ΒΑΣΙΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ: ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ

10551713_696293983776306_4963325155315658876_oΤο Καστελλόριζο της παιδικής μου ηλικίας…

Λίγο πριν φτάσω, πάντα με το πλοίο, κλείνω τα μάτια και θυμάμαι.

Ένα ταξίδι πολύωρο.
Με τον ταλαίπωρο «Πανορμίτη».
6 ή μήπως 8 ώρες από τη Ρόδο.
Πάντα ανάλογα με τον καιρό.
Στο τιμόνι ο Καπετάν Σταύρος.  Πληθωρικός, ανοιχτόκαρδος (με άφηνε να κάθομαι στη γέφυρα μαζί του) και λάτρης του… ούζου (μύριζε γλυκάνισο, σχεδόν το φορούσε σαν άρωμα)

Μετρούσα πάντα τις μέρες για να φτάσω. Το κάνω ακόμα.

Στο ταξίδι αυτό από τη Ρόδο, ελληνική στεριά δε βλέπεις. Μόνο τα τουρκικά παράλια. Και ξαφνικά βλέπεις το βράχο αυτόν, τον καμαρωτό. Και με το που στρίβει το καράβι αντικρίζεις κάτι που σου παίρνει την ανάσα.

Η πρώτη εικόνα: η συμμετρική, αρχοντική αρχιτεκτονική του με τα πολύχρωμα σπίτια. Ένα σκηνικό θεάτρου. Μια σκηνή που κρατάει μέσα της ομορφιά και μυστήριο. Αγέρωχη στους αιώνες.

Η πρώτη αίσθηση: μια ζέστη απόλυτη. Αδυσώπητη.
Που αντί να σε ρίχνει, σε προκαλεί να αντέξεις και απαιτεί να χορέψεις μαζί της.

Στο λιμάνι τα παιδιά, οι φίλοι μας, Ο Κλήμης, Η Ειρήνη, ο Στρατής, ο Κομιανός, Ο Γιώργος, η Καμάρη,  η Μαρίτσα, ο Νεκτάριος, μας περίμεναν να πάμε κάθε καλοκαίρι. Νομίζω πως και για αυτούς, όπως και για μας, το καλοκαίρι άρχιζε τότε.

Αγκαλιές, φιλιά, χαμόγελα παιδικά, τρέξιμο… Ανάσα!

Το σπίτι μας περίμενε ορθάνοιχτο. Πόρτες, παράθυρα. Όλα. Πάντα.
Αυτή η ανοιχτωσιά με έμαθε να αγαπώ. Να μένω πάντα ανοιχτή για τη ζωή και τους ανθρώπους. Για τις εμπειρίες.
Η κυρά Ελένη είχε φρεσκοψήσει το αγαπημένο μου κέικ σοκολάτας και η κυρά Χρουσαφίνα είχε ετοιμάσει τον χαλβά της νύφης που άρεσε στον πατέρα μου. Μοσχομύριζε το μοσχοκάρφι (γαρύφαλλο) και η κανέλα.
Μύριζε και το σπίτι μας, μια μοσχοβολιά. Παλιό, 200 ετών. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, η γιαγιά μου και ο προπάππους μου. Μύριζε ξύλο παλιό, ποτισμένο με αλμύρα κι αναμνήσεις.
Η μητέρα μου δεν ήταν Καστελλοριζιά, αλλά το αγάπησε πιο πολύ από όλους. Και την αγάπησε τόσο και αυτό.

17204231_10155905463840968_616719636_nΠρώτο μου μέλημα να βάλω μαγιό και να βουτήξω στη θάλασσα. Προσοχή στους αχινούς! Ήταν παντού! Αχινοί, χταπόδια, αστερίες, καβουράκια, μουσμούδια, όλα τα ζωάκια της θάλασσας που έχουν γίνει σπάνιο τώρα θέαμα.
Παίρναμε λοιπόν τη σανίδα από το σερφ της μητέρας μου – το πρώτο σερφ που κυκλοφόρησε – το  BIC και το κάναμε σχεδία. Πηγαίναμε από άκρη σε άκρη του λιμανιού. Δεν είχε ταχύπλοα τότε. Μόνο καΐκια των ψαράδων.
Κάναμε βουτιές στο κέντρο του λιμανιού και βγαίναμε μόνο όταν είχαν φτάσει οι ώμοι μας ένα βήμα πριν το έγκαυμα τρίτου βαθμού…

Λίγο μετά ερχόταν ο ψαράς ο Τσίκος και με έπαιρνε να μου μάθει να καταδύομαι. Μυθική φυσική ρώμη, κορμί αγάλματος, και το πιο γλυκό χαμόγελο. Με έπαιρνε στην πλάτη του κολυμπούσαμε στα βαθειά. Είχε μια ασύλληπτη αντοχή στην άπνοια. Σχεδόν υπεράνθρωπη. Με έμαθε να αγαπώ τον βυθό όσο κανένας άλλος.

