ΜΙΛΦ (ΚΑΙ ΚΟΥΓΚΑΡ)

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση παρουσίασης της μητρότητας ως σέξι και των μαμάδων ως αντικειμένων σεξουαλικών φαντασιώσεων. Η μάνα, από άσπιλη μαντόνα, από μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της γυναικείας πουτανιάς, σεξουαλικοποιείται. Πάντα έτσι ήταν, θα έλεγαν ίσως οι ψυχαναλυτικώς διακείμενοι, ωστόσο η σημερινή σεξουαλικοποίηση της μητρότητας έχει κάτι το διαφορετικό.

Η κυρίαρχη θεωρία που πλασάρεται έχει ως εξής: Η σύγχρονη γυναίκα δεν σταματά να είναι γυναίκα μετά τη μητρότητα (όχι σαν τις παλιές που μετά τη γέννα ακολουθούσαν αναπότρεπτη πορεία μπαζοποίησης). Είναι και πρέπει να νιώθει σέξι, ποθητή, «γυναίκα» (δηλαδή αντικείμενο αντρικής επιθυμίας). Δεν πρέπει να στερείται την ηδονή, την απόλαυση, την επιβεβαίωση ούτε μετά τη μητρότητα.

Το αρκτικόλεξο Milf (Mom I Would Like to Fuck – Μαμά Που Θα Γαμούσα) διαδίδεται ως ένωση εις λέξιν μίαν των δύο χαρακτηριστικών γυναικείων ιδιοτήτων: μητρότητα και σέξι. Cougars (πούμα), από την άλλη, είναι οι ώριμες και σεξουαλικά επιθετικές γυναίκες που επιδιώκουν την επαφή με νεότερους άντρες. Αν οι μιλφ είναι οι καλές πλην όμως ποθητές μανούλες, οι κούγκαρ είναι τα κακά κορίτσια και συνήθως καριερίστριες (η Samantha από το Sex and the City). Αν για μια μιλφ το σεξ είναι πάρεργο, συνοδευόμενο από μητρική στοργή, περιποίηση και τρυφερότητα, για την κούγκαρ είναι έντονη σωματική άσκηση μετά ηδονής.

Βέβαια τα διασημότερα ιστορικά παραδείγματα μιλφ, δηλαδή η Mrs. Robinson του Πρωτάρη (The Graduate) ή η «μαμά του Στίφλερ» στο American Pie, επεδίωκαν οι ίδιες τη σεξουαλική επαφή με νέους άντρες και δεν ανταποκρίνονταν στο στερεότυπο της «καλής μαμάς». Έπιναν, ξελόγιαζαν, απατούσαν. Με δυο λόγια, στο παρελθόν η μαμά που πήγαινε με άλλους άντρες και δη νεότερους έπρεπε να είναι «κακιά», να έχει ψυχολογικά προβλήματα, να είναι εξαρτημένη από το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά, να είναι πλούσια μεγαλοαστή που παντρεύτηκε από συμφέρον (τις ξέρουμε τι εξώλης και προώλης είναι αυτές). Η μιλφ ήταν κατ’ ουσίαν κούγκαρ μετά τέκνων.

Προσφάτως διαφαίνεται στον ορίζοντα, ωστόσο, μια «ηθικοποίηση» της μιλφ, σχετιζόμενη ασφαλώς και με την άνοδο της κούγκαρ ως αντίπαλου δέοντος. Ενώ παλιότερα μιλφ και κούγκαρ αποτελούσαν αμφότερες ώριμες (αποτυχημένες ή ανήθικες) γυναίκες που αναζητούσαν το σεξ με νεαρούς, τελευταία κατασκευάζεται ένα δίπολο, με την κούγκαρ να αναλαμβάνει τον ρόλο του κακού της υπόθεσης και τη μιλφ να ενσαρκώνει την καλή νοικοκυρά της διπλανής πόρτας που απλώς δεν ξέχασε ότι είναι γυναίκα.

