ΔΥΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΙΤΟ (ΓΙΑ ΟΤΑΝ ΜΑΘΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ)

Μιγκέλ Ερνάντες

Το Σκούρο Πουλάρι

Mια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα σκούρο πουλάρι. Το όνομά του ήταν Σκούρο Πουλάρι. Καθημερινά πήγαινε τα κοριτσάκια και τα αγοράκια στη Μεγάλη Χώρα Του Ονείρου.
Όλα τα κοριτσάκια και τα αγοράκια ήθελαν να ανέβουν πάνω στο Σκούρο Πουλάρι.
Ένα βράδυ το Σκούρο Πουλάρι συνάντησε ένα μικρό αγόρι. Το αγόρι είπε:
Πήγαινέ με, μικρό αλογάκι, στη Μεγάλη Πόλη
Του Ονείρου.
Σκαρφάλωσε στη ράχη μου! απάντησε
το Σκούρο Πουλάρι.
Το αγόρι ανέβηκε και άρχισαν να καλπάζουν,
να καλπάζουν, να καλπάζουν…
Μετά από λίγο συνάντησαν στον
δρόμο τους ένα κοριτσάκι.
Το κοριτσάκι είπε:
Πήγαινέ με, μικρό αλογάκι,
στη Μεγάλη Πόλη Του Ονείρου.
Σκαρφάλωσε στη ράχη του! Απάντησε το αγοράκι.
Το κοριτσάκι ανέβηκε και άρχισαν να καλπάζουν, να καλπάζουν, να καλπάζουν…
Μετά από λίγο συνάντησαν στον δρόμο τους έναν άσπρο σκύλο. Ο άσπρος σκύλος είπε:
Γαβ, γαβ, γαβ, γαβ, στη Μεγάλη Πόλη Του Ονείρου θέλω
να με πάτε.
Σκαρφάλωσε στη ράχη του! Απάντησαν τα δυο παιδιά.
Ανέβηκε ο άσπρος σκύλος και άρχισαν
να καλπάζουν, να καλπάζουν, να καλπάζουν…
Μετά από λίγο συνάντησαν στον δρόμο τους
μια μαύρη γατούλα.
Μιααααου, μιαααου, μιαααου, στη Μεγάλη Πόλη Του Ονείρου θέλω να με πάτε. Νύχτωσε πια.
Σκαρφάλωσε στη ράχη του! Απάντησαν τα δυο παιδιά και ο άσπρος σκύλος.
Ανέβηκε και η μαύρη γατούλα και άρχισαν
να καλπάζουν, να καλπάζουν, να καλπάζουν…
Μετά από λίγο συνάντησαν στον δρόμο τους έναν γκρίζο σκίουρο.
Στην Μεγάλη Πόλη του Ονείρου, παρακαλώ, να με πάτε. Εκεί που κανένας ούτε λυπάται ούτε φοβάται.
Σκαρφάλωσε στη ράχη του! Απάντησαν τα δυο παιδιά, ο άσπρος σκύλος και η μαύρη γατούλα.
Ανέβηκε και ο γκρίζος σκίουρος και άρχισαν να καλπάζουν, να καλπάζουν, να καλπάζουν…
Καλπάζοντας δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν και ήταν όλοι πολύ πολύ πολύ χαρούμενοι. Όλοι τραγούδαγαν και τραγούδαγαν και τραγούδαγαν.
Μετά από αρκετή ώρα το αγοράκι είπε:
Γρήγορα, πιο γρήγορα, μικρό αλογάκι.
Πήγαινε πιο γρήγορα, Σκούρο Πουλάρι!
Αλλά το Σκούρο Πουλάρι δεν μπορούσε να πάει
πιο γρήγορα. Το Σκούρο Πουλάρι πήγαινε σιγά, σιγά, σιγά.
Έφτασαν πια στη Μεγάλη Πόλη του Ονείρου.
Και το αγοράκι, το κοριτσάκι, ο άσπρος σκύλος,
η μαύρη γατούλα και ο γκρι σκίουρος είχαν κοιμηθεί.
Όλοι είχαν κοιμηθεί μπαίνοντας στη Μεγάλη Πόλη του Ονείρου.

