Η Ευγενία Μπογιάνου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά μένει εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. Το τελευταίο, η Φανή, κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου τόσο για τη λογοτεχνική του αξία όσο και για το γεγονός ότι ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα μέσα στο lockdown. H Ευγενία Μπογιάνου είναι, επίσης, μητέρα τριών παιδιών, δύο ενηλίκων και μίας μικρής που τελειώνει την έκτη δημοτικού. Τη συνάντησα, λοιπόν, και συζητήσαμε για το βιβλίο της, για την ελληνική οικογένεια, για την εφηβεία και τη νεανική ηλικία, για τον έρωτα, αλλά και για το πώς βίωσε η οικογένειά της την πανδημία του κορονοϊού και την καραντίνα.
Ευγενία, η συνέντευξη αυτή θα αφορούσε υπό Κ.Σ. αποκλειστικά τη Φανή, το νέο σου βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις αρχές Μαρτίου. Αλλά μας πρόλαβαν τα γεγονότα και αναπόφευκτα θα κινηθούμε και σε άλλα μονοπάτια. Παρ’ όλα αυτά με τη Φανή θα ξεκινήσουμε. Είναι ένα εικοσάχρονο κορίτσι, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, που, εν μέσω κοινωνικής, πολιτικής και βέβαια οικονομικής κρίσης, ζει και κινείται στους δρόμους της Αθήνας. Μέχρι που ένα πάθος ανατρέπει τις σταθερές της. Πώς γεννήθηκε στο μυαλό σου η ηρωίδα σου και πώς την εξέλιξες; Επίσης, πώς κατάφερες να αποτυπώσεις τόσο καλά μια ηρωίδα με την οποία σας χωρίζουν ηλικιακά 24 χρόνια και συγγραφικά πάνω από 30;
Η Φανή το 2012, όταν διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, είναι είκοσι χρονών. Από την αρχή, μου ήταν ξεκάθαρο πως ήθελα να μιλήσω για τη νεότητα. Για την άγρια, άστατη, εκτυφλωτική, αμείλικτη πολλές φορές και εξαιρετικά πυκνού χρόνου νεότητα. Για τη νεότητα που δεν έχει σταθερές, που δεν μπορεί εύκολα να βρει πατήματα και που, κάποιες φορές, δεν τα θέλει κιόλας. Μάλιστα στο μυαλό μου στριφογυρνούσε μια κουβέντα με έναν παιδικό φίλο μου, όπου ούτε λίγο, ούτε πολύ, μεταξύ αστείου και σοβαρού, καταλήξαμε γελώντας να αρνιόμαστε την υποτιθέμενη φανταστική επιστροφή στα νεανικά μας χρόνια, λέγοντας «α, όχι, καλύτερα είναι τώρα». Μα, θεωρητικά είναι πανέμορφη η ηλικία των είκοσι. Και θεωρητικά και πραγματικά. Και δύσκολη όμως. Αυτό μπορώ να το πω με σιγουριά. Είναι μια δύσκολη ηλικία. Ειδικά για άτομα σαν τη Φανή. Άτομα με ευαισθησία, με άποψη, με αναζητήσεις. Άτομα που δε βολεύονται εύκολα σε μια προδιαγεγραμμένη και αναγνωρίσιμη πορεία, αλλά που είναι ανοιχτά στη μεγάλη περιπέτεια που λέγεται ζωή δίχως οδηγίες χρήσεως. Λογοτεχνικά πάντως αυτή ήταν η πρόκληση. Να μιλήσω για πράγματα και καταστάσεις που έχω καιρό αφήσει πίσω μου. Και να το κάνω δίχως διδακτισμό ή αρτηριοσκλήρωση, αλλά με μια συντροφική και συνένοχη ίσως διάθεση. Ένα ακόμα στοίχημα ήταν η γλώσσα. Το να μεταφέρω με πειστικότητα τον λόγο μιας εικοσάχρονης, χωρίς αυτός να φαίνεται ξένος ή σχηματικός, αλλά με την πυρετική ζωντάνια που απαιτείται. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο το κατάφερα. Σίγουρα πάντως με βοήθησε το γεγονός ότι έχω παιδιά σε αντίστοιχες περίπου ηλικίες με τη Φανή. Παρατηρώντας τα, βιώνοντας ως έναν βαθμό τα αδιέξοδα και τις ανησυχίες τους, τις εμμονές και τις αγάπες τους, μπόρεσα να αντλήσω κάποια στοιχεία και ίσως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτής της γενιάς και τον τρόπο που κινείται. Ή τουλάχιστον κομμάτι αυτής της γενιάς. Μιας και η Φανή ανήκει σε εκείνο το πολιτικοποιημένο κομμάτι που δε βολεύεται στο «εγώ» και προσπαθεί να ανοιχτεί στο «εμείς». Είναι αδιαπραγμάτευτων πεποιθήσεων. Ή έτσι νομίζει τουλάχιστον. Μέχρι που εισβάλει στη ζωή της ο έρωτας, απρόσμενα όπως γίνεται πάντα και με την ελκυστική μορφή του Μάνου, και τα πράγματα αρχίζουν να διαταράσσονται.
