ΒΟΥΒΑ ΒΙΒΛΙΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΔΙΧΩΣ ΛΕΞΕΙΣ

Βουβά βιβλίαΤα βουβά βιβλία, ή αλλιώς silent books, έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια δυναμική είσοδο και στην ελληνική αγορά. Πώς, όμως, «διαβάζεται» ένα βιβλίο χωρίς λέξεις; Τι μπορεί να προσφέρει στο παιδί; Είναι κανονικό βιβλίο ή κάτι άλλο; Για αυτά και πολλά ακόμα συζητήσαμε με την εκπαιδευτικό Μαριάννα Μίσιου, διδάσκουσα στο Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου και συγγραφέα του βιβλίου Βουβά κόμικς και εικονοβιβλία. Τεχνικές αφήγησης στα βιβλία χωρίς λέξεις. 

Καταρχάς, πώς ορίζεται ένα βουβό βιβλίο;
Τα βουβά βιβλία, ή βιβλία χωρίς λέξεις, είναι βιβλία που αφηγούνται μόνο με εικόνες. Απαντούν με τη μορφή κόμικς ή εικονοβιβλίων. Σε αυτά, η εικόνα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του νοήματος. Αντίθετα, στα εικονογραφημένα βιβλία, που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των εκδόσεων για παιδιά, οι εικόνες απλώς διακοσμούν τις σελίδες τους και η ιστορία θα μπορούσε να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από τις λέξεις. Όπως όλα τα βιβλία, τα βουβά προτείνουν ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, παρουσιάζουν χαρακτήρες που δρουν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, μεταφέρουν μηνύματα και ιδέες. Εκείνο στο οποίο διαφέρουν από τα βιβλία με λέξεις είναι ότι οι εικόνες όχι μόνο δεν διαδραματίζουν επικουρικό ρόλο στην ιστορία, αλλά κουβαλούν οι ίδιες όλο το βάρος της αφήγησης.

Όσο το παιδί είναι ακόμα μωρό, πώς προτείνετε να του «διαβάζει» ο φροντιστής το βουβό βιβλίο; Για παράδειγμα, να επαναλαμβάνει κάθε φορά τα ίδια λόγια; Ή να αυτοσχεδιάζει;
Είναι γεγονός ότι το πολύ μικρό παιδί νιώθει περισσότερη άνεση με την επανάληψη εμπειριών με τις οποίες είναι εξοικειωμένο και η επανάληψη αυτή είναι ωφέλιμη. Αλλά ένα βουβό βιβλίο έχει φτιαχτεί με γνώμονα την απουσία λέξεων. Είναι δύσκολο να διηγηθεί κανείς ένα σύστημα εικόνων με πανομοιότυπο τρόπο. Από τη φύση του, το βουβό βιβλίο πριμοδοτεί την έννοια της δημιουργικότητας και της ελευθερίας. Υπάρχουν άφθονες και καλές ιστορίες με λέξεις, συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να «μετατρέψουμε» ένα βουβό βιβλίο σε βιβλίο με λέξεις. Όταν το κρατάμε στα χέρια μας, μπορούμε να εκφραστούμε ελεύθερα και ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, εμείς και το παιδί, κατά την αναγνωστική πράξη.

Και το παιδί, με τη σειρά του;
Κι εκείνο ανακαλύπτει κάθε φορά νέα πράγματα, από τις εικόνες που βλέπει,  τον τρόπο με τον οποίο κρατάμε το βιβλίο και ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του, τις διαφορετικές λέξεις που λέμε κάθε φορά, τον τόνο της φωνής μας κατά την ανάγνωση, ακόμα και από την αλληλεπίδραση που έχουμε καθώς διαβάζουμε μαζί του. Εντέλει, όμως, μία είναι η βασική απόλαυση στην οποία ανάγεται η κάθε ανάγνωση κάθε κείμενου, με ή χωρίς λέξεις: η πράξη τού να μπαίνει κανείς σε επικοινωνιακές καταστάσεις με διαφορετικές προσωπικότητες και εμπειρίες. Το σημαντικότερο, λοιπόν, είναι να αφηγούμαστε ιστορίες στα παιδιά.