Το μεσημέρι ουζάκι στην αυλή μας. Ο πατέρας μου μαγείρευε το χταπόδι που είχε πιάσει το ξημέρωμα με το καμάκι του (από τη στεριά!!), με ελάχιστο θαλασσινό νερό. Αυτό ήταν το ουζάκι. Αυτό και λίγες ελιές, αγγουράκι με αλάτι, παξιμάδια.  Παρέα πάντα η ζέστη και τα τζιτζίκια.
Το νησί τότε δεν είχε πολλές προμήθειες γιατί, ξεχασμένο όπως ήταν από την υπόλοιπη Ελλάδα, το συνέδεε με την υπόλοιπη  χώρα ο Πανορμίτης που ερχόταν μια φορά την εβδομάδα – και αν.  Άρα ό,τι βρίσκαμε ήταν μικροί θησαυροί.  Θυμάμαι ακόμα τη χαρά μας όταν έφτανε το καράβι και είχε μαζί και παγωτά! Δε συνέβαινε πάντα. Το γλυκό μας ήταν τα γεμιστά Παπαδοπούλου που, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα βρίσκαμε πάντα.

Το απόγευμα οι γονείς πιάναν το τάβλι.
Για τα παιδιά ήταν ώρα εξερεύνησης. Πηγαίναμε στα «χάλαντρα» (τα ρημαγμένα, βομβαρδισμένα σπίτια). Τότε το νησί ήταν νησί-φάντασμα. Σχεδόν τα περισσότερα σπίτια ήταν χάλαντρα. Μέσα τους ζούσαν κάτι τεράστιες συκιές. Σαν ψυχές που ψάχνουν να βρουν τον δρόμο της επιστροφής, αλλά και που μας θυμίζουν τον παρελθόν. Όσο έπεφτε η νύχτα, τόσο η μυρωδιά της συκιάς δυνάμωνε και μαζί με τη ζέστη και την υγρασία, σε μεθούσε. Δεν ήταν σαν τους λωτούς. Ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σε μεθούσε για να μη ξεχάσεις ποτέ. Σε μεθούσε για να σε δέσει για πάντα μαζί της και με την ενέργεια του νησιού. Και το κατάφερνε. Και το καταφέρνει. Γιατί μπορεί πολλά να έχουν αλλάξει ή χαθεί από το νησί. Αλλά ποτέ η μυρωδιά αυτή.

Την εξερεύνηση μας συχνά διέκοπτε ένας ήχος από βιολί ή μαντολίνο και ένα γλυκό τραγούδι: «Τιριτόμπα, τιριτόμπα, το φιλί σου είναι ζάχαρη γλυκό…» τραγουδούσε στα παιδιά ο «Γάλλος» ή Γιώργος Διαμαντής, μια υπέροχη μορφή του παλιού Καστελλόριζου. Ένας άνθρωπος που λέγαν πως έχασε τα λογικά του μετά τον πόλεμο, όταν γύρισε από την προσφυγιά και βρήκε το νησί κατεστραμμένο. Ο Γάλλος μας όμως, δεν έχασε ποτέ την αυθεντικότητα του, το χιούμορ του, και την αγάπη του για τη μουσική.

95779750_3727813917290949_8139485401317376000_nΤο βράδυ φαγητό στα ταβερνάκια, το Μικρό Παρίσι, στου Μαύρου ή του Λαζαράκη, ή στου Σαμψάκου. Συχνά ανεβαίναμε και στα Χωράφια, τον δεύτερο μικρό οικισμό. Εκεί υπήρχαν οι κούνιες και μια τραμπάλα. Ξύλινες, παλιές. Ο πατέρας μου, μου έλεγε πως ήταν οι ίδιες από τότε που ήταν και αυτός παιδί… δε ξέρω εάν ήταν αλήθεια, αλλά αυτή η σκέψη εμένα με  ταξίδευε στο χρόνο. Έκλεινα τα μάτια και πετούσα στο τότε. Τα άνοιγα και έβλεπα τα αστέρια και γινόμουν ένα με το νησί.

Η επιστροφή από τα χωράφια πάντα από το καλντερίμι με τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια. Ο David Gilmour  έχει γράψει ένα τραγούδι για αυτή τη διαδρομή:

Remember that night

White steps in the moonlight

They walked here too

Through empty playground, this ghosts’ town

Children again, on rusting swings getting higher

Sharing a dream, on an island, it felt right

On an island, David Gilmour

Οι πιο ξεχωριστές βραδιές είχαν σινεμά… Στον άσπρο τοίχο της «αγοράς». Δε θυμάμαι καν τι ταινίες βλέπαμε. Το μόνο που θυμάμαι είναι η χαρά που είχαμε. Εμείς, τα παιδιά που ερχόμασταν από τις μεγάλες πόλεις, το γνωρίζαμε το σινεμά. Όμως οι φίλοι μου εκεί  δεν το γνώριζαν και τόσο καλά. Οι χαρά και ο ενθουσιασμός τους  γινόταν και δικός μας σαν ένας στρόβιλος που δεν μπορούσε παρά να σε παρασύρει και να σε κάνει να βλέπεις κάτι γνώριμο, με άλλα μάτια (όπως λέει και ο Προυστ), σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά!

