραία και το Τέρας (1946), εμπνευσμένη από το ομώνυμο έργο της Madame Leprince de Beaumont.

Leave a Reply