Η Φανή έχει μεγαλώσει μόνο με τον Νίκο, τον πατέρα της, με τον οποίο έχει μια παράξενη, αλλά όχι κακή σχέση. Η μάνα της Σκανδιναβή συγγραφέας, διάσημη τοις πάσι, άγνωστη στην κόρη της. Ποτέ δε ρώτησε η Φανή τον Νίκο κι ούτε ο Νίκος εξήγησε ποτέ στη Φανή. Γιατί επέλεξες αυτό το σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα οικογενειακό σχήμα για την ηρωίδα σου; Αν η Φανή είχε μεγαλώσει πιο συμβατικά, με μια μαμά -κυρίως- και έναν μπαμπά, θα είχε άραγε εξελιχθεί αλλιώς; Κι αυτό το αλλιώς, μια και το αν θα ήταν καλύτερο ή χειρότερο δεν είναι κάτι που θα μπορούσαμε να ορίσουμε, θα ήταν λιγότερο ιδιόρρυθμο; Θεωρείς ότι τα παιδιά που δε μεγαλώνουν σε τυπική οικογένεια (ό,τι τύπου κι αν είναι) διαφέρουν (και είναι κοινωνικά διακριτά) a priori από όσα μεγαλώνουν με τη μαμά τους και τον μπαμπά τους.
Νομίζω πως ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ως κοινωνία, λειτουργούμε με σχήματα και στερεότυπα. Το κυρίαρχο σχήμα είναι το παραδοσιακό «μαμά και μπαμπάς». Δεν είναι τυχαίο πως γίνεται μεγάλη κουβέντα για το αν μπορούν δύο άνθρωποι του ίδιου φύλου να μεγαλώσουν το ίδιο καλά, με την ίδια πληρότητα και τις ίδιες ελλείψεις, με το ίδιο αίσθημα ανάτασης και τις ίδιες ανασφάλειες, ένα παιδί. Πράγματα που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι αυταπόδεικτα. Γιατί αλλιώς φτάνουμε στον αφορισμό πως το σχήμα «μαμά και μπαμπάς» που, θεωρητικά, είναι το ιδανικό θα έπρεπε να έχει και ιδανικά αποτελέσματα. Γεγονός που βέβαια διαψεύδει η ίδια η ζωή. Και μερικές φορές με τον πιο σκληρό τρόπο.
Με την άρση της καραντίνας, αυτό που αισθανόμαστε είναι αμηχανία. Τώρα τι κάνουμε; Πώς πρέπει να κινηθούμε; Κυριαρχεί και καλλιεργείται η άποψη ότι νικήσαμε τον ιό. Αλλά… αλλά είναι ακόμη εδώ. Υπάρχει ένα «αλλά» που δεν προσδιορίζεται ακριβώς. Βλέπω γύρω μου πολύ κόσμο να συμπεριφέρεται σαν να μην έτρεξε τίποτα. Δεν μπορώ παρά να νιώθω επιφυλακτική. Και να περιμένω. Είναι μια άσκηση στην υπομονή όλη αυτή η κατάσταση. Κι όσο κι αν για μας είναι πιο εύκολο, δεν είναι το ίδιο για τη δωδεκάχρονη κόρη μου, η οποία, φυσικά, θέλει διακαώς να πάρει πίσω τη ζωή της.
