ΠΩΣ ΘΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Η Μαρίνα Ψιλούτσικου μόλις κυκλοφόρησε το νέο της βιβλίο από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Ο τίτλος του είναι μια ερώτηση που κάθε γονέας έχει κάνει τόσο στον εαυτό του όσο και στους γύρω του. “Πώς θα κάνω το παιδί μου να αγαπήσει το σχολείο;”

Ο γονιός που θα διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβει ότι η μόρφωση είναι το μεγαλύτερο εφόδιο που μπορεί να προσφέρει στο παιδί του. Και ότι δεν ξεκινάει στην πρώτη δημοτικού, αλλά στο πρώτο «Γιατί, μαμά;». Και δεν τελειώνει στην τρίτη λυκείου ούτε στην αποφοίτηση από τις μεταπτυχιακές σπουδές. Τελειώνει τη μέρα που το παιδί θα πάψει να νιώθει ερευνητής, τη μέρα που θα πάψει να ανακαλύπτει τον κόσμο. Τελειώνει τη μέρα που κάποιος θα το πείσει πως είναι κακό να ρωτάει. Τελειώνει τη μέρα που κάποιος θα το πείσει πως οφείλει μόνο να απαντάει.

Η Μαρίνα Ψιλούτσικου ζητάει από τους γονείς να μην επιτρέψουν να γίνουν οι απαντήσεις πιο σημαντικές από τα ερωτήματα, καθώς τίποτα άξιο λόγου δεν συνέβη ποτέ επειδή κάποιος επανέλαβε μια «σωστή» απάντηση σε κάποιον που την ήξερε ήδη. Άλλωστε, όλοι γεννιόμαστε τέλειοι ερευνητές, με αστείρευτη διάθεση για μάθηση. Ως μωρά, αντιμετωπίζουμε τα πάντα με ενδιαφέρον και χρησιμοποιούμε όλες τις αισθήσεις μας για να τα καταλάβουμε. Πώς θα δημιουργήσουμε, λοιπόν, το περιβάλλον που θα επιτρέψει στο παιδί μας να νιώθει σε όλη του τη ζωή ερευνητής; Μόλις καταφέρουμε αυτό τα τυπικά, οι βαθμοί και τα πτυχία, θα έρθουν ως φυσική συνέπεια. Η συγγραφέας μιλάει στο Τaλκ με αφορμή το νέο της βιβλίο. 

bfe6446d87c456d34881b8abfa494b0b

Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Ο πρώτος στόχος μου με αυτό το βιβλίο ήταν να μιλήσω για την εκπαίδευση μέσα από μια πιο σφαιρική θεώρηση, να πω «όλη την αλήθεια». Οι προσεγγίσεις που ακούω, διαβάζω και παρατηρώ εδώ και πολλά χρόνια είναι υπερβολικά περιορισμένες και σε μεγάλο βαθμό μονοδιάστατες. Ο καθένας παίρνει ένα μικρό κομματάκι της αλήθειας και το αναγάγει σε σύνολο, παίρνει την προσωπική του εμπειρία ή άποψη και την αναγάγει σε ενδεδειγμένη επιλογή για κάθε περίπτωση. Και μπερδεύει έτσι τους σύγχρονους γονείς που ενημερώνονται αρκετά και προσπαθούν να βρουν ανάμεσα σε όλες τις αντικρουόμενες απόψεις ποιο είναι το σωστό ή το κατάλληλο για το δικό τους παιδί.

Ο δεύτερος στόχος μου ήταν να θέσω σε συζήτηση επιχειρήματα, απόψεις και συμπεριφορές που μεταφέρονται άκριτα από γενιά σε γενιά με μοναδικό έρεισμα ότι «έτσι γίνονταν πάντα». Μια τέτοια θεώρηση δεν επιτρέπει να ελέγξουμε αν έχουν διαφοροποιηθεί οι συνθήκες, αν έχει χαθεί ο συσχετισμός μεταξύ μέσου και στόχου, αν έχει στρεβλωθεί η αρχική άποψη, αν εν τέλει εξακολουθεί να είναι σωστή η προσέγγιση που ήταν σωστή πριν από 50 χρόνια. Νομίζω πως διαβάζοντας το βιβλίο μου, πολλοί αναγνώστες θα ξαναδούν με καινούρια ματιά πολλά από αυτά που θεωρούσαν μέχρι τώρα δεδομένα.

