ΤΑ ΠΡΩΤΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

πρωτάκιαΌπως όλοι ξέρουμε, η πρώτη δημοτικού είναι κομβικό σημείο στη ζωή των παιδιών, είναι μια μετάβαση, αφού αφήνουν πίσω τους την προσχολική εκπαίδευση και πλέον βρίσκονται αντιμέτωπα με μία νέα πραγματικότητα. Το αρχικό διάστημα είναι πάντοτε αυτό της προσαρμογής από τη χαλαρότητα του παιδικού σταθμού, του προνηπίου και του νηπιαγωγείου σε ένα λίγο πιο «σφιχτό», για τα δεδομένα τους, πρόγραμμα. Τα πρωτάκια πρέπει να μάθουν καταρχάς να διαβάζουν και να γράφουν. Έπειτα, πρέπει να μάθουν να κάθονται για αρκετή ώρα στο θρανίο και να διαχειρίζονται βιβλία και τετράδια. Τέλος, πρέπει να… μελετούν, έστω και λίγο, στο σπίτι.
Πέραν του μαθησιακού κομματιού, υπάρχει και το κοινωνικό: Τα πρωτάκια πρέπει να κάνουν νέους φίλους, να μπουν σε καινούργιες ομάδες, να βρουν διαφορετικές ισορροπίες σε ένα κτίριο, όπου έχει και πιο μεγάλα παιδιά και εκείνα μοιάζουν με… σποράκια. Οι δάσκαλοι δίνουν ένα διάστημα τριών και κάτι μηνών, μέχρι δηλαδή τα Χριστούγεννα, ώστε να ολοκληρωθεί η προσαρμογή στη νέα κατάσταση, να μειωθούν οι φόβοι και οι ανασφάλειες, και μέχρι τότε συνιστούν στους γονείς υπομονή και επιμονή, συνεργασία και πολλή αγάπη. Φυσικά, δεν ανταποκρίνονται όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο στο «μεγάλο σχολείο». Υπάρχουν μαθητούδια ευπροσάρμοστα και άλλα που δυσκολεύονται περισσότερο. Αυτό έχει να κάνει  με την ιδιοσυγκρασία τους (π.χ. φύσει κοινωνικά ή δειλά), με τα ερεθίσματα που λαμβάνουν από το οικογενειακό περιβάλλον τους (π.χ. μεγαλύτερα αδέλφια ή υπερπροστατευτικοί γονείς), με τους εκπαιδευτικούς που αντιμετωπίζουν (π.χ. δάσκαλοι αυστηροί ή χαλαροί), με τυχόν μαθησιακές δυσκολίες που παρουσιάζονται και με άλλους τυχαίους παράγοντες.
Τη χρονιά που μας πέρασε, όμως, όλα όσα ξέραμε για την πρώτη δημοτικού και τους τρόπους προσαρμογής των πρωτακίων μας άλλαξαν. Σε όλα όσα προαναφέρθηκαν ήρθε να προστεθεί η πανδημία, που έφερε τα πάνω κάτω και στα σχολεία. Τα πρωτάκια βρέθηκαν στο καινούργιο προαύλιο χωρίς την ανακουφιστική παρουσία των γονιών τους, που έμειναν υποχρεωτικά απέξω, φορώντας μάσκα, κρατώντας αντισηπτικό, υποχρεωμένα να κρατούν ‒όσο αυτό ήταν δυνατόν‒ αποστάσεις. Οι γονείς και οι δάσκαλοι ήταν φοβισμένοι και συγκρατημένοι, ενώ τα ίδια δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τι ακριβώς είναι αυτός ο αόρατος εχθρός που μας αρρωσταίνει και που εξαιτίας του πρέπει να προσέχουμε και να μην πιάνουμε καν (Μα ούτε μια αγκαλιά; Ούτε ένα σπρώξιμο; Όχι, τίποτα… ) τα άλλα παιδάκια. Όσο για τις εξωσχολικές δραστηριότητες, που είτε είχαν πρόσφατα ξεκινήσει είτε μόλις θα ξεκινούσαν, και αυτές πήραν αναβολή ή διακόπηκαν βίαια.