Το κουνελάκι

Ένα κουνελάκι άρχισε ξαφνικά να τρέχει. Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε και δεν σταμάταγε να τρέχει. Έτρεχε μέχρι που βρέθηκε έξω από ένα περιβόλι κλειστό γύρω γύρω με έναν ψηλό φράχτη.
Πρέπει να είναι πολύ πλούσιο αυτό το περιβόλι για να το προστατεύουν με αυτόν τον φράχτη, είπε το κουνελάκι. Θέλω να μπω μέσα. Βλέπω μια τρύπα εδώ από κάτω, αλλά είναι μικρή. Δεν ξέρω αν χωράω.
Χοπ, χοπ, χοπ!
Φυσικά και μπόρεσε το κουνελάκι να μπει στο περιβόλι από την τρυπούλα που είχε ανακαλύψει.
Και με το που μπήκε αισθάνθηκε τρισευτυχισμένο.
Πω, πω! Εδώ έχει μπόλικο και πολύ καλό φαγητό. Θα κλέψω ένα σωρό.
Το ζωάκι άρχισε να τρώει και να τρώει, λάχανα, καρότα, πράσινα φασολάκια χτυπώντας πού και πού χαρούμενα την ουρίτσα του.
Έτρωγε, έτρωγε, έτρωγε… ακούραστα. Όλη τη μέρα έτρωγε. Και όταν άρχισε να σουρουπώνει είπε:
Ώρα να πάω σπίτι. Με περιμένει η μαμά μου. Την ξέχασα από τη στιγμή που μπήκα σε αυτό το περιβόλι.
Τρεις φορές προσπάθησε να βγει από την τρυπούλα που είχε μπει. Δεν τα κατάφερε ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη.
Άι, άι, άι! Μανούλα μου! Δεν μπορώ να βγω!
Η τρύπα είναι πολύ μικρή και εγώ, έτσι που έτρωγα όλη τη μέρα, έχω χοντρύνει. Δεν χωράω. Αχ, τι θα κάνω;
Μανούλα μου!
Την ώρα που κλαψούριζε μπροστά στην τρυπούλα το είδε ένας σκύλος.
Γαβ, γαβ, γαβ, είπε ο σκύλος, δεν πιστεύω στα μάτια μου! Ένα κουνελάκι! Για να του κάνω λίγη πλάκα!
Άρχισε λοιπόν να πλησιάζει το κουνελάκι.
Όταν πλησίασε κοντά, το κουνελάκι τον πήρε χαμπάρι.
Άι, άι, άι, ξανακλαψούρισε, μου φαίνεται πως είδα έναν σκύλο. Έρχεται προς τα δω. Έρχεται προς τα δω! Καθόλου δεν μου αρέσουν οι σκύλοι! Να φύγω γρήγορα από δω!
Και το κουνελάκι ξανάρχισε να τρέχει και να τρέχει και να τρέχει. Ώσπου είδε άλλη μια τρύπα. Μεγάλη.
Α, από δω θα βγω! Α, καθόλου δεν μου αρέσουν οι σκύλοι! Χώθηκε, λοιπόν, αμέσως στη μεγάλη τρύπα.
Τα κατάφερα, είπε όταν βρέθηκε στην άλλη πλευρά του φράχτη. Να είναι καλά τα ματάκια μου που την είδαν και τα ποδαράκια μου που την έφτασαν γρήγορα. Καθόλου δεν μου αρέσουν οι σκύλοι!
Άρχισε πάλι να τρέχει και να τρέχει. Κι έτσι, ευτυχώς, όταν και ο σκύλος κατάφερε να βγει από την ίδια μεγάλη τρύπα, το κουνελάκι βρισκόταν ήδη σπίτι και στην αγκαλιά της μαμάς του.
Η μαμά του το μάλωνε: Αχ, τι τρελούτσικο κουνελάκι είσαι εσύ! Μου έκοψες το αίμα. Και κόντεψα να τρελαθώ κι εγώ από την αγωνία μου. Πού γύρναγες όλη μέρα; Και το κουνελάκι κοκκίνισε από ντροπή και άρχισε να ξύνει την κοιλίτσα του.

Και μια ιστορία: Ο Μιγκέλ Ερνάντες (1910 – 1942) είναι ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ποιητές του 20ού αιώνα. Γιος ενός φτωχού βοσκού, πέρασε τα παιδικά του χρόνια προσέχοντας τα πρόβατα της οικογένειας και θα συνέχιζε να κάνει αυτήν τη δουλειά για πάντα αν ένας από τους δασκάλους του δεν παρατηρούσε την αγάπη του για τα γράμματα και τη λογοτεχνία και δεν έπειθε τον πατέρα του να τον αφήσει να συνεχίσει το σχολείο. Πήρε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο και φυλακίστηκε από τον Φράνκο. Τα δύο αυτά παραμύθια τα έγραψε σε χαρτί τουαλέτας που υπήρχε στο κελί του για να τα στείλει στον δεύτερο γιο του (το πρώτο του παιδί είχε πεθάνει νωρίτερα από πείνα) Μανολίτο. Ο Ερνάντες πέθανε 32 χρόνων στη φυλακή.

Leave a Reply