Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να ξεπηδούν σχολεία και εκπαιδευτήρια που εφαρμόζουν προγράμματα σπουδών κοντά στα προγράμματα άλλων χωρών και δάσκαλοι που χρησιμοποιούν μεθόδους πιο εναλλακτικές σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα. Σχολεία που επιδιώκουν έναν τρόπο μάθησης πιο κοντά στη φύση, περισσότερο εμπειρικό, βασισμένο μάλλον στην παρατήρηση, στο παιχνίδι, στον πειραματισμό και λιγότερο επικεντρωμένο στον τρόπο που υποδεικνύουν τα σχολικά εγχειρίδια.
Σχολεία με σημείο εκκίνησης το αναπτυξιακό στάδιο όπου βρίσκεται κάθε μαθητής (γνωστικά, κοινωνικά, συναισθηματικά), με όλες τις διαφοροποιήσεις του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά-κλίσεις του· διαφοροποιήσεις που βασίζονται στο ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και συγκροτείται και διαμορφώνεται από πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πάρτε για παράδειγμα τη μάθηση μέσω πολλαπλής νοημοσύνης, που αφορά τις διαφορετικές ικανότητες και δεξιότητες που έχει κάποιος και οι οποίες δεν επικεντρώνονται μόνο στη γλωσσική και στη λογικομαθηματική, δηλαδή σε αυτές που καλλιεργούνται και απαιτούνται στον μεγαλύτερο βαθμό στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Σχολεία και δάσκαλοι που επιζητούν τρόπους ώστε οι μαθητές να είναι ενεργά μέλη και όχι παθητικοί αποδέκτες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τρόπους ώστε κάθε παιδί να έρχεται με χαρά στο σχολείο και στους φίλους του, να συμμετέχει και να αποφασίζει, να εξελίσσεται και να προοδεύει με τον δικό του προσωπικό ρυθμό, κάνοντας τα βήματα που μπορεί, δίνοντας τον καλύτερο δυνατό εαυτό κάθε φορά. Σχολεία που βασίζονται και λειτουργούν με μία άνευ όρων (όχι ορίων) αποδοχή και σεβασμό. Που βλέπουν τον μαθητή ως ολοκληρωμένο άνθρωπο, που χρειάζεται εμπειρίες για να γνωρίσει τον πλούτο και την ομορφιά της ζωής.
Θα μπορούσε η αναφορά στα σχολεία και στον δάσκαλο που έχει ως κέντρο τον άνθρωπο-παιδί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα… Όταν λέμε ότι η δουλειά του δασκάλου είναι λειτούργημα εννοούμε αυτό ακριβώς: όλες τις αναρίθμητες ενέργειες που κάνει, προκειμένου να συναντήσει και να δώσει το καλύτερο παράδειγμα –τον εαυτό του– στα παιδιά, βοηθώντας τα να μεγαλώσουν, με την απέραντη πίστη ότι οι μαθητές του είναι το αύριο του τόπου, είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι που απλώς χρειάζεται να επιβεβαιώσουν ότι ο καλύτερος τρόπος συνύπαρξης είναι η αμοιβαία αγάπη, ο σεβασμός, η αποδοχή, η κατανόηση, η προσφορά… Τα εφόδια, δηλαδή, που χρειάζονται για να πορευτούν στη ζωή τους. Και, πιστέψτε με, έχουμε πολλά παραδείγματα τέτοιων δασκάλων!
Ωραία όλα αυτά, αλλά…
Δυστυχώς, στις προσπάθειες αυτές κρύβεται στο βάθος ένα «αλλά». Ενώ απ’ τη μια θέλουμε να πιστέψουμε στον τρόπο και στις μεθόδους τους, μέσα μας υπάρχει φόβος και σύγκρουση για το αν τελικά θα υπάρξει ή όχι το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όλα αυτά τα σχολεία και οι προσεγγίσεις φέρνουν κάτι πολύ όμορφο. Μια προοπτική αλλαγής. Περιβάλλοντα πιο κοντά στις ανάγκες των παιδιών και πιο φιλικά στις οικογένειες. Όμως; Μιλώντας με γονείς που έχουν επιλέξει για τα παιδιά τους εναλλακτικά σχολεία, συνειδητοποιώ ότι η πλειονότητά τους είναι προβληματισμένοι με την απλή ερώτηση «Τι θα γίνει μετά;» αναφορικά με τις εκπαιδευτικές απαιτήσεις έπειτα από την προσχολική ηλικία και, κυρίως, έπειτα από το δημοτικό.