Η διά ζώσης διδασκαλία ξεκίνησε με ημερομηνία λήξης στον ορίζοντα. Πράγματι, αυτή ήρθε στις αρχές Νοεμβρίου, όταν τα μικρά πρωτάκια, πριν καλά καλά γνωρίσουν τους συμμαθητές τους, πριν καλά καλά μάθουν την αλφαβήτα και τους αριθμούς, πριν καλά καλά συνηθίσουν το χτύπημα του κουδουνιού και τα διαλείμματα, κλήθηκαν να διδαχτούν μέσα από μια οθόνη υπολογιστή, τάμπλετ ή κινητού. Προφανώς, η εμπειρία αυτή διέφερε για το κάθε παιδάκι και είχε να κάνει τόσο με τη στάση των γονιών του όσο και με τη στάση του εκπαιδευτικού. Σε κάθε περίπτωση, αν όλα τα παιδιά δυσκολεύτηκαν για ποικίλους λόγους να αντεπεξέλθουν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, τα περισσότερα πρωτάκια ζορίστηκαν διπλά και τριπλά, γιατί δεν έζησαν ποτέ τη ρουτίνα του δημοτικού και δεν είχαν ούτε χώρο ούτε χρόνο να καταλάβουν τι ακριβώς τους συμβαίνει. Θυμίζουμε ότι επέστρεψαν στα θρανία για έναν μήνα, μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, πάλι μπερδεμένα και αγχωμένα, ενώ μετά το Πάσχα κάθισαν στα θρανία για ενάμιση μήνα, που μόλις ολοκληρώθηκε. Άραγε, τι πρόλαβαν να «χωνέψουν» τα πρωτάκια της πανδημίας από το «μεγάλο σχολείο»; Το Τaλκ μίλησε με γονείς και μεταφέρει τις εμπειρίες τους.

Μαρία, μαμά της Ιωάννας
Το πρώτο πράγμα που άλλαξε στο σπίτι μας όταν ανακοινώθηκε το κλείσιμο των σχολείων ήταν η αφύπνιση. Από τις 7 ρυθμίστηκε στις 9, με θράσος κι ενθουσιασμό. Η Ιωάννα, μαθήτρια της πρώτης Δημοτικού, απέκτησε δικαίωμα στο laptop κι έβαλε αυτοκόλλητο με τη Ladybug και το όνομά της για να μην μπουν ιδέες στον μικρό της αδερφό. Της εξηγήσαμε πώς θα μπαίνει, έγραψε τα βήματα σε ένα χαρτάκι και πολύ σύντομα δεν ήθελε βοήθεια, γιατί «άστο, ξέρω, θα μου το χαλάσεις». Οι εβδομάδες που ακολούθησαν είχαν τα καλά και τα κακά τους. Οι ασκήσεις ήταν μάλλον περισσότερες από πριν. Στα διαλείμματα άκουγαν τραγουδάκια με τους κανόνες της ορθογραφίας. Και πάλι, όλα ήταν πιο χαλαρά. Το πρόγραμμα και τα ωράρια ύπνου πήγαν έναν μεγάλο περίπατο και άργησαν να γυρίσουν. Η κλειστή κάμερα έδινε χώρο σε μικρά αθώα μυστικά: φαγητό μεταξύ ορθογραφίας και ανάγνωσης, σπριντ από το σαλόνι που «είχε πάει να δει κάτι» πίσω στην οθόνη όταν την φώναζε αιφνιδιαστικά η δασκάλα και ένας τετράχρονος συν-ακροατής δίπλα της σε όλα τα μαθήματα που είχαν πλάκα, δηλαδή σε εκείνα που τους έβαζαν βίντεο στο Youtube.
Στο «δεύτερο Webex», από τον Φεβρουάριο και έπειτα, όλα ήταν πιο δύσκολα. Η Ιωάννα είχε βαρεθεί, έκανε τα μαθήματα στον διπλάσιο χρόνο και έσβηνε μια μια τις εβδομάδες μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία. Λογικό όταν το πιο αγαπημένο σου παιχνίδι στον κόσμο είναι το «Μπανάνα Ξε-Μπανάνα» και παίζεται σε προαύλιο με τουλάχιστον άλλα 5 παιδιά…

Νίκος, μπαμπάς της Γιώτας
Οι δυσκολίες της Γιώτας ξεκίνησαν από πέρυσι, στο νηπιαγωγείο. Είχαμε ξεκινήσει, έπειτα από παρότρυνση της νηπιαγωγού, λογοθεραπείες και εργοθεραπείες, και ήμασταν σε διαδικασία αξιολόγησης από παιδονευρολόγο και αναπτυξιολόγο, γιατί έμοιαζε λίγο «πίσω» σε σχέση με τους συμμαθητές της. Υπήρξε μια σκέψη να επαναλάβει το νηπιαγωγείο, μετά το κλείσιμο πέρυσι, αλλά προτιμήσαμε να μη γίνει, παρά το γεγονός ότι το τεστ σχολικής ετοιμότητας δεν ήταν καλό. Λάθος απόφαση πήραμε. Η κόρη μας πήγε στην πρώτη δημοτικού φοβισμένη και ανέτοιμη. Εντωμεταξύ, το τμήμα της έκλεισε για κάποιες μέρες και πριν από το οριστικό κλείσιμο των σχολείων. Δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Δεν μπόρεσε να κάνει φίλους. Τη δυσκόλευε η μάσκα και η απαγόρευση της σωματικής επαφής. Με την έναρξη της τηλεκπαίδευσης, η μπάλα χάθηκε τελείως. Τα μεσημεριανά μαθήματα την έβγαλαν από τον όποιο ρυθμό είχε αποκτήσει, ξυπνούσε αργά, κοιμόταν αργά, η οθόνη την κούραζε. Κάπως ίσως τη βοήθησαν οι εκπομπές της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Τις έβλεπε σαν παιδικό…