Πόσο εύκολο είναι για τον φροντιστή να αποκωδικοποιήσει ένα κείμενο χωρίς λέξεις; Μήπως χρειάζεται και ο ίδιος εξάσκηση; Τι θα του προτείνατε;
Υπάρχει ένας διαδεδομένος μύθος ότι η ανάγνωση μιας εικόνας είναι εύκολη, παθητική, έρχεται με «φυσικό» τρόπο και δεν προϋποθέτει καμιά εκμάθηση και καμιά πνευματική προσπάθεια. Η αλήθεια είναι ότι η ανάγνωση ενός οπτικού κειμένου μπορεί να είναι τόσο εύκολη ή τόσο δύσκολη όσο και αυτή ενός λεκτικού κειμένου, αφού και στις δυο περιπτώσεις απαιτείται πνευματική δραστηριότητα.
Επιπλέον, η ανάγνωση προϋποθέτει διάδραση ανάμεσα στο έργο και στον αναγνώστη (και αυτόν που διαβάζει λέξεις και αυτόν που διαβάζει εικόνες). Όμως, ενώ μαθαίνουμε να διαβάζουμε λέξεις, κανείς δεν μας δίδαξε τον τρόπο να αποκρυπτογραφούμε εικόνες. Ο αναγνώστης ενός βουβού βιβλίου, ελλείψει λέξεων, πρέπει να παρατηρεί προσεκτικότερα την εικόνα, να είναι έτοιμος να πάρει ενεργητικότερο μέρος στην αφήγηση, να μην αναζητά τη βεβαιότητα, αλλά ν’ αποδέχεται το ερμηνευτικό ρίσκο.

Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης καθίσταται αυτόματα συν-δημιουργός του έργου;
Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός βουβού βιβλίου και του αναγνώστη του είναι αμφίδρομη. Το βιβλίο απευθύνεται στον αναγνώστη, εξάλλου για εκείνον δημιουργήθηκε, ταυτόχρονα όμως και ο αναγνώστης απευθύνεται στο βιβλίο, αναζητώντας τα νοηματικά κενά του οπτικού κειμένου, σε μια προσπάθεια να συμπληρώσει την ιστορία για να την κατανοήσει και να την ερμηνεύσει. Ο αναγνώστης «αναγκάζεται», δηλαδή, να διηγηθεί την ιστορία με τον δικό του τρόπο και έτσι, πράγματι, καθίσταται αυτόματα συν-δημιουργός.
Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, ανάμεσα σε δυο ή περισσότερες συμπαρατιθέμενες εικόνες παρέρχεται ένα χρονικό διάστημα. Ο αναγνώστης πρέπει να στηριχθεί στα επιμέρους οπτικά στοιχεία,  να τα συνδέσει και, με βάση την εμπειρία του, να αποφασίσει εάν ο χρόνος που έχει περάσει από τη μια εικόνα στην άλλη διήρκεσε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ή αιώνες.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι ένα βουβό βιβλίο ενεργοποιεί δυο τουλάχιστον αναγνώσεις. Στην πρώτη, ο αναγνώστης ξεφυλλίζει το βιβλίο, ενώ στη δεύτερη προχωράει συστηματικότερα, με πιο αργούς ρυθμούς και ενδεχομένως με διαφορετικές αναγνωστικές στρατηγικές. Στη συνέχεια, το ξαναδιαβάζει αρκετές φορές, ψάχνοντας να βρει στοιχεία και λεπτομέρειες που του διέφυγαν. Όσο πιο σύνθετο είναι ένα βιβλίο, τόσο πιο πολύ είναι αναγκαία η επανανάγνωσή του.

Θεωρώ ότι ένα βουβό βιβλίο είναι διηλικιακό και μπορεί να δοθεί και σε ένα παιδί που έχει κατακτήσει την ανάγνωση. Ποια η άποψή σας;
H Sandra Beckett, θεωρητικός της παιδικής λογοτεχνίας, έχει πει ότι ένα βουβό βιβλίο είναι ένας τόπος όπου ενήλικοι και παιδιά συναντιούνται επί ίσοις όροις. Με την έννοια αυτή, ένα βιβλίο χωρίς λέξεις ανήκει στην crossover λογοτεχνία, τα κείμενα της οποίας περνούν από το παιδικό στο ενήλικο και από το ενήλικο στο παιδικό κοινό. Κάθε αναγνώστης, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορεί να φέρει τη δική του γνώση και τις δικές του εμπειρίες στην ερμηνεία των εικόνων και στη συναρμολόγηση της αφήγησης.