Ο τρίτος στόχος ήταν να διώξω λίγο από το άγχος και τον φόβο των γονέων σχετικά με την πρόοδο των παιδιών τους στο σχολείο. Να τους χαλαρώσω λίγο από το πολύ αυστηρό πρόγραμμα που επιβάλουν στον εαυτό τους και στα παιδιά τους. Να τους θυμίσω πώς ένιωθαν οι ίδιοι ως παιδιά, να τους κάνω να σκεφτούν πώς θα ένιωθαν οι ίδιοι αν έπρεπε να ακολουθήσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Πάνω από όλα να τους προβληματίσω σχετικά με το αν αυτό το αυστηρό πρόγραμμα εξυπηρετεί πραγματικά τον γενικό στόχο που έχουν, αν πραγματικά οδηγεί στα αποτελέσματα που θέλουν.

Πάνω από όλα, όμως, το βιβλίο γράφτηκε για να βοηθήσει κάθε αναγνώστη να δει τη μάθηση ως δώρο και όχι ως υποχρέωση. Να βοηθήσει τους γονείς να την αγαπήσουν οι ίδιοι και να αφήσουν χώρο και χρόνο στα παιδιά τους να κάνουν το ίδιο. Δεν είμαι ρομαντική, δεν το επιτρέπουν ίσως, οι καιροί. Αλλά είναι βαθιά μου πεποίθηση πως η μόρφωση ενός ανθρώπου είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να χαρίσει στον εαυτό του και σε όσους αγαπάει… κι είναι ένα δώρο που κανείς ποτέ δεν μπορεί να του στερήσει.

Γιατί τα παιδιά (τουλάχιστον δηλώνουν ότι) δεν αγαπούν το διάβασμα και το σχολείο;

Μιλώντας γενικά, θα έλεγα πως ένας κοινός λόγος είναι πως έχουν συνδέσει το διάβασμα και το σχολείο, όχι με τη μάθηση και την ικανοποίηση της φυσικής περιέργειας που όλοι μας διαθέτουμε εκ γενετής, αλλά με τις εξετάσεις και τις συνέπειες που μπορεί αν έχει μια λάθος απάντηση ή μια αδυναμία απάντησης. Δεν αγαπούν το διάβασμα και το σχολείο επειδή φοβούνται όλη τη διαδικασία, επειδή τα επιχειρήματα που τους δίδονται συνήθως έχουν να κάνουν, όχι με τα οφέλη της γνώσης αλλά με την τιμωρία της απουσίας τυπικών προσόντων. Δεν γίνεται να αγαπάς κάτι που φοβάσαι. Δεν γίνεται να αγαπάς μια διαδικασία, στην οποία έχεις κατά βάση μόνον υποχρεώσεις. Δεν γίνεται να αγαπάς κάτι, το οποίο σου είπαν πως είναι αναγκαίο κακό ή τρόπος για να μην καταστραφείς στη ζωή σου.

Κι είναι τόσο άδικο αυτό για τα παιδιά… Είναι τόσο άδικο να μην τους λέμε ότι στο σχολείο πηγαίνουν όχι για να αποδείξουν πόσα ξέρουν, αλλά για να μάθουν κι άλλα. Είναι άδικο να μην τους λέμε ότι ο βασικός τους ρόλος στο σχολείο είναι να ρωτάνε, όχι να απαντάνε. Είναι άδικο να μην εστιάζουμε στο τι κάνουν και τι λένε την ώρα της παράδοσης, αλλά να κρίνουμε την πρόοδό τους από το τι κάνουν και τι λένε την ώρα της εξέτασης. Είναι άδικο να τους λέμε ότι χρωστάνε και οι βαθμοί είναι το μέσο πληρωμής του χρέους. Είναι άδικο να τους λέμε πώς ό,τι μάθουν κι ό,τι καταφέρουν είναι μέχρι τα 18 τους χρόνια. Είναι άδικο να τα συγκρίνουμε με τους συμμαθητές τους ή με τους εαυτούς μας. Είναι άδικο να συνδέουμε την αγάπη μας, την εύνοιά μας ή την αποδοχή μας με τις επιδόσεις τους σε ένα διαγώνισμα.  Ε, όταν υφίστασαι τόση αδικία, επαναστατείς και αποστρέφεσαι∙ δεν αγαπάς.