Τον Ιανουάριο δεν ήθελε με τίποτα να επιστρέψει στο σχολείο. Είχε μια σχολική άρνηση, την οποία ξεπεράσαμε με τη βοήθεια ενός ψυχολόγου, αλλά μόλις πήρε να συνηθίζει‒και έκανε και μια «κολλητή»‒ τα σχολεία έκλεισαν ξανά. Απογοητεύτηκε και ήρθε ξανά η άρνηση. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι νοσήσαμε όλοι από κορονοϊό. Δεν νοσηλευτήκαμε, αλλά περάσαμε ένα διάστημα δύσκολο, με κούραση, ταλαιπωρία και πολύ φόβο. Η Γιώτα σταμάτησε να μπαίνει στην ηλεκτρονική τάξη για καιρό. Δεν είχαμε τη δύναμη ούτε να την πιέσουμε ούτε να σταθούμε δίπλα της, γιατί ήμασταν άρρωστοι. Φυσικά, είχαμε επικοινωνία με τη δασκάλα και τους ειδικούς που την παρακολουθούσαν. Σιγά σιγά, συνήλθαμε, ξαναμπήκε, αλλά με ζόρι πολύ. Εντέλει, συμφωνήσαμε να επαναλάβει την πρώτη δημοτικού. Επέστρεψε, φυσικά, στο σχολείο, όταν άνοιξε, κυρίως για να βρίσκεται με συνομήλικα παιδάκια. Δεν την πιέζουμε καθόλου μαθησιακά (και τελικά μάλλον έτσι αποδίδει καλύτερα) και από Σεπτέμβριο θα πάει σε καινούργιο σχολείο, για να μην τη συνοδεύουν οι κακές μνήμες από το παλιό και για να μη νιώθει άσχημα που οι συμμαθητές της έχουν προχωρήσει. Αν για όλα τα πρωτάκια η χρονιά ήταν δύσκολη, για τα πρωτάκια με μαθησιακές δυσκολίες ήταν σχεδόν ακατόρθωτη… Μακάρι του χρόνου να μην κλείσουν τα σχολεία ούτε μέρα.

Άννα, μαμά της Βασιλικής
Η πρώτη δημοτικού ξεκίνησε με εμάς προετοιμασμένους για τα χειρότερα. Εννοώ πραγματικά προετοιμασμένους. Είχαμε διαμορφώσει έτσι το σπίτι ώστε αν βουτούσαμε ξανά σε καραντίνα, να μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Είχαμε συζητήσει αρκετά με την μικρή μας σε σχέση με το δημοτικό και τις υποχρεώσεις της. «Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε», εμείς γονείς, εκείνη μαθήτρια και οι μαθητές έχουν δασκάλους… «Τον νου σου σε όσα λέει η δασκάλα! Είσαι υπεύθυνη για τα βιβλία σου, τα τετράδια σου, το διάβασμα σου. Θα είμαστε εκεί αν μας ζητήσεις βοήθεια, αλλά πρώτα θα τα προσπαθείς μόνη σου!»  Έτσι και αλλιώς κάνουμε πάντα συμφωνίες από όταν ήταν μικρή. Εννοείται πως πάντα πειραματίζεται με τα όρια των συμφωνιών και με την αθέτηση τους, αλλά και με την αποποίηση ευθυνών… Ποιος άλλωστε δεν το κάνει;
Τέλος πάντων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αισθάνομαι πως τελικά ήμασταν πράγματι προετοιμασμένοι (για τα χειρότερα) και αυτός ήταν ο λόγος που αντέξαμε και καταφέραμε να επιβιώσουμε την πρώτη χρονιά του δημοτικού. Η μικρή μας διάβαζε μόνη της και εμείς εμφανιζόμασταν μόνο για να βοηθήσουμε όταν δυσκολευόταν. Δεν χάσαμε ούτε ένα μάθημα. Δεν βγήκαμε από τη ρουτίνα. Υπήρχαν στιγμές που ήθελα να τα κλείσω όλα και να της πω «πάμε έξω, είναι χαρά θεού, σε λυπάμαι που είσαι κολλημένη στον υπολογιστή». Δεν το είπα. Ήταν η επιλογή μας (εμένα και του συντρόφου μου), αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτή είναι η ρουτίνα αυτής της πραγματικότητας. Σε εμάς πήγε καλά. Αντέξαμε, άντεξε και η μικρή.