Όπως και να έχει, το γενικότερο πλαίσιο που συνδέει κούγκαρ και μιλφ είναι η ερωτικοποίηση της διαφοράς ηλικίας. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν θα μου πείτε. Πώς μπορεί όμως να υπάρξει ερωτικοποίηση της διαφοράς ηλικίας όταν δεν ξέρεις πού τελειώνει η μια ηλικιακή ομάδα και πού αρχίζει η άλλη; Τι γίνεται στην περίπτωση που 40άρηδες φαίνονται νεότεροι από 20άρηδες; Θα μας φαινόταν παράταιρο να δούμε τον Σάκη Ρουβά με μια 18άρα; Ή τη Μενεγάκη, αν ήταν άγνωστη, με έναν 25άρη;

Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί λοιπόν τη μετανεωτερική φαντασίωση είναι ότι προτού μπορέσει να ερωτικοποιήσει τη διαφορά ηλικίας πρέπει πρώτα να την εγκαθιδρύσει. Η πατρική φιγούρα πρέπει να διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που θα ανταποκρίνονται στο στερεότυπο. Τα χαρακτηριστικά αυτά ασφαλώς αντλούνται από παραδοσιακά πρότυπα και εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται ο δομικός συντηρητισμός της μετανεωτερικής σεξουαλικότητας – κι ας πιστεύει το αντίθετο.

Η μετανεωτερική έξαψη κρύβει μια βαθιά και εγγενή νοσταλγία για το παρελθόν, για ξεκάθαρες καταστάσεις, όπου ο 40άρης ήταν 40άρης, η μαμά μαμά και το παιδί παιδί. Αυτό που αποκρύπτει είναι ότι τα παραδοσιακά στερεότυπα έχουν ήδη καταστεί κοινωνικά απολιθώματα και ότι και εκείνα με τη σειρά τους αποτελούσαν κατασκευές∙ εξουσιαστικές, καταπιεστικές, εξουθενωτικές. Επιθυμώντας και αναζητώντας τα στερεότυπα αυτά, η μετανεωτερική σεξουαλικότητα διεκδικεί ως σύμβολο απελευθέρωσης φολκλορικές καρικατούρες. Πού πήγαν όλοι οι άντρες; Δεν υπάρχουν άντρες πια, αρσενικά που να φοράνε παντελόνια, να λένε κάτι και να είναι αυτό, τέλος. Αμ, οι γυναίκες; Καμιά δεν είναι για σπίτι. Όλο στα λούσα, στις εξόδους και στους γκόμενους έχουν τον νου τους. Νοσταλγία, συντηρητισμός, στερεότυπα, άγνοια.

Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, η μιλφ, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα, δεν πρέπει απλώς να είναι μαμά, πρέπει και να φαίνεται ότι είναι. Να έχει ανοίξει λίγο η περιφέρειά της, να έχει καμιά ρυτιδούλα, λίγη κυτταρίτιδα, μέχρι και η τομή της καισαρικής μπορεί να είναι σέξι. Σαν να χρειάζεσαι δικαιολογία για να αποκλίνεις από τα πρότυπα ομορφιάς που ισχύουν για τις μη-μαμάδες. Το παιδί ως απολογία για τη μη συμμόρφωση στο ανορεξικό πρότυπο; Η μιλφ πρέπει, ωστόσο, να είναι εμφανίσιμη, αν μη τι άλλο, να εξακολουθεί να υπακούει στα πρότυπα και τις επιταγές της γυναικείας ομορφιάς, με μικρά «ελαττωματάκια» που την κάνουν ακόμα πιο ποθητή, αφού, ως γνωστόν, με τις ατέλειες κολλάς. Ο ίδιος ο όρος εξάλλου διαχωρίζει τις μιλφ (που θα γαμούσαμε) από τις υπόλοιπες μαμάδες που είναι πατσαβούρες (να κάτσει να τις γαμήσει ο άντρας τους, ας πρόσεχε).