Ποια είναι τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουν οι γονείς σε σχέση με την εκπαίδευση των παιδιών τους;

Είναι –κατά την ταπεινή μου γνώμη- όλες οι παραπάνω «αδικίες». Είναι και η τόσο αποκλειστική σύνδεση του σχολείου με την επαγγελματική αποκατάσταση και η συνοδεία της με την απόλυτη αντίφαση των «άνεργων πτυχιούχων». Κι αυτό έχει συνέπειες τη βαθμοθηρία, τον ανταγωνισμό, την απαγόρευση ελεύθερου χρόνου ή διακοπών, τις οικονομικές θυσίες που γίνονται σκαλοπάτι για απαιτήσεις από τα παιδιά, την κατηγοριοποίηση μαθημάτων σε «βασικά-απαραίτητα» και «δευτερεύοντα-προαιρετικά». Έχει ως συνέπεια να εκπαιδεύουμε επαγγελματίες, αντί να μορφώνουμε πολίτες και ανθρώπους. Σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, δεν βρίσκω πολλά πιο επικίνδυνα.

Κάποιοι γονείς κάνουν ένα ακόμη λάθος∙ πιστεύουν πως η μάθηση δεν αφορά πλέον τους ίδιους (είναι μεγάλοι, λένε) και ταυτίζουν την πρόοδο του παιδιού τους με τη δική τους. Ξεχνάνε τη ζωή τους, ξεχνάνε ό,τι μπορεί να δίνει ικανοποίηση και αναγνώριση στους ίδιους και προσπαθούν να ζήσουν μέσα από τα παιδιά τους, να ικανοποιηθούν και να τύχουν αναγνώρισης μέσα από τις επιτυχίες των παιδιών τους. Γι’ αυτό και γίνονται τόσο αυστηροί και τόσο απόλυτοι. Το παίρνουν προσωπικά. Θεωρούν ότι το να μην περάσει το παιδί τους στο πανεπιστήμιο είναι προσωπική τους αποτυχία, ότι σημαίνει πως δεν ήταν αρκετά καλοί γονείς. Αυτό, όμως, εκτός από άδικο για τους ίδιους (είναι άδικο να ξεχνούν και να απαρνούνται τη δική τους ζωή), ασκεί τρομερή πίεση στα παιδιά. Αναγκάζονται να προσπαθούν όχι μόνον για τον εαυτό τους, για να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες ή επιθυμίες, αλλά να προσπαθούν και για τους γονείς τους. Ε, είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να παλεύεις για τρεις! 

Ένα χαρισματικό παιδί μπορεί να αγαπήσει το σχολείο;

Πιστεύω πως όλα τα παιδιά είναι χαρισματικά. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε χαρίσματα, όπως και μειονεκτήματα. Είναι εσφαλμένο κατά τη γνώμη μου να διακρίνουμε τους μαθητές σε χαρισματικούς και μη. Όλοι είμαστε περισσότερο χαρισματικοί σε κάτι και λιγότερο σε κάτι άλλο. Κι ευτυχώς αυτά διαφέρουν κατά περίπτωση ώστε να επωφελούμαστε όλοι από τη συνεργασία και την κοινή προσπάθεια, ώστε ο ένας να βοηθάει και να διδάσκει τον άλλον.

Έχοντας πει το παραπάνω, θα υποθέσω πως η ουσία του ερωτήματος είναι αν το σχολείο με τη σημερινή του μορφή μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον ενός παιδιού που έχει μια ιδιαίτερη ευχέρεια στα γράμματα. Ασφαλώς και μπορεί. Γιατί πέρα από τις όποιες αδυναμίες μπορεί να έχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, η αξία της μάθησης είναι τόσο μεγάλη που φτάνει για να προσελκύσει το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου που έχει μια έμφυτη τάση στις επιστήμες και τα γράμματα. Αρκεί να μην απαξιώσει κανείς στα μάτια του παιδιού τους δασκάλους, το σχολείο, τα διαφορετικά μαθήματα και πολύ περισσότερο τους συμμαθητές του.

