Λίγες ημέρες πριν, συναντάω στην παιδική χαρά μια γνωστή μου με τη θετή κορούλα της, ένα πανέξυπνο και υπέροχο πλάσμα από την Αιθιοπία, που πέρασε φέτος το κατώφλι της πρώτης δημοτικού. Η επίσης γλυκιά και ήρεμη μαμά της επέλεξε ένα από τα λεγόμενα «καλά» ιδιωτικά σχολεία, θεωρώντας προφανώς ότι το συγκεκριμένο σχολείο θα εξασφαλίζει ένα περιβάλλον σωστής διαχείρισης της διαφορετικότητας.
«Πώς τα πάει με το σχολείο;» τη ρωτάω και το βλέμμα της συννεφιάζει. «Όχι όπως περίμενα» μου απαντά και, χωρίς να γίνει πολύ συγκεκριμένη, την καταλαβαίνω ακριβώς. «Σκέφτομαι να δοκιμάσω κάτι άλλο, κάτι που θα της ταιριάζει πιο πολύ», συμπληρώνει. Γιατί; Γιατί ενώ και η ίδια δεν μου λέει κάτι συγκεκριμένο, εγώ καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι του σχολείου δεν κατάφεραν να διηγηθούν τη σωστή ιστορία για τη διαφορετικότητα. Καταλαβαίνω ότι οι υπόλοιπες μαμάδες και οι υπόλοιποι μπαμπάδες δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν στα παιδιά τους ότι η αγάπη δεν είναι μόνο βιολογία, είναι και χημεία, και ιστορία, και μυρωδιές, και χρώματα. Ναι, η αγάπη είναι πολύχρωμη.
Φυσικά, το συγκεκριμένο σχολείο, που δεν μπόρεσε να κάνει τα αυτονόητα… κατανοητά, πρωτοστάτησε σε όλες τις δράσεις ανθρωπιστικής βοήθειας για τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους. Και οι μπαμπάδες κουβάλησαν κούτες με ρούχα, και γάλατα, και πάνες. Και οι μαμάδες γέμισαν μαζί με τα παιδιά τους σακίδια «για τον δρόμο». ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ. Γιατί εδώ, μικρή μου, δεν χωράς.
Από τις αναλύσεις που έχω διαβάσει αυτές τις μέρες για το προσφυγικό, κρατάω σίγουρα όσες στηρίζουν ότι η «ανοργάνωτη» ανθρωπιστική βοήθεια, όταν δεν συνδυάζεται με συντονισμένες κινήσεις του κρατικού μηχανισμού, μακροπρόθεσμα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Όχι μόνο γιατί δεν δημιουργεί ουσιαστικές λύσεις. Αλλά και γιατί δίνει σε όλους την ευκαιρία να γίνουν «ανθρωπιστές» για μια μέρα, να καλύψουν την καθωσπρέπει ανάγκη τους για φιλανθρωπία, να κοιμηθούν λίγο καλύτερα το βράδυ γιατί «έκαναν το χρέος τους». Από το σπίτι τους.
Αυτό το «χρέος» ας ήταν πιο πηγαίο, πιο αληθινό και πιο διαρκές. Μας είναι τόσο εύκολο να γεμίζουμε σακίδια και να προσφέρουμε είδη πρώτης ανάγκης, αρκεί το «αντικείμενο» της προσφοράς μας να πορεύεται παράλληλα με εμάς. Οι δρόμοι μας να μη συναντηθούν. Αγαπημένοι μου, σας έχω νέα: και οι πρόσφυγες την απεύχονται αυτήν τη συνάντηση. Και εκείνοι θέλουν όσο τίποτε να φύγουν από εδώ. Ας σκεφτούμε όλοι για λίγο το γιατί…