ΜΕΡΕΣ ΜΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ-2

Η γιαγιά έχει ένα μυστικό τραπέζι στην κουζίνα. Είναι κρυμμένο μέσα στα συρτάρια, πάνω από τα μαχαιροπίρουνα και το ανοίγει όταν θέλει να ακουμπήσει κάτι και δεν της φτάνει ο χώρος. Έχει και ένα μικρό σκαμπό. Είναι το σκαμπό της. Σε αυτό κάθεται και σκέφτεται. Σε αυτό ανεβαίνει για να φτάσει τα πιο ψηλά ντουλάπια. Και σε αυτό ξανακάθεται για να ξανασκεφτεί.
− Γιαγιά, τι σκέφτεσαι;
− Τίποτα, μικρή μου.
− Τι τίποτα; Πώς κάθεσαι τόση ώρα μόνη σου; 
− Ρεμβάζω και ηρεμώ.
− Θέλεις να κάνουμε παρέα;
− Ναι, αμέ. Θέλεις να δούμε αν είναι έτοιμη καμιά ντομάτα να την κόψουμε;
Τρέχω αμέσως, φοράω παπούτσια και τα γάντια που μου έχει πάρει για τον κήπο.
− Είμαι έτοιμη!
− Τέλεια, πάμε.
Η γιαγιά μου έχει φτιάξει ένα μικρό μποστάνι στον κήπο της. Κάθε εποχή φυτεύει τα λαχανικά «της εποχής». Τώρα οι ντοματιές έχουν φουντώσει και το μποστάνι μοιάζει με ζούγκλα. Οι μελιτζάνες έχουν βγάλει τα λουλούδια τους και τα αγγουράκια είναι μωρά ακόμα και τα λέμε «αγγουράκια γάλακτος». Η γιαγιά λέει ότι «έχω χέρι» και θέλει να φυτεύω εγώ τα καινούργια λαχανικά γιατί το «καλό μου χέρι» τα κάνει να πιάνουν εύκολα και να δίνουν «καλή σοδειά». Μαζί με το φύτεμα πάει και το μάζεμα. Πάλι η γιαγιά θέλει να πηγαίνω εγώ και να κόβω τα λαχανικά, γιατί λέει ότι το μυστικό της επιτυχίας είναι πάλι στο χέρι μου. Είναι μικρό και απαλό και δεν τα τρομάζει.
Μεταξύ μας τώρα, εγώ νομίζω ότι δεν θέλει να πατάει σε λάσπες, να σκύβει και να γρατσουνιέται, παρόλο που περηφανεύεται ότι κάθε μέρα κάνει γυμναστική ενώ περιποιείται το μποστάνι της. Μπαίνουμε στην κουζίνα και τα ακουμπάμε όλα στο μυστικό τραπέζι-συρτάρι. Μια κόκκινη πασχαλίτσα περπατάει στο χέρι μου.
− Γιαγιά, τι λες, θα την κρατήσεις να είναι το κατοικίδιό μου στο σπίτι σου; 

Leave a Reply