Φίλιππος, μπαμπάς του Κωνσταντίνου
Τώρα που η πρώτη δημοτικού σχεδόν τελείωσε, κάνω μια αναδρομή στους τελευταίους μήνες και δεν ξέρω πώς «επιβιώσαμε». Ο μικρός πήγε με ενθουσιασμό στο σχολείο και εμείς, παρά την αγωνία μας και για την πρώτη και για τον κορονοϊό, συμμεριζόμασταν τη χαρά του. Όμως, ο δάσκαλός του, από την πρώτη μέρα, τους έλεγε: «Σε λίγο που θα κλείσουμε, να δω πώς θα κάνουμε μάθημα…» «Δεν το ‘χω με τις νέες τεχνολογίες». «Πώς γίνεται εσείς, τα πρωτάκια, να διδαχτείτε εξ αποστάσεως;» Τα είχε προκαταλάβει.  Έτσι, το στρες ήταν μεγάλο. Ο Κώστας έλεγε «πρέπει να μάθω να διαβάζω καλά γρήγορα και να μετράω καλά, γιατί θα κλείσουμε και δεν θα μάθω τίποτα μετά. Έτσι μας λέει ο κύριος». Πήγαμε στη διευθύντρια στις αρχές Οκτωβρίου. Ζητήσαμε να μεταφέρει στον δάσκαλο να σταματήσει να προβάλλει τις αγωνίες του στους μαθητές. Κάπως βελτιώθηκε η κατάσταση, αλλά όχι και πολύ. Κι όταν πια τα σχολεία έκλεισαν, στο πρώτο online μάθημα τους δήλωσε: «Σας τα ‘λεγα εγώ… Άντε να δούμε τι θα κάνουμε τώρα.» Λες και καταλάβαιναν τα εξάχρονα πρωτάκια. Έχω και σαν αντιπαράδειγμα τη δασκάλα της μεγάλης μας κόρης, που εξαρχής αντιμετώπισε το όλο θέμα θετικά και τα παιδιά ανταποκρίθηκαν τέλεια και στη διά ζώσης και στην εξ αποστάσεως διδασκαλία. Ίσως, βέβαια, παίζει ρόλο και η ηλικία τους. Είναι πέμπτη δημοτικού…
Τέλος πάντων, για τον γιο μας ήταν σχεδόν αδύνατον να καθίσει 3μιση ώρες μπροστά στην οθόνη. Σηκωνόταν, ήθελε νερό, τσίσα, να ξαπλώσει, να χαϊδέψει τον σκύλο, να δει τι λένε «στον υπολογιστή της αδερφής του». Όταν, εντωμεταξύ, τα μικρά άνοιγαν κάμερες και μικρόφωνα γινόταν κακός χαμός, όταν ήταν κλειστά, ούτε ήξερες αν ακούει κανείς τον δάσκαλο, που βαριόταν; Δυσκολευόταν; Πάντως, δεν το είχε… Είτε εγώ είτε η μαμά του, ανάλογα με το πρόγραμμά μας, καθόμασταν μαζί του, και προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τον Κώστα συγκεντρωμένο, ενώ μετά τις 5μιση, γινόμασταν ουσιαστικά εμείς οι δάσκαλοι και του ξαναδιδάσκαμε το πρόγραμμα της ημέρας.
Όλο αυτό ήταν λάθος. Έφερε ένταση στη σχέση μας. Κάποια στιγμή κουραστήκαμε… Μιλήσαμε με μια φίλη ψυχολόγο, που μας συμβούλεψε να αφήσουμε το παιδί να βρει τους ρυθμούς του, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι ο δάσκαλος κινείται σε λάθος κατεύθυνση. «Τα μαθησιακά κενά θα καλυφθούν», μας καθησύχασε. Τον αφήσαμε πράγματι πιο χαλαρό, ιδιαίτερα στη δεύτερη καραντίνα, όπου είχε ήδη εξοικειωθεί αρκετά με τις λεξούλες και τους αριθμούς. Παίξαμε πολύ, γνωρίσαμε και τους γονείς δυο συμμαθητών του και κάναμε μια φούσκα (ευτυχώς όλοι είτε τηλε-εργαζόμασταν είτε ήμαστε σε αναστολή) για να παίζουν και να κοινωνικοποιούνται τα παιδιά, και κάπως έστρωσε η κατάσταση. Όταν άνοιξαν τα σχολεία τον Μάιο, ο Κώστας ήταν πολύ χαρούμενος και νομίζω ότι μπήκαν σε έναν ρυθμό. Προσπαθώ πια να μη μένω στο μαθησιακό κομμάτι. Κοιτάω που είναι κεφάτος και πήγαινε στο σχολείο με όρεξη. Ελπίζω μόνο του χρόνου να πάνε όλα καλά και να μην ξανακλείσουν τα σχολεία.

Leave a Reply