Μια ακόμη χαρακτηριστική ανάμνηση μου από εκείνα τα χρόνια, ήταν το ταξίδι απέναντι….. στην Αντίφιλο ή Αντίφελλο, ή αλλιώς Κας στα Τούρκικα. Πηγαίναμε τουλάχιστον μια φορά κάθε καλοκαίρι. Ο πατέρας μου ήξερε τον «καϊμακάμη», ανώτερο αξιωματούχο, και πηγαίναμε κάπως παράνομα  -γιατί τότε τα σύνορα δεν ήταν ανοιχτά όπως τώρα – αλλά εκεί μας υποδέχονταν με χαρά. Τον γνώριζε ο πατέρας μου από το δικό του τον πατέρα. Είχε τύχει να χρειαστεί την ιατρική βοήθεια του πατέρα μου (που ήταν χειρουργός) και τον είχε βοηθήσει. Δίναμε ως αντάλλαγμα τσιγάρα ή ένα μπουκάλι ουίσκι και μας επέτρεπαν να πάμε στο παζάρι και να κάνουμε τη βόλτα μας.
Εκεί θυμάμαι να συναντάμε πάντα τους γέροντες που καθόντουσαν έξω από τα μαγαζιά με τα χαλιά και έπιναν το καυτό τους τσάι. Αυτοί οι γέροντες μιλούσαν όλοι ελληνικά. Θυμάμαι ειδικά τον «Φετά» (αυτός που ήξερε να φτιάχνει τη φέτα). Φίλος του παππού μου και φιλέλληνας.

Δεν ένιωσα ποτέ απειλή. Ούτε τότε. Ούτε τώρα.

Στο Καστελλόριζο δε σταμάτησα να πηγαίνω ποτέ.

Και τα δύο μου παιδιά το έχουν αγαπήσει όσο εγώ. Ίσως και πιο πολύ γιατί το έχουν κάνει πια δικό τους. Και αυτό προσθέτει δύναμη.
Δε διανοούνται καλοκαίρι μακριά από το νησί και συχνά μου λένε: «Μαμά, γιατί, πες μας γιατί δεν πάμε να ζήσουμε εκεί; Έστω για έναν χρόνο…»

Ο χρόνος λοιπόν σταματάει στο νησί αυτό.
Θες οι μυρωδιές του. Θες οι αναμνήσεις της ιστορίας του. Θες η ραστώνη της ζέστης και της υγρασίας. Θες η πηγαία αυθεντικότητα, το ατελείωτο χιούμορ, η παλικαριά και η ευφυΐα των κατοίκων του. Θες η ξεχωριστή του ενέργεια και ο ερωτισμός του. Θες η εκπληκτική αρχιτεκτονική  του. Θες η στρατηγική του θέση που δεν αφήνει κανέναν, ποτέ να το ξεχάσει. Θες η γενναιότητα του να πλέει μόνο στο τέλος του Αιγαίου, φρουρός της Ελλάδας, της Ευρώπης, αλλά και προστάτης  του συνδέσμου της πύλης της Δύσης με την Ανατολή.

Και όπως είχε πει εύστοχα ένας συνάδελφός μου αρχαιολόγος, ο Στέλιος Λεκάκης, το Καστελλόριζο, μικρό και βραχώδες, χωρίς ηπειρωτικό έδαφος, έμαθε να κοιτάει πάντα προς τα έξω στον κόσμο με το βλέμμα του κοσμοπολίτη. Και έτσι είναι. Έμαθε μόνο του να επιβιώνει, έμαθε να ταξιδεύει και να κρατάει την «ανοιχτωσιά» του με θάρρος και αρχοντιά.

Εκεί μεγαλώσαμε, εκεί παίξαμε, εκεί μάθαμε κολύμπι, εκεί νοιώσαμε τι σημαίνουν ρίζες και ιστορία, εκεί ερωτευτήκαμε κι εκεί ξαναγυρνάμε πάντα.

Καστελλόριζο

Η Βάσια Χατζηγιαννάκη είναι σκηνοθέτης, ραδιοφωνική παραγωγός και συγγραφέας. Θα την ακούσετε κάθε βράδυ στο Τρίτο Πρόγραμμα με την εκπομπή για παιδιά Δέκα Λεπτά Ακόμα

Leave a Reply