ΤΙ ΑΛΛΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΜΥΑΛΟ;

Σήμερα νωρίς το πρωί βγήκα από το σπίτι ύστερα από μέρες, για ένα υπερεπείγον ραντεβού στον οδοντίατρο. Κινούμενη προς το ιατρείο, μισή ώρα με τα πόδια από το σπίτι μου, παρατηρούσα τους ανθρώπους, που ομολογώ ότι έχω σχεδόν ξεχάσει τον τελευταίο καιρό. Η πλειονότητα φορούσε πλέον τη μάσκα σωστά. Όμως, μια σημαντική μειονότητα είτε δε φορούσε καθόλου μάσκα είτε τη φορούσε στον λαιμό, στον αγκώνα, ή, έκανε εμφάνιση με το κλασικό, “μυτούλα έξω, λοιπόν”, για να παραφράσουμε τη Μελίνα Τανάγρη και τα θρυλικά βυζάκια της.

Κάτω από το οδοντιατρείο, υπάρχει ένα φέιμους καφέ-μπραντσάδικο-εστιατόριο, ακριβό και εκτιμημένο, που τώρα λειτουργεί μόνο με ντιλίβερι και τεϊκαγουέι. Όσο περίμενα να πάει οχτώμιση για να χτυπήσω και να ανέβω (δεν επιτρέπεται πλέον αναμονή στο σαλόνι) παρατηρούσα τους τρεις εργαζόμενους, που ετοιμάζονταν να ανοίξουν το καφέ, το καφέ που όλοι θα περιμέναμε ότι θα τηρεί τα μέτρα άριστα, κωλονακιώτικο και του πανακρίβου, το καφέ απ’ όπου σκόπευα κι εγώ ν’ αγοράσω δυο προσεγμένους καπουτσίνο άμα τη αναχωρήσει μου από τον γιατρό, ώστε να απολαύσω τον έναν εγώ και τον άλλον ο άντρας μου που διδάσκει από τις 8 το πρωί μπροστά σε μια ξερή οθόνη στο σπίτι.

Αμ, δε! Το τρίο κατάρα δεν τηρούσε ούτε καν τα μέτρα που θα απαιτούσαμε και πριν από την πανδημία ως πελάτες. Καμία μάσκα, καμία αντισηψία, πιάνονταν, χαχάνιζαν εκτοξεύοντας σαλάκια, ακουμπούσαν τα μούτρα τους, ο ένας έβηξε κιόλας, ενώ ταυτόχρονα άγγιζαν μηχανές καφέ, καφεπότηρα, καλαμάκια, τον πάγκο, το ψυγείο, τα φρούτα που προορίζονταν για τους χυμούς! Η παρωδία ολοκληρώθηκε με την άφιξη του φορτηγού τροφοδοσίας, απ’ όπου βγήκε ο “μπρο”, όπως τον προσφωνούσαν, φυσικά με τη μυτούλα έξω από τη μασκούλα. Αφού ο μπρο έκανε χάι φάιβ (!!!) με τον έναν εργαζόμενο και χάιδεψε ασυναίσθητα την ελεύθερη μυτούλα του και τη μασκούλα που κάλυπτε το στόμα του, άνοιξε την πλαϊνή πόρτα του βανακίου και άρχισε απροκάλυπτα το ξεφόρτωμα μιας σειράς από φρέσκα υλικά που προορίζονταν για τα πολυδιαφημισμένα μπράντσιζ και λάντσιζ. Ήμουν έτοιμη να τους πω κάτι, αλλά ξέρετε τι; Βαρέθηκα. Αφού δεν καταλαβαίνουν έπειτα από τόσους μήνες, αφού γράφουν εργοδότες και πελάτες εκεί που δεν πιάνει μελάνι, εμένα θα ακούσουν; Απλώς, σημείωσα νοερά ότι δε θα αγοράσω ποτέ των ποτών κάτι από το συγκεκριμένο μαγαζί, ούτε θα πιω ποτάρα με τη Λου εκεί, όπως της είχα υποσχεθεί.