Θέλω να μείνω για λίγο στην Ελένη, στη μικρή σου κόρη. Πώς αισθάνεται με τη βίαιη διακοπή της έκτης δημοτικού, μάλιστα την πιο όμορφη περίοδό της, την Άνοιξη; Πώς αισθάνεται που απομακρύνθηκε από την παρέα της, που σταμάτησε τις δραστηριότητές της, που θα προσγειωθεί ξαφνικά στο Γυμνάσιο με τον κύκλο του δημοτικού να μην έχει κλείσει ομαλά; Έχει συνειδητοποιήσει πως πολλές από τις συνήθειες που είχε μέχρι τώρα κι αυτή και κάθε συνομήλικός της θα πρέπει τουλάχιστον για κάποια χρόνια να τροποποιηθούν; Και άραγε αυτά τα παιδιά που μπαίνουν τώρα στην εφηβεία θα γράψουν τον ιό στα παλιά τους τα παπούτσια και θα ερωτευτούν, θα αγγιχτούν, θα φιληθούν, θα παρτάρουν; Ή θα εξελιχθούν σε μια γενιά φοβική, με την κοινωνική αποστασιοποίηση να κυριαρχεί στην καθημερινότητά τους και την κοινωνική δικτύωση να αντικαθιστά τη φυσική επαφή και τον έρωτα;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο για εκείνη. Κατανοεί ή προσπαθεί να κατανοήσει τους κινδύνους, αλλά συγχρόνως είναι –και πως αλλιώς;– σαν να μην την αφορά καθόλου όλο αυτό. Μετεωρίζεται ανάμεσα σε παιδί και έφηβο, κάνει ατελείωτες βιντεοκλήσεις με την κολλητή της, γελάνε με βιντεάκια που κοροϊδεύουν τον κορονοϊό, κουνιούνται στον ρυθμό του tik tok, περιμένουν αγωνιωδώς να κάνουν sleepover και περιμένουν επίσης αγωνιωδώς να γυρίσουν στις παλιές τους συνήθειες. Που, δυστυχώς για όλους μας, δεν ξέρω πότε αυτό θα είναι εφικτό. Είναι σαν να χάθηκε ένα κομμάτι ανεμελιάς. Πράγμα για το οποίο όλοι υποφέρουμε, αλλά το μερίδιο που αντιστοιχεί σ’ αυτά τα δωδεκάχρονα παιδιά φαντάζει ακόμη πιο άδικο. Φυσικά δεν είναι θέμα δικαιοσύνης. Θέλω να πω, πως αυτή τη στιγμή αντί να είναι όλα μαζί, να κάνουν τη μεγάλη τελική γιορτή αποφοίτησης, να παίξουν μετά μπουγέλο στην πλατεία ως είθισται, είναι το καθένα μόνο του και δίχως να έχουν τα εργαλεία, λόγω ηλικίας, να το «εξηγήσουν» όλο αυτό. Θέλω να πιστεύω βέβαια πως στο τέλος η ζωή θα κυριαρχήσει και θα ξαναγυρίσουμε στην εγγύτητα. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Θα το ξεχάσουμε όλο αυτό, όπως ξεχνάει κανείς μια μεγάλη δοκιμασία που όσο την ζούσε ήταν σαρωτική κι έμοιαζε ανίκητη.
Από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως, δεν θα γλιτώσουμε τόσο εύκολα. Αστειεύομαι φυσικά. Τα παιδιά – έφηβοι πάντως είναι απολύτως εξαρτημένα από αυτά. Είναι ένας τρόπος να υπάρχουν. Ο δικός τους τρόπος. Ένας τρόπος που σε μας τους μεγαλύτερους μοιάζει άγνωστος. Όχι γιατί απέχουμε, αλλά γιατί η εξάρτηση που έχουμε δεν είναι τόσο μεγάλη. Όπως επίσης είναι άλλης ποιότητας εξάρτηση. Τα παιδιά είναι παραδομένα σχεδόν ολοκληρωτικά. Βλέπω νέα ήθη να δημιουργούνται, νέες συνήθειες, νέες συνθήκες. Τίποτα δεν μένει αλώβητο. Είναι σαν να αποχωρεί ένας κόσμος κι ένας άλλος να παίρνει την θέση του. Θα αποφύγω να βάλω πρόσημο σε όλο αυτό. Θα επιμείνω στο ερωτηματικό.
Θα κλείσω με τον έρωτα, τον ζωογόνο και ταυτόχρονα τον καταστροφικό, επιστρέφοντας στη Φανή, που ερωτεύτηκε με πάθος τον απόλυτα λάθος άνθρωπο, τον Μάνο. Πιστεύεις ότι μπορούμε εμείς οι γονείς, χωρίς όμως να γίνουμε παρεμβατικοί ή/και συγκρουσιακοί, να προστατέψουμε τα παιδιά μας από μια λάθος επιλογή συντρόφου που μπορεί να τους στοιχίσει ακριβά; Η πως η ζωή είναι εντελώς απρόβλεπτη, πως η τύχη είναι αυτή που κρίνει την πορεία μας και πως ο γονιός το μόνο που μπορεί να κάνει είναι απλά να ελπίζει πως το παιδί του δε θα συναντήσει ή θα συναντήσει και θα προσπεράσει τον δικό του Μάνο;