Ένα από τα πράγματα που καλείται να μάθει και να εκτιμήσει ένας μαθητής είναι η διαφορετικότητα των ανθρώπων, τα διαφορετικά χαρίσματα και τις δεξιότητες των συμμαθητών του. Ένα παιδί που τα καταφέρνει καλά στα μαθηματικά, έχει πολλά να μάθει από κάποιον που τα καταφέρνει καλύτερα στη ζωγραφική. Φτάνει να μην του έχουμε απαξιώσει τη ζωγραφική.  Ο ρόλος του σχολείου είναι πολύ ευρύτερος από την μεταφορά στείρας γνώσης κάποιων επιστημών. Στο σχολείο χωράνε –ισότιμα, επιτρέψτε μου να πω- τα πρωτεύοντα, τα δευτερεύοντα και τα τριτεύοντα μαθήματα, τα διαλείμματα, οι εκδρομές, οι σχολικές γιορτές…. Το σχολείο είναι όλα αυτά. Και ως τέτοιο κάθε παιδί μπορεί να βρει λόγους για να το αγαπήσει.

Ένα παιδί που δεν είναι καλός μαθητής μπορεί να αγαπήσει το σχολείο;

Θα επαναλάβω αυτό που είπα και πριν. Στη σωστή, ολοκληρωμένη του διάσταση, όλοι μας έχουμε έναν τουλάχιστον λόγο να αγαπήσουμε το σχολείο. Με αφορμή όμως, το ερώτημά σας, θα ήθελα να εστιάσω σε αυτούς τους μαθητές που δεν παίρνουν καλούς βαθμούς και τους θεωρούμε όχι καλούς. Υποθέτουμε υπερβολικά συχνά, σχεδόν πάντα, ότι δεν διαβάζουν αρκετά, ότι δεν προσέχουν ή δεν προσπαθούν αρκετά ή δεν αγαπούν το σχολείο. Και ως συνταγή μαγική έχουμε τα φροντιστήρια και την πίεση για περισσότερη μελέτη. Η γνώμη μου είναι πως μια τέτοια προσέγγιση δεν βοηθάει. Αν κάποιος δεν προσέχει στο σχολείο, δεν θα προσέχει ούτε στο φροντιστήριο. Αν κάποιος δεν διαβάζει για το σχολείο, δεν θα διαβάζει ούτε για το φροντιστήριο. Αν κάποιος κουράζεται με τα μαθήματα στο σχολείο, θα κουράζεται διπλά με περισσότερα μαθήματα.

Το ζητούμενο είναι να ψάξουμε τους λόγους πίσω από την επίδοση κάθε μαθητή, κατά περίπτωση. Δεν είναι πάντα οι ίδιοι. Να δούμε τι σημαίνουν οι κακοί βαθμοί, πώς προκύπτουν. Και για αρχή να ορίσουμε ποιοι είναι οι κακοί βαθμοί. Εγώ, ας πούμε, δεν θεωρώ κακό βαθμό το 16 ή το 17. Κι ένας μαθητής με τέτοια βαθμολογία μπορεί να είναι καλύτερος μαθητής από κάποιον με υψηλότερη. Μην το εκλάβει κανείς ως κανόνα, δεν λέω αυτό. Δεν λέω -προς Θεού- πως η σχέση βαθμών-γνώσεων ή δεξιοτήτων είναι αντιστρόφως ανάλογη. Λέω απλώς πως δεν είναι γραμμική ούτε απόλυτη. Λέω πως οι βαθμοί είναι ενδείξεις μαθησιακής προόδου και ως τέτοιες πρέπει να αποτελούν αφορμή για να διερευνήσουμε πιο ποιοτικές διαστάσεις.

Για να καταλήξω, όταν ένας μαθητής μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για το σχολείο, αντί να υποθέσουμε πως βαριέται, τεμπελιάζει ή αδιαφορεί, προτείνω να ασχοληθούμε περισσότερο και να βρούμε μαζί του τους λόγους που τον οδηγούν σε αυτή τη συμπεριφορά. Και μαζί του στη συνέχεια, να καταλήξουμε και σε πιθανές λύσεις.