Αφού τέλειωσα με το οδοντοβάσανο και ευχήθηκα νοερά “καλή τύχη” σε 3-4 που ανέμεναν κάτω να πάρουν τον καφέ και το σνακ τους από το καλομάγαζο, κίνησα πεζή προς το σπίτι. Η κίνηση είχε αυξηθεί και μαζί της και οι #δενφοράωμάσκαποτέκιαςμεπιάσουν και οι #ποτέμάσκαστημύτησιγάμημείνωσπιτι. Εγώ, κυρία, με τη μάσκα μου, το αντισηπτικό στο χέρι καλού κακού, βάδιζα με γοργό ρυθμό και αποστάσεις, προς το σπίτι απ’ όπου γράφω τώρα, λαχταρούσα, όμως, εκείνον τον άτιμο τον ζεστό καπουτσίνο, τον σήκωνε και η πρωινή μουντάδα. Οπότε στόχευσα προς ένα συμπαθές καφέ κοντά στο σπίτι μου, όπου και έφτασα και παρήγγειλα στεκόμενη απ’ έξω. Ξάφνου, ένιωσα πίσω μου, πολύ κοντά, τόσο κοντά που θα ενοχλούμουν και κόβιντ απόντος, ανθρώπινη παρουσία. Γυρνάω, λοιπόν, και βλέπω κολλημένο πάνω μου σαρανταπεντάρη βαρύμαγκα χωρίς μάσκα, που κρατούσε από το χέρι ένα κοριτσάκι δημοτικού, προφανώς κι αυτό άμασκο. Αφού έκανα κάποια βήματα προς τα μπρος, χωρίς να έχω πολύ περιθώριο, του είπα ευγενικά, μόνο και μόνο επειδή συνόδευε το παιδάκι, να κρατήσει απόσταση και να φορέσει τη μάσκα του. “Ό,τι θέλω θα κάνω”, κλασικά, “ποια είσαι εσύ που θα μου πεις πού θα σταθώ κι αν θα φορέσω μάσκα. Αν θέλει ας έρθει η αστυνομία να με πιάσει”. Έριξα ένα παρακλητικό βλέμμα στον μπαρίστα, που του ζήτησε με τη σειρά του να απομακρυνθεί και να φορέσει τη μάσκα του, ώστε να περιμένει να εξυπηρετηθεί και ο άμασκος τον έπιασε στο βρισίδι. Το κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα, ο μπαρίστα βγήκε έξω να τσαμπουκαλευτεί [κατεβάζοντας κι εκείνος τη μάσκα του, όμως, εκεί με έχασε] κι εγώ έφυγα τρέχοντας. Σε 3 λεπτά ήμουν σπίτι και χτυπούσα το φραπεδάκι μου και νομίζω πως για το επόμενο χρονικό διάστημα, όπως είχαμε κάνει και στην πρώτη καραντίνα, θα κόψουμε και τα ντιλίβερι και τα τεϊκαγουέι από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, γιατί δεν μπορούμε να ρίχνουμε κλήρο για το ποιος θα τηρεί ή όχι τα μέτρα.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν από λίγη ώρα, πρωί Παρασκευής 20.11.2020. Συνέβησαν την ίδια στιγμή που μια (δεξιά) κυβέρνηση προχώρησε σε επίταξη ιδιωτικών κλινικών στη Θεσσαλονίκη και ετοιμάζει τρένα-νοσοκομεία να κατεβάσει ασθενείς στη Νότια Ελλάδα, συνέβησαν την ίδια στιγμή που οι έφηβοι όλης της χώρας διδάσκονται λαλημένοι κλεισμένοι στο σπίτι, συνέβησαν την ίδια στιγμή που χιλιάδες οικογένειες παιδιών προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σταυροκοπιούνται ώστε να λειτουργήσει η πλατφόρμα το μεσημέρι. Συνέβησαν τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι είναι χωρίς δουλειά κι ούτε ξέρουν πότε και αν θα ξαναβρούν. Συνέβησαν λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση 3227  επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στην Ελλάδα, 499 διασωληνωμένων ασθενών και 59 θανάτων. Συνέβησαν έναν μήνα και κάτι πριν από τα Χριστούγεννα που όλοι λαχταράμε για γιορτάσουμε, αλλά δεν το βλέπω. Πολλοί αναρωτιούνται πώς φτάσαμε ως εδώ. [Εγώ είχα εκφράσει απόψεις/προβληματισμούς το καλοκαίρι εδώ και εδώ].Πολλοί αναρωτιούνται γιατί τα κρούσματα τραβάν την ανηφόρα, ενώ είμαστε σε λοκντάουν. Όσο κάποιοι -και μάλιστα εργαζόμενοι στην εστίαση- δεν μπορούν να τηρήσουν 3 απλά μέτρα, μάσκα, χέρια, αποστάσεις, όσο κάποιοι κάνουν σαν κακομαθημένα παιδιά που τους πήραν το γλειφιτζούρι τους και δεν μπορούν να καταλάβουν πως η δική τους στάση επηρεάζει πλέον ντόμινο όλη την κοινωνία, δε θα προκόψουμε.

Προσωπικά, ζορίζομαι και θεωρώ ότι τα μέτρα αδικούν όσους προσέχουν, με πρώτη εμένα. Γιατί θέλω να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα, γιατί θέλω να πεταχτώ ΣΚ στο εξοχικό μου χωρίς να δω άνθρωπο προφανώς, γιατί θέλω στις 10 το βράδυ που θα κλείσω τον υπολογιστή έπειτα από 14 ώρες να πάω να περπατήσω μισή ώρα, γιατί θέλω τα σχολεία ανοιχτά. Προς το παρόν, δε ζητώ κάτι παραπάνω. Όταν, όμως, οργανώνονται κρυφά πάρτι, όταν μαζεύονται παρέες των 20 στις πλατείες, όταν γονείς προτρέπουν τα μικρά τους να μη φορούν μάσκα, αλλά και κάμποσοι εκπαιδευτικοί δεν προσέχουν μέσα στις τάξεις-υγειονομικές βόμβες των 27 μαθητών, τότε μαζί με τα ξερά θα καούν και τα χλωρά. Επειδή, λοιπόν, από το κράτος λίγα έχουμε να περιμένουμε, μας μένει, δυστυχώς, η ατομική ευθύνη, μόνη κι έρημη, ενώ θα έπρεπε να συνυπάρχει με τη σχεδόν ανύπαρκτη αντίστοιχη κρατική. Ο σώζων εαυτόν σωθείτω, λοιπόν, έχει εξελιχθεί η φάση με την πανδημία κι όσο αργούμε να το καταλάβουμε και να αυτοπροστατευτούμε και να προστατεύσουμε και τους γύρω μας, το μόνο που θα τρώμε είναι επιπλέον μέτρα και καταστολή.  Τι άλλο πρέπει να συμβεί για να βάλουμε μυαλό μπας και ξεμπερδέψουμε και πάρουμε τις ζωές μας πίσω, χωρίς να πάρουμε στον λαιμό μας άλλους ανθρώπους;

One Response

  1. ΚΟΡΝΗΛΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 21 Νοεμβρίου, 2020

Leave a Reply