Δεν είχα κάνει ποτέ διακοπές με εφήβους. Ως μαμά. Προφανώς γιατί δεν είχα εφήβους ή φίλους με παιδιά στην εφηβεία που να τους αγαπώ τόσο πολύ ώστε να θέλω να τους ακολουθήσω στις διακοπές τους. Φέτος λοιπόν προέβην στο εξής… απονενοημένο διάβημα: διακοπές (και) με εφήβους. Πού αλλού; Στην Πάρο. Βασικά, δεν ξέρω αν η πρόταση που μόλις έγραψα έχει έστω μια δόση εγκυρότητας ή αλήθειας, αφού κάθε λέξη αναιρεί τον ορισμό της προηγούμενης − ειδικά αν είσαι γονιός. Δηλαδή: ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΜΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Και εξηγούμαι.
Πρώτα από όλα, δεν είμαι σίγουρη αν τα δεκαπεντάχρονα που συναναστράφηκα διένυαν την εφηβική ή τη βαθιά γεροντική ηλικία. Καταρχάς, δεν άκουγαν. Θες επειδή είχαν μόνιμα τοποθετημένα στα αυτιά τους δυο ακουστικά που καμουφλάριζαν οι αφάνες, οι κουκούλες, τα καπέλα; Θες επειδή από την ένταση της μουσικής σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες βουτιές πραγματικά κουφάθηκαν; Θες επειδή επέλεγαν να κάνουν τους κουφούς; Όπως και να έχει, εγώ αισθανόμουν ότι προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον ογδονταπεντάχρονο κουφό παππού μου. Αποτέλεσμα; Διάλογοι τύπου Γιώργο, θα φας μακαρόνια; Τιιιι, ήρθανε τα χιόνια; Κοινώς, πάρτε το μηδέν.
Εκτός από προβλήματα ακοής, οι απροσδιορίστου βιολογικής ηλικίας δεκαπεντάχρονοι παραθεριστές της Πάρου είχαν και απορρυθμισμένο θερμοστάτη. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το ότι κυκλοφορούσαν με φούτερ και κουκούλες στις 3 το μεσημέρι, κάτω από ντάλα ήλιο, και ημίγυμνα στις 4 το πρωί με τον νησιώτικο βοριά να τους στεγνώνει τον ιδρώτα; Εκτός από τον απορρυθμισμένο θερμοστάτη, πρέπει να είχαν όλα έλλειψη καροτίνης, καθώς ήταν κάτασπρα. Χιονάτες και χιονάτοι. Θα μου πεις, πώς να μαυρίσεις όταν δεν σε βλέπει ο ήλιος;
Επίσης, έπασχαν από… αρθριτικά. Ναι, ναι, αγαπημένοι μου γονείς. Έχετε δει έφηβο να εμφανίζεται στο εστιατόριο του ξενοδοχείου στις 3 το μεσημέρι μετά από ξενύχτι; Πι έπρεπε να τους μοιράζουμε, από αυτά που στηρίζουν τους ηλικιωμένους. Μαζί με τα κοκτέιλ βιταμινών και τα ντεπόν με τα οποία τους ντοπάραμε το επόμενο πρωί. Και, τι γάλα με δημητριακά τους τσαμπουνάτε, φίλοι μου γονείς. Ελληνικό βαρύ γλυκό με ενδοφλέβια ήθελαν για να ξυπνήσουν.
Και πάμε στο άλλο μεγάλο θέμα των διακοπών με εφήβους: Η βραδινή έξοδος στη Νάουσα. Το lobbying ξεκινούσε από τις 3 το μεσημέρι. Αφορμή για έξοδο πάντα υπήρχε: Σήμερα φεύγει η Άννα, πρέπει να βγούμε να την αποχαιρετίσουμε. Την άλλη μέρα ήρθε ο Χάρης, πρέπει να βγούμε να τον καλωσορίσουμε. Ώστε, μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι δύσμοιροι γονείς να τραβούν καθημερινά κλήρο για το ποιος θα «βαρέσει γερμανικό» για να μαζέψει τους εξαντλημένους εφήβους όταν τελειώσει το ανελέητο clubbing. Μη νομίζετε ότι οι άλλοι κοιμόντουσαν… Όχι. Περίμεναν ξύπνιοι (μερικοί έβαζαν μέχρι και ξυπνητήρι) για να μυρίσουν -ναι, ναι- να μυρίσουν τους νεαρούς ξενύχτηδες και να βεβαιωθούν ότι για άλλη μια μέρα έμειναν μακριά από ποτό και τσιγάρο.
Ε, διακοπές τις λες αυτές; Ή μαρτύριο; Ξέρετε, όμως, κάτι; Είναι γλυκό αυτό το μαρτύριο. Γιατί αυτά τα… κουρασμένα παλικάρια είναι τα μικρά σου που μεγάλωσαν, ομόρφυναν, ερωτεύτηκαν, θύμωσαν, σου χαμογέλασαν κρυφά και περνούν ακόμη (έστω αναγκαστικά) τα καλοκαίρια τους μαζί σου. Και τους χειμώνες τους.