ΝΑΙ, ΠΑΛΙΚΑΡΑΚΙ ΜΟΥ, ΞΕΡΩ…

«Μαμά, δεν είναι αυτός ο άντρας σου. Αυτός λείπει πάντα από το σπίτι. Εγώ είμαι πάντα εδώ, εγώ είμαι ο άντρας σου». Ο διετής ευφυής και εκπληκτικά ευφραδής «σπόρος» έχει κερδίσει τις εντυπώσεις άλλη μια φορά.
Ο μπαμπάς, κάπου στο 2007, θαυμάζει τον συγκροτημένο, ακριβή και εύστοχο λόγο του τέκνου του.
Του θυμίζει τον εαυτό του στην ίδια ηλικία.
Αισθάνεται υπερήφανος. Αλλά… κάτι λείπει: κάτι σημαντικό του διαφεύγει. Ύστερα ο «σπόρος»… ξεφεύγει: αυθάδεια, βία, ανυπακοή, πρόκληση και… κυνισμός αταίριαστος με την ηλικία του. Ο μπαμπάς, έρμαιο στη θύελλα της κρίσης, με ολοήμερη και ολονύκτια εργασία, απουσιάζει.
Κουράζεται. Λυγίζει. Απαιτεί υπακοή και ηρεμία. Θέτει τον εαυτό του, την κούραση, τις ανάγκες του στο επίκεντρο.
Και όλα χειροτερεύουν θεαματικά. Αναζητεί συμβουλές από ειδικούς και μη, από σχετικούς και άσχετους. Ωστόσο ξέρει εξαρχής: «Θέλει την προσοχή μου». Δείχνει αυτήν τη ρημάδα την προσοχή – με τον δικό του, διεκπεραιωτικό τρόπο. Αλλά πάντα χάνει – και όλα πάνε προς το χειρότερο. Κάτι κάνει λάθος, αλλά τι;
Ο διετής «σπόρος» γίνεται εξαετής και τίποτε δεν έχει λυθεί. Το πρόβλημα παραμένει, αλλά με μια ιδιαιτερότητα: άλλο παιδί στο σπίτι, άλλο στο σχολείο. Το λέει και μόνος του άλλωστε: «Στο σχολείο δεν κάνω αυτά που κάνω στο σπίτι». Τι ήττα! Ύστερα, η… φώτιση! Ο μπαμπάς απογοητευμένος, συντετριμμένος, αναζητεί απαντήσεις. Αναχωρεί σιωπηρά από το παρόν.
Επιστρέφει στα δικά του έξι. Έχει μνήμες από τότε.
Ολοζώντανες. Ανατρέχει, θυμάται, ξαναζεί, συντρίβεται.
Και επιστρέφει. Κατάκοπος…
Δεν έχει πια τσαγανό να μαλώσει, να συγκρουστεί, να τιμωρήσει. Τώρα ακούει, σκέπτεται, κατανοεί.
Γίνεται πιο γλυκός, πιο επιεικής.
Ο «σπόρος», αίφνης, νιώθει αμήχανος. Ο τσαμπουκάς του είναι ανώφελος. Δεν προκαλεί την προσοχή που επιζητούσε. Ζητάει εκβιαστικά μια τιμωρία που δεν έρχεται. Φτάνει να δέρνει τη σπορούλα που… του φόρτωσαν στα καλά καθούμενα –είναι ήδη κι αυτή τριών–, αλλά κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει. Το μάλωμα έχει, επιτέλους, κάτι που δεν είχε συνηθίσει: αγάπη – και συμβουλή.
Σύντομα εξομολογείται. Σχεδόν χωρίς ερώτηση: «Μπαμπά, ξέρω τι θέλεις. Εσύ ξέρεις τι θέλω εγώ;» Ναι, παλικαράκι μου, ξέρω. Τώρα, μια και θυμήθηκα τι ήθελα πάντα εγώ και δεν το είχα, ξέρω πια τι θέλεις. Και θα το έχεις…

Leave a Reply