A (DIFFERENT) NIGHT AT THE OPERA Ή ΟΤΑΝ Η ΜΑΝΤΑΜΑ ΜΠΑΤΤΕΡΦΛΑΪ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΜΑΣ

Ο σύντροφός μου κι εγώ βγαίνουμε σπάνια (εκείνος από ιδιοσυγκρασία, εγώ από κούραση), γι’ αυτό άλλωστε και οι καραντίνες δεν μας έχουν πέσει ιδιαίτερα βαριές. Στην προ Κόβιντ εποχή, οι σταθερές μας έξοδοι, που δεν θυσιάζαμε για κανέναν και για τίποτα, ήταν μουσικού περιεχομένου, με πρώτη προτίμησή μας την όπερα. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Εθνική Λυρική Σκηνή μεταφέρθηκε από το αγαπημένο, αλλά αφρόντιστο “Ολύμπια” στις πανέμορφες, εντυπωσιακές εκγαταστάσεις του ΚΠΙΣΝ, νομίζω ότι μάλλον δεν χάσαμε καμιά παράσταση! Αξίζει εδώ να σημειώσω ότι στο πρώτο lockdown, όταν όλοι μας “κλαίγαμε” τα μπαρ, τα εστιατόρια, τα σινεμά, τις εκδρομές και βέβαια το Πάσχα, ο καλός μου “έκλαιγε” επειδή έχασε τον προγραμματισμένο για τον Μάιο “Βέρθερο” του Ζιλ Μασνέ… Εντωμεταξύ, μετά την άρση των μέτρων την Άνοιξη, πήραμε την απόφαση να μη ρισκάρουμε ούτε το open air Ηρώδειο και αρκεστήκαμε στις διεθνείς παραγωγές όπερας που βλέπαμε στο κανάλι Mezzo. Όταν η ΕΛΣ ανακοίνωσε, το καλοκαίρι, το πρόγραμμα της φετινής σεζόν, ήμασταν στο εξοχικό μας σπίτι και το θυμάμαι σαν τώρα… Μαντάμα Μπαττερφλάι, του Τζάκομο Πουτσίνι, η πρώτη παράσταση. “Θα το ρισκάρω και θα πάμε”, λέει ο Γιώργος του οποίου η λατρεία προς τη μουσική έμοιαζε να νικάει κάθε κορονοφόβο. “Δεν έχουμε να πάμε πουθενά”, ανταπαντώ εγώ, πάντοτε συγκρατημένη και ελαφρώς υπερβολική. “Να είμαστε καλά και θα έχουμε ευκαιρίες μελλοντικά να απολαύσουμε δεκάδες παραστάσεις…”, συμπληρώνω.

Καθώς περνούσαν οι μέρες και επιστρέψαμε στην Αθήνα, ο Γιώργος συνέχιζε να το σκέφτεται -Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι αυτή, όπως χαρακτηριστικά έλεγε- αν και τα κρούσματα αυξάνονταν με ταχείς ρυθμούς. Είχε μπει στο site της ΕΛΣ και αναζητούσε/υπολόγιζε τις πιο ασφαλείς θέσεις (πρώτη σειρά εξώστη π.χ. -που ήταν φυσικά ήδη κλεισμένες), κάτι τόλμησε να προτείνει να πάει μόνος του, υποστήριξε σθεναρά το “θάρρος” της κουμπάρας μας που έκλεισε στις 20.10 εισιτήριο και πήγε μόνη της. Να μη σας τα πολυλογώ, κάθε μέρα μου το γυρόφερνε… Εγώ ήμουν ανένδοτη. Χωρίς να αμφιβάλλω για τα άριστα μέτρα υγειονομικής προστασίας της ΕΛΣ, δεν ήθελα με τίποτα να αυξήσω τις πιθανότητες έκθεσης της οικογένειάς μας στον ιό. Ήδη οι τρεις από τους τέσσερις πήγαιναν καθημερινά στο σχολείο, ένας δίδασκε και δύο διδάσκονταν, και συγχρωτίζονταν με εκατοντάδες άτομα. “Υπομονή, Γιώργο”, έλεγα… Και τελικά ήρθε το δεύτερο lockdown να του κόψει κάθε κρυφή ελπίδα, με τις παραστάσεις του Νοεμβρίου, τις οποίες φυσικά καλοκοίταγε να αναβάλλονται…

