Πάρε με αγκαλιά. Όχι αργότερα, όχι αύριο, όχι ίσως, όχι θα δούμε.
Πάρε με αγκαλιά, τώρα!
Πάρε με αγκαλιά σφιχτά, σαν να φοβάσαι, σαν να τρέμεις.
Σαν να εξαρτάται η ζωή σου από αυτή την αγκαλιά.
Σαν αυτή η αγκαλιά να μπορεί να σε γλιτώσει από τον θάνατο που έρχεται.
Πάρε με αγκαλιά και νιώσε μέσα μου το πουλί του φόβου που φτερουγίζει ακόμη.
Τίποτε δεν μπορεί να το κάνει να σταματήσει να χτυπάει τις φτερούγες του στο στήθος μου, εδώ και πολύ καιρό.
Άραγε εκείνοι που έφυγαν αγκαλιασμένοι να κατάφεραν να το κάνουν να σωπάσει;
Η πυρκαγιά, λένε, όταν τους αντίκρισε έτσι σφιχτά αγκαλιασμένους, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν πίστευε ότι αντί να τους χωρίσει, το μόνο που είχε πετύχει ήταν να τους ενώσει περισσότερο.
Η ανόητη!
Και έτσι θύμωσε και όρμησε με περισσότερο μένος κατά πάνω τους.
Δεν κατάφερε τίποτα, εν τέλει.
Τους ένωσε για πάντα, αλλά όχι όπως είχε εξ’ αρχής σχεδιάσει.
Όχι με τον φόβο, όχι.
Τους ένωσε με την αγκαλιά!
Και αυτή η αγκαλιά ήταν το μόνο που έμεινε όρθιο από την καταστροφή.
Όλα έσβησαν, όλα χάθηκαν, όλα έλιωσαν.
Αλλά η αγκαλιά αυτών των ανθρώπων έμεινε για πάντα.
Γι’ αυτό σου λέω, αγκάλιασέ με!
Σήμερα, τώρα, εδώ.
Και άκου: η φωτιά σώπασε πια.
Η Μαρία Παπαϊωάννου, πεζογράφος, έζησε μαζί με την οικογένειά της από κοντά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής. Θέλοντας να κάνει κάτι για να τιμήσει τη μνήμη των θυμάτων που έχασαν τραγικά την ζωή τους, τους πυρόπληκτους και τους εγκαυματίες που παλεύουν ακόμη να σταθούν στα πόδια τους με αξιοπρέπεια και ήθος καθώς και τον τόπο, το ίδιο το Μάτι, στο οποίο έχει ζήσει πανέμορφες στιγμές της ζωής της και το αγαπά, αυτόν το χρόνο που πέρασε έγραψε 13 διηγήματα και ευχαριστεί θερμά το Taλκ που θα δημοσιεύει ένα κάθε ημέρα, μετρώντας αντίστροφα μέχρι την πρώτη μαύρη επέτειο της 23ης Ιουλίου. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ. Για να μην ξεχάσει κάνεις. Για το Μάτι.