Ανοιχτή ερμηνεία [βιβλίο χωρίς λέξεις] από τη μια/πιο συγκεκριμένη ερμηνεία [εικονογραφημένο βιβλίο με κείμενο] από την άλλη. Τι προσφέρει ο κάθε τύπος βιβλίου στο μικρό παιδί;
Κάθε κείμενο, με ή χωρίς λέξεις, μπορεί να είναι μονοσήμαντο ή πολύσημο, να είναι κλειστό ή ανοικτό στην ερμηνεία. Πρέπει να δίνουμε στο παιδί να διαβάζει βιβλία όλων των ειδών, για να χτίζεται πολύπλευρα η στάση του ως αναγνώστη λογοτεχνίας. Να βρίσκει την ασφάλεια στα κλειστά κείμενα, αλλά και την απόλαυση της ανακάλυψης στα ανοικτά. Το ερώτημα δεν είναι αν τα παιδιά μας είναι πολύ μικρά ή πολύ μεγάλα για να διαβάσουν ένα βιβλίο με εικόνες, γιατί οι σημαντικές αποκλίσεις που παρατηρούνται σε συνομηλίκους αποδεικνύουν ότι ορισμένα από αυτά έχουν ήδη κατακτήσει τις δεξιότητες που χρειάζονται, ενώ άλλα όχι.

Άρα να μιλήσουμε καλύτερα για πρακτικές;
Ακριβώς! Το ερώτημα είναι ποιες πρακτικές είναι ελκυστικές, αποτελεσματικές και προσαρμοσμένες στην ωριμότητα του κάθε μοναδικού παιδιού, ώστε να οδηγηθεί να χτίσει πραγματικές δεξιότητες ανάγνωσης λογοτεχνίας, μέσα από συγκεκριμένη δουλειά και όχι τυχαία. Ενθαρρύνουμε, για παράδειγμα, το «πώς διαβάζω;», οδηγώντας τα παιδιά να μάθουν να «ρωτούν» το κείμενο: Ποιος; Τι κάνει; Πού; Με ποιον; Πώς; Γιατί; Ο στόχος είναι να δουν ότι το βιβλίο είναι γεμάτο από πλούσια φαντασία και εκπλήξεις.
Για να επιστρέψουμε στα βιβλία που περιέχουν εικόνες, είτε συνοδεύονται από λέξεις είτε όχι, αυτά απευθύνονται σε μια ανοιχτή πρόσληψη, όπου η προσωπική ερμηνεία του αναγνώστη μετράει περισσότερο από το να βρεθεί το ένα και μοναδικό νόημα. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι απαιτείται η ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη (παιδιού ή ενήλικου), ο οποίος καλείται να αναζητεί ενδείξεις και να ανασυγκροτεί θραύσματα πληροφοριών για να συντάξει την ιστορία, πάντα στον βαθμό  που του επιτρέπει η ωριμότητά του. Ειδικότερα, όμως, στα βιβλία χωρίς λέξεις, τα παιδιά μπορούν να εκπαιδεύσουν τη ματιά τους, για να μάθουν πώς να αποκρυπτογραφούν εικόνες και πώς να ντύνουν τις ιστορίες με λέξεις. Ταυτόχρονα με το μάτι, εκπαιδεύεται και το μυαλό, γιατί το να μιλάω για εικόνες δεν είναι το ίδιο με το να τις βλέπω. Η «μετάφραση» από το ένα σύστημα στο άλλο δεν είναι ανώδυνη.

Μια συζήτηση που είχα πρόσφατα και άκρη δεν βγάλαμε… Ένα βιβλίο χωρίς λέξεις είναι λογοτεχνία;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντηθεί αρχικά το τι είναι και τι δεν είναι λογοτεχνία, ένα τεράστιο ζήτημα για το οποίο έχει χυθεί και εξακολουθεί να χύνεται πολλή μελάνη. Θα αρκεστώ σε ορισμένες παρατηρήσεις.

  • Στις βουβές αφηγήσεις η φωνή αφαιρείται, αλλά ο λόγος είναι εκεί. Με την έννοια αυτή, ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των εξιστορήσεων και έχουν μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί.
  • Εντάσσονται στη σύγχρονη αντίληψη του γραμματισμού, η οποία θεωρεί κείμενο τόσο το εικονιστικό και το λεκτικό όσο και τον συνδυασμό τους.
  • Αδιαμφισβήτητα, τα βουβά βιβλία περιέχουν λογοτεχνικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα χαρακτήρες, σκηνικό, πλοκή, θέμα, εστίαση, ύφος. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται με όλους τους τρόπους, απλούς ή σύνθετους.