Τότε, αφού ο καλός μου πήρε πλέον απόφαση ότι όπερα για φέτος δεν φαίνεται έχει, άρχισε η νέα… καραμέλα. “Γιατί η ΕΛΣ δεν φτιάχνει online τηλεόραση να απολαύσουμε, έστω κι έτσι, τις παραστάσεις της; Πώς είχε παιχτεί ο Βότσεκ στο Mezzo; Γιατί δεν παίζονται και οι άλλες παραγωγές; Δεν υπάρχει αρχείο; Πότε θα αξιοποιηθεί; Θέλω να ξαναδώ το “Προσοχή, ο πρίγκιπας λερώνει” και οπωσδήποτε τη “Λουτσία ντε Λαμμερμούρ” και τη “Γενούφα”. Είναι δυνατόν να μην υπάρχουν μαγνητοσκοπημένες οι παραστάσεις; Να πάρεις να ρωτήσεις…” Ευτυχώς, όμως, πριν αναγκαστώ να τηλεφωνήσω (ντρεπόμουν κιόλας, τι να έλεγα; “Γεια σας, παρακαλεί ο Γιώργος μια και έχουμε καραντίνα να ανεβάσετε ονλάιν τα πάντα όλα σας να έχει να πορεύεται”;), η ΕΛΣ με πρόλαβε, αφουγκραζόμενη τον Γιώργο και τον κάθε Γιώργο, και ανακοίνωσε την έναρξη της λειτουργίας της GNO TV, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ. Δεν νομίζω ότι υπήρξε άνθρωπος που να πανηγύρισε τόσο τη δημιουργία της όσο ο στερημένος από όπερα σύντροφός μου. Πρώτη παράσταση; Η Μαντάμα Μπαττερφλάι! Μα τι άλλο να ζητούσε;

Έτσι, το προηγούμενο βράδυ Σαββάτου, προς Κυριακή, φορέσαμε τα “καλά” μας, ανοίξαμε ένα Prosecco, και καθίσαμε αναπαυτικά στον καναπέ, παρέα και με τα παιδιά, και γιορτάσαμε τα γενέθλια του οπερόφιλου μπαμπά μας παρέα με την Μαντάμα Μπαττερφλάι, τον κύριο Πίνκερτον, τη Σουτζούκι και τον Σάρπλες. Η παράσταση, μέσα στην οποία μας οδήγησε ο μαέστρος Λουκάς Καρυτινός, ήταν μαγευτική. Να φανταστείτε ότι ο έφηβος της οικογένειας θυσίασε το απαραίτητο για τα δεκατρία του χρόνια υπερχαζολόγημα στο κινητό και στάθηκε επί δυόμιση ώρες μπροστά στη μεγάλη οθόνη χωρίς να πει κιχ. Να φανταστείτε ότι η δεκάχρονη της οικογένειας απαίτησε να έρχεται πλέον μαζί μας κάθε φορά, όταν με το καλό αρχίσουν εκ νέου οι ζωντανές παραστάσεις (έχει έρθει μόνο δυο φορές σε “κανονικές” όπερες, αλλά έχει δει όλες τις παιδικές, από τότε που ήταν… ενάμιση έτους, με πρώτη τον “Παπουτσωμένο Γάτο” το μακρινό 2012).

Νομίζω πως οι συγκλονιστικές ερμηνείες της Ερμονέλα Γιάχο, του Τζανλούκα Τερρανόβα, του Διονύση Σούρμπη, της Χρυσάνθη Σπιτάδη και των υπόλοιπων καλλιτεχνών, αλλά και η σκηνοθεσία, με τις εναλλασσόμενες γιαπωνέζικες και δυτικές φορεσιές και τις εντυπωσιακές -ίσως και ελαφρώς υπερβολικές για την οθόνη-βιντεοπροβολές, που σε ταξίδευε στην Ιαπωνία της δεκαετίας του ’50 (σκηνοθετική αδεία…), ήταν, εκτός από εξαιρετικές, συνάμα και λυτρωτικές για τις δύσκολες ημέρες που βιώνουμε όλοι και έφεραν μια μικρή κάθαρση στην σφιγμένη καρδιά και στο θυλωμένο μυαλό μας.