Όποιο πρόγραμμα κι αν ακολουθείται στην προσχολική και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τελικά όλα τα παιδιά καταλήγουν σε ένα γυμνάσιο και σε ένα λύκειο άκρως απαιτητικά: Όλα οδηγούν στις πανελλήνιες εξετάσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, βασίζονται και τελικά αξιολογούν την ποσότητα των γνώσεων που έχει αποστηθίσει και αναπαραγάγει κάθε μαθητής. Πώς θα μπορέσει ένα παιδί, που έχει αποκτήσει όλες αυτές τις δεξιότητες και ζει με όλες αυτές τις αξίες που προαναφέρθηκαν, να ανταποκριθεί σε ένα σύστημα τόσο ανταγωνιστικό; Σε ένα σύστημα που απαιτεί έναν σκληρό αγώνα δρόμου, όπου όλα μετριούνται και υπολογίζονται, όπου δεν συγχωρείται το παραμικρό λάθος; Σε ένα σύστημα που δεν αφήνει περιθώριο στην κρίση και στην ελεύθερη βούληση;
Η επιθυμία να περάσει κάποιος τις πόρτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι μια διαδικασία που απαιτεί από τον μαθητή (και την οικογένεια) απόλυτη προσήλωση και αυτοέλεγχο, δουλειά ασταμάτητη, χωρίς ανάσα, παπαγαλία (χωρίς απαραίτητα κατανόηση) μιας τεραστίου όγκου ύλης, εξάσκηση σε τεχνικές ταχύτητας και περιορισμού λαθών και τόσα πολλά ακόμα… Στο τέλος της διαδρομής, βρίσκονται παιδιά εξαντλημένα ψυχικά, είτε πέτυχαν είτε δεν πέτυχαν.
Πανελλήνιες ή χάος;
Δυστυχώς, το σύστημα είναι έτσι δομημένο, ώστε όλοι και όλα να κοιτούν προς την τελευταία τάξη του λυκείου και την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Σαν να μην υπάρχουν άλλοι δρόμοι. Σαν να μην μπορούμε να αποδεχτούμε όποιον δεν επιλέξει αυτό το μονοπάτι. Και κυρίως, σαν όλη η ζωή του ανθρώπου να γυρίζει γύρω από το πού θα σπουδάσει, σε ποιο πανεπιστήμιο θα μπει, με τι σειρά, με τι σκορ…
Τελικά, αυτό είναι που θέλουμε από τα παιδιά μας; Αυτό καθορίζει την επιτυχία τους ως ενηλίκων; Αυτό διαμορφώνει τη μελλοντική ευτυχία τους; Ή μήπως η επιλογή που γίνεται εκείνη τη χρονική στιγμή είναι η μόνη σωστή απάντηση για το μέλλον και τη σταδιοδρομία τους; Όσο περνούν τα χρόνια, διαπιστώνω ότι σε καμιά από τις παραπάνω ερωτήσεις η απάντηση δεν είναι θετική. Τουναντίον. Όχι μόνο η απάντηση είναι αρνητική, αλλά –ιδιαίτερα αναφορικά με το τελευταίο ερώτημα– παρατηρούμε ότι πολλοί άνθρωποι, στην πορεία της ζωής τους, αλλάζουν επαγγελματικό προσανατολισμό. Κάποια στιγμή ανακαλύπτουν ότι η τότε επιλογή (ακόμα κι αν ήταν η πρώτη τους) ήταν λανθασμένη, είχε γίνει με άλλα κριτήρια, με άλλα δεδομένα, χωρίς ενημέρωση και γνώση, κυρίως με ελλιπή γνώση του εαυτού.
Από την άλλη, αυτά είναι δύσκολα διλήμματα. Δεν υπάρχουν απαντήσεις και μπροσούρες που να δείχνουν ποιο είναι το καλύτερο μονοπάτι για κάθε παιδί και κάθε οικογένεια. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να θέτουμε επί τάπητος όσα παρατηρούμε και να εκφράζουμε τους προβληματισμούς μας επί αυτών. Η πληρέστερη παρατήρηση διευκολύνει και ξεκαθαρίζει ζητήματα, αναφορικά με τον πιο ταιριαστή ακαδημαϊκή/επαγγελματική πορεία για το παιδί. Ίσως αυτή να είναι μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ένας γονιός στην Ελλάδα: Πώς, δηλαδή, θα φέρει το παιδί του σε έναν ωφέλιμο για αυτό δρόμο, από τον οποίο θα αποκομίσει τα μέγιστα στην πορεία του ως ανθρώπου.
Η Μαριάννα Κουμαριανού είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.