Για να ενισχύσω την ιδέα της λογοτεχνικής ποιότητας των βιβλίων χωρίς λόγια, αναφέρω τη φράση του εικονογράφου Raymond Briggs, συγγραφέα του βουβού κόμικ Snowman: «Η ουσία είναι ότι η εικονογράφηση είναι λογοτεχνική. Αν δεν ήταν, θα παρέμενε μόνο ένα σχέδιο».

Συνοψίζοντας, γιατί θα προτείνατε σε έναν νέο γονιό να επιλέξει ΚΑΙ βουβά βιβλία για την παιδική του βιβλιοθήκη και πώς θα πείθατε έναν πιο… «παραδοσιακό» να «ρισκάρει» και να επιλέξει την καινοτομία ενός βιβλίου χωρίς λέξεις;
Είναι γνωστό, και το διαπιστώνουμε καθημερινά, ότι η γλώσσα του 21ου αιώνα είναι η οπτική. Τα βιβλία χωρίς λέξεις οξύνουν την παρατηρητικότητα του παιδιού και του μαθαίνουν να μην προσπερνά την εικόνα φευγαλέα, αλλά να είναι περισσότερο υποψιασμένο για τα μηνύματα που αυτή περνά. Το ζητούμενο είναι το παιδί να μάθει να κινείται με άνεση ανάμεσα στον κόσμο των λέξεων και σε αυτόν των εικόνων, είτε σε επίπεδο κατανάλωσης ενός κειμένου είτε σε επίπεδο παραγωγής του. Και τα βουβά βιβλία μπορούν να το κάνουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο.

Διαβάστε:
Αν Μαργκό Ράμσταϊν και Ματιάς Αρεγκί, Πριν Μετά, Εκδόσεις Κόκκινο (2014)
Το ατελιέ της Φανταστικής, Το Κουμπί, Εκδόσεις Γράφημα (2017)
Γκουοτζίν, Το μοναχοπαίδι, Εκδόσεις Ψυχογιός, (2017)
Πέρσα Ζαχαριά, Η Φάλαινα το Αγόρι και η Θάλασσα ανάμεσά τους, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο (2019)
Άαρον Μπέκερ, Ταξίδι, Αναζήτηση, Επιστροφή (Τριλογία), Εκδόσεις Φουρφούρι (2019)
Πατρίθια Μαρτίν, Ροθίο Μπονίγια, Τι είναι αυτή η κοιλιά μαμά;, Ώρα για ύπνο, Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη (2021)
Σον Ταν, Η άφιξη, Εκδόσεις Φουρφούρι (2021)
Τζον Χίαρ, Εκδρομή στο Φεγγάρι, Εκδόσεις Ίκαρος (2021)
Ντανιέλα Σταματιάδη, Μια αρχή, ένα τέλος, μια αρχή ξανά, Εκδόσεις Πατάκη (2021)
Σέου Λι, Κρακ!, Εκδόσεις Κλειδάριθμος (2022)
Αχιλλέας Ραζής, Είναι τέρας;, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο (2022)Η Μαριάννα Μίσιου μεγάλωσε στην Αφρική, σε γαλλόφωνη τότε αποικία, και πέρασε την παιδική της ηλικία διαβάζοντας κόμικς της γαλλοβελγικής σχολής, όπως Τεντέν, Αστερίξ, Γκαστόν Λαγκάφ και πολλά άλλα. Η αναγνωστική της αυτή προτίμηση και εμπειρία καθόρισε τη μετέπειτα ενασχόλησή της με την παιδική λογοτεχνία, τα κόμικς και τα εικονοβιβλία, σε ερευνητικό και επιστημονικό επίπεδο. Στην πορεία της αυτή, διαπίστωσε ότι οι εικόνες προσφέρουν ένα ανεξάντλητο πεδίο αναγνωστικής εξερεύνησης και απόλαυσης για μικρούς και μεγάλους, ειδικά όταν διηγούνται μόνες τους, απαλλαγμένες από το βάρος των λέξεων. Εξ ου και το ενδιαφέρον της για τα βιβλία με εικόνες και μάλιστα μόνο με εικόνες, απότοκο του οποίου αποτελεί η πρόσφατη μελέτη της με τίτλο Βουβά κόμικς και εικονοβιβλία. Τεχνικές αφήγησης στα βιβλία χωρίς λέξεις, από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο (2020). Σήμερα, στο ΤΕΠΑΕΣ του Πανεπιστημίου Αιγαίου, διδάσκει μαθήματα που σχετίζονται με την παιδική λογοτεχνία, τις εικονιστικές αφηγήσεις και τη διδακτική τους.

Leave a Reply