Συγκρίνεται, θα ρωτήσετε, η θέαση/ακρόαση μιας όπερας στο σαλόνι, στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή ή στο κινητό, με τη θεατρική εμπειρία; Όχι, βέβαια… Προς Θεού. Ο θεατής/ακροατής μετατρέπεται σε τηλεθεατή/τηλεακροατή και αυτό από μόνο του αλλάζει τους κώδικες της πολιτιστικής εμπειρίας. Όμως, από τη στιγμή που οι συνθήκες της εποχής δεν μας επιτρέπουν τη μαζική παρακολούθηση παραστάσεων, μια τηλεοπτική μετάδοση άριστα σκηνοθετημένη (η συγκεκριμένη ήταν η παράσταση της 16ης Οκτωβρίου στην ενορχήστρωση του Έττορε Πανίτσα για περιορισμένη ορχήστρα -όπως όλες οι παραστάσεις που πρόλαβαν να παιχτούν ζωντανά) είναι μια απολαυστική λύση. Και είμαι πολύ χαρούμενη (σχεδόν όσο και ο Γιώργος) που η Λυρική Σκηνή προσφέρει στο κοινό της αυτή τη δυνατότητα. Με ένα εισιτήριο των 10 ευρώ αποκτάς πρόσβαση σε μια άρτια αισθητικά παράσταση, την οποία έχεις δικαίωμα να δεις μέχρι και τρεις φορές και για έναν μήνα από την ενεργοποίησή του. Δεν μας ξένισε, λοιπόν, ούτε μας ενόχλησε η διαμεσολάβηση της οθόνης, άλλωστε, όπως προανέφερα παρακολουθούμε συχνά ξένες παραγωγές, μέσω του Mezzo. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι κάποιες στιγμές με φαντάστηκα βυθισμένη στα κόκκινα βελούδινα καθίσματα της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος και αναρωτήθηκα πόσο περισσότερο θα απολάμβανα την παράσταση διά ζώσης, από τη στιγμή που την απόλαυσα τόσο πολύ μαγνητοσκοπημένη…

Ακόμα κι αν δεν είστε εξοικειωμένοι με την όπερα, σας προτείνω να δοκιμάσετε να παρακολουθήσετε την Μαντάμα Μπαττερφλάι! Δεν υπάρχει περίπτωση να μην σας ταξιδέψει κάπου αλλού, στην Ανατολή, σε παλαιότερες εποχές, με άλλα ήθη και έθιμα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην σας φέρει στη θέση μιας γυναίκας ευαίσθητης σαν πεταλούδα που αγάπησε σφόδρα έναν κυνικό άντρα, χωρίς φυσικά να αγαπηθεί από αυτόν, μιας μάνας που αναγκάστηκε να στερηθεί το παιδί της και που προτίμησε να βάλει τέλος στη ζωή της, παρά να ζήσει μονάχη, χωρίς τον άντρα και τον γιο της. Αν έχετε παιδιά από 8 ετών και άνω, μπορείτε να την παρακολουθήσετε μαζί τους, εξηγώντας, ίσως, λίγα πράγματα για τη γιαπωνέζικη κουλτούρα και την αντίθεσή της με τη δυτική-αμερικανική (διάχυτη σε όλη την παράσταση) εκ των προτέρων, π.χ. τι είναι οι γκέισες ή πόσο πιο συνηθισμένη είναι η αυτοκτονία στην Ιαπωνία, ιδιαίτερα σε περίπτωση ατίμωσης. Νομίζω πως θα εντυπωσιαστούν και θα είναι για αυτά ένα σπουδαίο μάθημα μουσικής και πολιτισμού, ακόμα κι αν δεν αντέξουν να τη δουν όλη…