Και με την ευκαιρία ένα τελευταίο σχόλιο. Αγαπάω το σχολείο δεν σημαίνει παύω να έχω δυσκολίες, να κουράζομαι, να δυσανασχετώ ορισμένες φορές ούτε σημαίνει πως περνάω θαυμάσια μελετώντας μέρες για τις εξετάσεις μου ή πετάω απ’ τη χαρά μου που Δευτέρα πρωί αντί να κοιμηθώ λίγο παραπάνω, ξυπνάω στις 7 για να πάω σχολείο. Δεν νομίζω ότι είναι ρεαλιστική ούτε θεμιτή προσδοκία κάτι τέτοιο.  Αγαπάω το σχολείο σημαίνει βρίσκω ενδιαφέροντα και χρήσιμα στοιχεία σε αυτό, τέτοια και τόσα ώστε να προσπαθήσω γι’ αυτό, και νιώθω αρκετή ασφάλεια ώστε να προσπαθήσω για το καλύτερο χωρίς να ανησυχώ για την κριτική ή την αποδοκιμασία των άλλων. 

Πώς μπορούν εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος; 

Ξεκινώντας από το να αναγνωρίσουν τα θετικά του. Τα ξεχνάμε. Εστιάζουμε αποκλειστικά στα όποια μειονεκτήματα, συγκρίνουμε το δικό μας με το καλύτερο στοιχείο δέκα διαφορετικών συστημάτων και μένουμε στο ότι δεν είμαστε οι απόλυτα καλύτεροι. Είναι επιζήμια μια τέτοια στάση και ανέφικτος ο στόχος του να είμαστε καλύτεροι από όλους τους άλλους συνολικά. Δεν λέω να μην παραδειγματιζόμαστε από τα θετικά άλλων συστημάτων. Λέω να λαμβάνουμε υπόψη ότι ορισμένα «καλά» είναι αμοιβαία αποκλειόμενα (άρα, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, πρέπει να διαλέξουμε) και να λαμβάνουμε υπόψη τους περιορισμούς υπό τους οποίους καλείται ο καθένας να παίξει τον ρόλο του μέσα σε αυτό που λέμε εκπαιδευτικό σύστημα. Εμείς είμαστε το σύστημα. Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές.  Δεν είναι τα ντουβάρια του σχολείου.

Η πρότασή μου, λοιπόν, είναι να κοιτάξει ο καθένας πώς θα επιτελεί το δικό του καθήκον καλύτερα, πώς θα αμβλύνει ή θα ξεπεράσει τις αγκυλώσεις για τις οποίες ευθύνεται ο ίδιος. Και παράλληλα να αναγνωρίζει την όποια προσπάθεια κάνουν οι άλλοι. Και να τους βοηθά ή να τους παραδειγματίζει ακόμα να κάνουν κι αυτοί το καλύτερο που μπορούν. Οι απαιτήσεις είναι εύκολες αλλά σπάνια καρποφορούν.

Και κάτι ακόμα. Να μην ξεχνάμε τόσο γρήγορα. Να μην ξεχνάμε τα άλματα που έχει κάνει η εκπαίδευση στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι τόσο μακρινό το παρελθόν που στην επαρχία τα παιδιά δεν πήγαιναν σχολείο, ή περπατούσαν ώρες για να πάνε όποτε προλάβαιναν μεταξύ χωραφιών και κοπαδιών της οικογένειας. Δεν είναι τόσο μακρινό το παρελθόν που έκαναν μεταπτυχιακά μόνον όσοι είχαν μεγάλη οικονομική ευχέρεια και φοιτούσαν στα πανεπιστήμια της Βρετανίας ή των ΗΠΑ. Είναι τεράστια πρόοδος σε πολύ σύντομο διάστημα και οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτήν. Οφείλουμε να την τιμάμε, όχι να την απαξιώνουμε. Η πατρίδα μας έχει πλέον καλά σχολεία σε όλες τις βαθμίδες της. Παρά τις όποιες αγκυλώσεις που πάντα μπορεί να βρει κανείς. 

Ποιο εκπαιδευτικό μοντέλο οφείλει να ακολουθήσει η οικογένεια στο σπίτι, ώστε να καλλιεργεί διαρκώς τη διάθεση του παιδιού για μάθηση;

Κατ’ αρχάς η διάθεση για μάθηση είναι σκόπιμο να καλλιεργείται για όλη την οικογένεια, όχι μόνον για τα παιδιά. Δεν μπορείς να πείσεις ένα παιδί ότι είναι χρήσιμο ή θεμιτό να κάνει τη μάθηση μέρος της ζωής του, αν δεν είναι και μέρος της δικής σου. Δεν μπορείς να πείσεις ένα παιδί να διαβάσει λογοτεχνία ενώ έχεις το βλέμμα σου καρφωμένο στην απογευματινή σαπουνόπερα. Το επιχείρημα της ηλικίας είναι ψευδοεπιχείρημα και γι’ αυτό δεν πείθει.