Η μιλφ, επίσης, εκτός του ότι είναι μαμά, άρα έχει εκπληρώσει τον παραδοσιακό κοινωνικό ρόλο της, πρέπει προσφάτως να είναι και καλή μαμά, δηλαδή (και) νοικοκυρά. Πρέπει να έχει καθαρό σπίτι, να βάζει μπουγάδα, να μαγειρεύει, να φροντίζει τον άντρα και τα παιδιά της. Να είναι συμπαθητική, γλυκιά και να μας κάνει να νιώθουμε οικεία. Μπορεί να είναι παντρεμένη ή χωρισμένη, να εργάζεται ή όχι, κύριο μέλημά της, όπως και να ’χει, είναι η οικογένεια και τα παιδιά. Μπορεί να είναι η μαμά του φίλου μας, που την έχουμε ζήσει από τα μέσα και μας έχει ζήσει κι αυτή και γνωρίζουμε καλά ότι αυτή και το γάλα Nestle μεγαλώνουν γερά παιδιά.

Μη νομίζεται ότι η κούγκαρ αποτελεί την επαναστάτρια της υπόθεσης, τη χειραφετημένη γυναίκα που ακολουθεί καριέρα (άντρα). Δήθεν σεξουαλικά ακόρεστες, πνίγουν προσωρινά τη δυστυχία τους σε εφήμερες σχέσεις με νεότερους, προτού επιστρέψουν στη μιζέρια και μελαγχολία της καθημερινότητάς τους. Γιατί πώς θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένες δίχως σύζυγο ή έστω παιδιά; Η καριέρα δεν θα τις εμποδίσει να πεθάνουν μόνες στα πολυτελή τους διαμερίσματα, χωρίς αγάπη και πραγματικά δάκρυα. Το γνωρίζουν και οι ίδιες πολύ καλά. Όσοι όμορφοι άντρες κι αν περάσουν από το κρεβάτι τους (και όλοι τους περνούν, κανείς δεν μένει) η ζωή τους εξακολουθεί να είναι κενή και άχαρη, τσίκλα δίχως ζάχαρη.

Κι αν τούτα δεν αρκούν, ας αναφερθούμε σε μια προϋπόθεση που στηρίζει τον λόγο περί μιλφ και κούγκαρ, όπως και τον πόθο των επίδοξων (πλέον όχι και τόσο) άπειρων εραστών, σε μια ενεργή παρουσία ή απουσία (αναλόγως) που σπανίως κατονομάζεται και ομολογείται ως στήριγμα της επιθυμίας: στην ύπαρξη ή ανυπαρξία τέκνων. Ο λόγος περί κούγκαρ σεξουαλικοποιεί, εμμέσως πλην σαφώς, την έλλειψη τέκνων, ως τεκμήριο αποτυχίας, κενότητας, απελπισίας της ώριμης γυναίκας, δείγμα της κατεστραμμένης της ζωής που δεν γυρνάει πίσω. Ένα ναυάγιο της ζωής είναι η κούγκαρ, πάντα μελαγχολική κατά βάθος, αφού και η ίδια (δεν μπορεί παρά να) το (ανα)γνωρίζει.

Ο λόγος περί μιλφ, από την άλλη, σεξουαλικοποιεί ρητά την ύπαρξη παιδιών ως στήριγμα της αντρικής επιθυμίας. Στα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα του Πολάνσκι, ο άσωτος πρωταγωνιστής πηδάει μια παντρεμένη μαμά (ο Πολάνσκι αφήνει να φανεί η βέρα της) που γνώρισε στο σούπερ μάρκετ μαζί με το μικρό παιδί της, η οποία δαγκώνει το χέρι της για να μην ακουστεί, αφού στο διπλανό δωμάτιο το παιδί παίζει αμέριμνο.

Αν πρέπει να σας ποθούν, να σας ποθούν ως γυναίκες, όχι ως μαμάδες. Μην κάνετε το παιδί σας δεκανίκι κάποιας υποτιθέμενης αντρικής επιθυμίας.

2 Σχόλια

  1. Αναστασία 7 Ιανουαρίου, 2016
    • Ο συγγραφέας 10 Ιανουαρίου, 2016

Leave a Reply