Να σημειώσω ότι ακολουθεί σύντομα μια παράσταση μπαλέτου, “Ο Δον Κιχώτης”, για τον οποίο είχαμε εισιτήρια στις 19 Μαρτίου 2020 και φυσικά καταλαβαίνετε ότι δεν τον ακολουθήσαμε ποτέ στα ταξίδια του με τον Ροσινάντε και τον Σάντσο Πάντσα. Όμως, επιτέλους, θα είναι και αυτός διαθέσιμος για κατ’ οίκον επισκέψεις μέσα στον Δεκέμβριο και με χαρά θα τον υποδεχτούμε στο στολισμένο σπιτικό μας! Το αυτό θα συμβεί και με τον “Ντον Τζοβάννι”, την αγαπημένη όπερα του Μότσαρτ, με τον εκπληκτικό Τάση Χριστογιαννόπουλο [συμπαραγωγή με την Όπερα του Γκαίτεμποργκ (Σουηδία) και τη Βασιλική Όπερα της Δανίας], παράσταση που ήταν προγραμματισμένη να παιχτεί τον Δεκέμβριο στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, αλλά όλα δείχνουν πως τελικά θα ανέβει αποκλειστικά στα γιορτινά μας σαλόνια!

Στην πλήρη λειτουργία της από τις αρχές Ιανουαρίου του 2021, η GNO TV θα προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία προτάσεων για το κοινό της ΕΛΣ, από παραστάσεις όπερας και μπαλέτου από την Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, οπερέτας, μουσικού θεάτρου και φεστιβάλ από την Εναλλακτική Σκηνή, αλλά και παλιότερες παραγωγές της ΕΛΣ και νέα διαδικτυακά φεστιβάλ, εκπαιδευτικά προγράμματα και παιδικές παραγωγές. Ο αναλυτικός κατάλογος των υπηρεσιών της GNO TV στην πλήρη της λειτουργία θα ανακοινωθεί στο επόμενο διάστημα.

Με το καλό να ανταμώσουμε και πάλι στην Καλλιθέα!

Λίγα λόγια για την παράσταση

Για την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι αποτελεί ένα έργο ορόσημο, καθώς υπήρξε η πρώτη όπερα που ανέβασε ο τότε νεοϊδρυθείς οργανισμός στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιος του συνθέτη, ο Αντόνιο Πουτσίνι, αλλά και ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος λίγες ώρες αργότερα θα έδινε στην ελληνική κυβέρνηση το ιταλικό τελεσίγραφο πολέμου. Φέτος, με τη συμπλήρωση των 80 ετών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η Μπαττερφλάι επιστρέφει στο νέο σπίτι της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, όχι μόνο για να τιμήσει την επέτειο, αλλά και για να σημάνει την επανεκκίνηση της ΕΛΣ μετά την πανδημία και να καταδείξει ότι η τέχνη και ο πολιτισμός επιβιώνουν στις πιο δύσκολες συνθήκες, καθώς αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης αναφέρει: «Επιλέξαμε να ανοίξουμε με το έργο αυτό γιατί τον φετινό Οκτώβριο συμπληρώνονται τα 80 χρόνια από την ιστορική εκείνη πρώτη παρουσίαση της Μπαττερφλάι από την ΕΛΣ στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο συμβολισμός είναι προφανής: Η ΕΛΣ ήταν πάντα παρούσα και θαρραλέα σε πολύ δύσκολες εποχές και κατάφερνε να σταθεί όρθια ακόμα και σε συνθήκες απολύτως αντίξοες, όπως τότε, όπως και σήμερα».

Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ανάγει την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.

Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Ηρώδειο, και τώρα αναβιώνει σε μια νέα εκδοχή για τη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος, υπογράφει ο διάσημος Αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή παραγωγή με παραδοσιακά γιαπωνέζικα κοστούμια, ενώ τα σκηνικά και οι προβολές εικονοποιούν με εντυπωσιακό τρόπο τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου από τη μια και τον ψυχισμό της ηρωίδας από την άλλη. Τις προβολές υπογράφει ο Σέρτζιο Μετάλλι, ενώ τους φωτισμούς ο Βαλέριο Αλφιέρι. Στη διανομή συναντούμε σπουδαίους Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές. Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν τρεις κορυφαίες σοπράνο με διεθνή σταδιοδρομία, η Ερμονέλα Γιάχο, η Τσέλια Κοστέα και η Κριστίνε Οπολάις.