Η διάρκεια τώρα, είναι κάτι που μπορεί να υπάρξει μόνον αν αυτό για το οποίο την επιδιώκουμε γίνει τρόπος ζωής και αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας συνολικά. Ένα από τα λάθη που κάνουμε είναι να χωρίζουμε τη ζωή μας και την καθημερινότητα σε κομμάτια, να διακρίνουμε την επαγγελματική απ’την οικογενειακή και την κοινωνική ή την προσωπική. Να λέμε, για παράδειγμα, ότι η φιλομάθεια είναι αρκετό να επιδεικνύεται στις 6 ώρες που πάμε σχολείο (όσοι πάμε). Δεν γίνεται.  Δεν είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι στις επιμέρους δραστηριότητές μας. Ένας είμαστε (ο καθένας), ο ίδιος σε κάθε περίπτωση.

Δεν γίνεται να μπορώ να κάνω τις σωστές ερωτήσεις και να τολμάω να τις θέτω στο σχολείο και να μην έχω τη δυνατότητα να το κάνω στο σπίτι μου. Δεν γίνεται να είμαι έντιμος στο σχολείο μου αν η εντιμότητα δεν είναι αξία που την έχω και στην οικογένειά μου, αξία που γίνεται πράξη από την οικογένειά μου. Το ξέρετε το ανέκδοτο που ένας μπαμπάς μαλώνει το παιδί του επειδή έκλεψε το στυλό του συμμαθητή του και καταλήγει «έπρεπε να μου πεις να σου φέρω όσους θες απ’ τη δουλειά μου»; Έτσι είναι σε όλα.

Το μοντέλο που θα έχει τα καλύτερα αποτελέσματα είναι εκείνο που θα τυχαίνει υποστήριξης από όλη την οικογένεια σε κάθε στιγμή της. Ας ξεκαθαρίσει ο καθένας μας ποιες είναι οι αξίες του, ποια είναι δηλαδή τα σημαντικά πράγματα που θέλει να έχει στη ζωή του, και στη συνέχεια ας προσπαθήσει να ζει τη ζωή του σύμφωνα με αυτές και να εμπνεύσει και το παιδί του. Η διάθεση του παιδιού για μάθηση καλλιεργείται όταν την επιδεικνύει η οικογένεια την ώρα που παρακολουθούν μια ταινία, όταν παίζουν ένα παιχνίδι, όταν ταξιδεύουν σε μια ξένη χώρα, κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε κάτι καινούριο, σε κάτι που δεν γνωρίζουν.  Η διάθεση για μάθηση καλλιεργείται όταν προκύπτει ως κάτι φυσιολογικό, ως κάτι που δεν χρειάζεται να το προσπαθήσουμε.

cc33f947759241fcfd1720ca90a9489b

Η Μαρίνα Ψιλούτσικου έχει διδακτορικό στη Στρατηγική των Επιχειρήσεων και διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άρθρα της έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή συνέδρια και περιοδικά, καθώς και στον Τύπο. Ασχολείται με το life coaching σε θέματα εκπαίδευσης και καριέρας. Όραμά της είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα της σύγχρονης καθημερινότητας, αξιοποιώντας τις επιστημονικές αρχές της Στρατηγικής και της Λήψης Αποφάσεων.

Γράφει στο Cool School (https://psiloutsikou.wordpress.com/) και στο Lifestrategy (https://lifestrategyblog.wordpress.com/). Μέσα από το edx και το Coursera, συνεχίζει τις σπουδές της στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου – παραμένοντας μαθήτρια για πάντα.

Τη συναντάτε:

• στο Facebook ως Marina Psiloutsikou

• στο Twitter ως mpsilout

•στο LinkedIn ως Marina Psiloutsikou.

Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της στην ηλεκτρονική διεύθυνση mpsiloutsikou@gmail.com.

One Response

  1. κατια 22 Ιουλίου, 2015

Leave a Reply