Η Ερμονέλα Γιάχο, η οποία γεννήθηκε στην Αλβανία και κατοικεί στη Νέα Υόρκη, έχει χαρακτηριστεί από τον Economist «η πιο φημισμένη σοπράνο στον κόσμο». Είναι διάσημη για τις μοναδικές ερμηνείες της και την ταύτισή της με τις ηρωίδες που ερμηνεύει. Εμφανίζεται στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, από την Αμερική και την Αυστραλία έως την Ευρώπη και την Ασία, ενώ έχει συνεργαστεί με σπουδαίους μονωδούς, σκηνοθέτες και μαέστρους. Ειδικά για την ερμηνεία της στη Μαντάμα Μπαττερφλάι οι κριτικές που έχουν γραφτεί είναι αποθεωτικές, με αποκορύφωμα τον Independent, που έγραψε για την ερμηνεία της Γιάχο στο Κόβεντ Γκάρντεν ότι «είναι η καλύτερη Μπαττερφλάι που έχει δει το Λονδίνο εδώ και χρόνια».

Η διακεκριμένη υψίφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Τσέλια Κοστέα έχει συμπράξει με τα μεγαλύτερα θέατρα και τις σημαντικότερες αίθουσες του κόσμου όπως Κρατική Όπερα Βιέννης, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Κοντσέρτχεμπαου Άμστερνταμ, Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), καθώς και σε Στουτγάρδη, Μπέργκεν, Όσλο, Μασσαλία, Λιέγη, Βαρκελώνη, Μιλάνο, Κατάνια, Παλέρμο, Μόντενα, Πιατσέντζα, Πεκίνο, Σεούλ, Τόκυο, Σιγκαπούρη και Αθήνα σε ρόλους όπως Μαργαρίτα (Φάουστ), Νέντα (Παλιάτσοι), Μικαέλα (Κάρμεν), Λεονόρα (Ο τροβαδούρος), Δυσδαιμόνα (Οθέλλος), Ελιζαμπέττα (Ντον Κάρλος), Λιου (Τουραντότ), Μιμή (Μποέμ), Τόσκα, Έλενα (Ο σικελικός εσπερινός).

Η Λετονή Κριστίνε Οπολάις πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα στα πρώτα της βήματα, το 2007 στην Τόσκα της ΕΛΣ, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις. Αμέσως μετά, η καριέρα της εκτινάχθηκε και πολύ σύντομα αναδείχθηκε σε μια από τις πιο περιζήτητες σοπράνο παγκοσμίως, καθώς συνδυάζει εντυπωσιακά μια μοναδική σκηνική παρουσία με τη δραματικότητα και το μέταλλο της φωνής της. Το ντεμπούτο της στη Μετροπόλιταν το 2014 της έδωσε μια παγκόσμια αναγνωρισιμότητα αφού μέσα σε δύο συνεχόμενες μέρες ερμήνευσε με τεράστια επιτυχία την Μπαττερφλάι και τη Μιμή στην Μποέμ. Μάλιστα την ίδια χρονιά, μετά τις εμφανίσεις της στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου ο Telegraph τη χαρακτήρισε ως την «κορυφαία σοπράνο της εποχής μας στις ερμηνείες των έργων του Πουτσίνι».

Τη διανομή συμπληρώνουν οι τενόροι Τζανλούκα Τερρανόβα και Δημήτρης Πακσόγλου, οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Νίκος Κοτενίδης, η μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη, καθώς και μια πλειάδα Ελλήνων μονωδών.

Ο συνθέτης: O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926).

Το έργο: Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιερ Λοτί.

Πρεμιέρες: Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906.

Σύνοψη
Α΄ Πράξη

Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». Ο Πίνκερτον πληροφορεί τον Αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση. Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με τον σύζυγό της στον κήπο.

Β΄ Πράξη

Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά τον γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την Αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει τον γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα. Ξημερώνει και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την Αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί. Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και τον γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.

One Response

  1. Susan Klee 6 Δεκεμβρίου, 2020

Leave a Reply