ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, ΜΑΜΑ;

Απόγευμα. Μια μόνο φράση του παγώνει τα πάντα. Έξω έχει ζέστη. Ανοίγω πόρτες και παράθυρα για να «λιώσω» το κακό και του βάζω μια ταινία για να ξορκίσω τους δαίμονες. Αυτούς με τα τσιμεντένια χέρια και τους αγκυλωτούς σταυρούς… Πώς έγινε άραγε αυτό; Από ποια τρύπα εισέβαλαν οι άγριοι στο οχυρωμένο μας σπιτάκι; Τα μέτρα ήταν αυστηρά, τα φιλιά-πολυβόλο απαγορευμένα, ο «σιδηρούς αετός» αποκεφαλισμένος, τα εθνόσημα λιωμένα και το οπλοστάσιο της λογικής, έτοιμο να πυρπολήσει από πόρτες και παράθυρα όποιον τολμούσε να αναφέρει το όνομά της. «Τι είναι η Χρυσή Αυγή, μαμά;» Δεν απαντώ. Με κοιτάζει απορημένο. Το βλέμμα μου σκληρό, αγριεμένο, απειλητικό. Το μυαλό μου σαστισμένο, παραλυμένο, κολλημένο στο κακό που με βρήκε.
Πώς έγινε άραγε αυτό; Η χρυσαπαγόρευση ήταν καλά οργανωμένη: οι φίλοι επιλεγμένοι ένας κι ένας, το ίδιο και το σχολείο, και τα παιχνίδια, και τα βιβλία, και οι δραστηριότητες, και οι διακοπές, και η διασκέδαση, και οι κουβέντες. Αυτή η λέξη χειρότερη κι από βρισιά, μεγαλύτερη κι από κατάρα, ισοδύναμη με όλεθρο, έπρεπε να παραμείνει ένας άγνωστος τόπος στο σύμπαν του παιδιού. Κι όμως. Τρύπωσε ένα χαρούμενο απόγευμα ανάμεσα σε μουσικές, χαμόγελα και χορούς, έσυρε ανατριχιαστικά τη βελόνα επάνω στον δίσκο με τα παιδικά τραγούδια και πάγωσε τα πάντα. «Τι είναι η Χρυσή Αυγή, μαμά;» Ανταπάντηση σε τόνο ρηχό, τρεμάμενο, φοβισμένο: «Πού το άκουσες αυτό, αγάπη μου;» «Στην παιδική χαρά. Ένα παιδάκι μού είπε ότι είναι πολεμιστής, Χρυσή Αυγή…» Τι παιδάκι; Ποιο παιδάκι; Πού βρίσκεται αυτός ο διάβολος να βγω όπως είμαι με νυχτικιά και παντόφλα και να το σύρω από το αυτί παρέα με όλο του το σόι στο τσιμεντένιο προαύλιο της παιδικής χαράς; Ξάφνου σαστίζω. Με τη σκέψη μου, με την πρόθεσή μου να τα βάλω ακόμη και μ’ ένα μικρό παιδί, με το πόσο επικίνδυνα κολλητικός είναι ο ιός της κακίας και της βλακείας, βασικά «σύνεργα» του  φασισμού. Προς στιγμήν, με οδηγό τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, σκέφτομαι να μετατρέψω την πολιτική αυτήν κατάρα σε παραμύθι. Σ’ ένα αηδιαστικό βατράχι που ζει σε μολυσμένα δέντρα, έχει για φίλους δέκα τέρατα δίχως μάτια και κατατροπώνεται από ένα μικρό κορίτσι που έχει ως μοναδικά του όπλα το θάρρος, την καλοσύνη και την αχαλίνωτη φαντασία του. Την ίδια κιόλας στιγμή αλλάζω γνώμη. Δεν μπορείς να κάνεις τα τέρατα παραμύθι όταν εκείνα είναι αληθινά, δεν έχεις το δικαίωμα να τους προσδίδεις μορφές τρομακτικές όταν η δική τους είναι η τρομακτικότερη όλων, δεν σου επιτρέπεται να αλληθωρίζεις στο σκοτάδι προσποιούμενη ένα γλυκανάλατο φινάλε. Στην τελική, ο φόβος είναι αυτός που γεννάει τέρατα και τα παιδιά δεν πρέπει να φοβούνται κανένα τέρας. Πόσο μάλλον αυτά.

great-dictator
Σήμερα, θα κάνουμε με τον μικρό μου πρίγκιπα το πρώτο μας «σκασιαρχείο» από την τάξη των κακών με δάσκαλο τον μοναδικό Τσάρλι Τσάπλιν και τον μεγάλο του δικτάτορα. Στήνω σκάλα μπροστά στο πατάρι, τραβάω με τα μάτια κλειστά «τη χάρτινη κούτα των αναμνήσεων», τινάζω από πάνω μου τη σκόνη που συνοδεύει την πτώση της, κάθομαι στο πάτωμα οκλαδόν και ψαχουλεύω παρέα με τα μικρά του χεράκια. Τον βρίσκουμε! Ξεχασμένο στο βάθος της κούτας, κλεισμένο σε μία γρατσουνισμένη απ’ τον καιρό θήκη, αποτυπωμένο σ’ ένα DVD που οι δημοκράτες αυτού του τόπου οφείλουν να εντάξουν στη διδακτέα ύλη των δικών μας σχολείων μπας και τα παιδιά μας μπορέσουν να αντιληφθούν εκείνο που εμείς σταθήκαμε ανίκανοι να εμπεδώσουμε όσους τόμους ιστορίας κι αν παπαγαλίσαμε: ότι το μίσος μόνο μίσος μπορεί να κυοφορήσει. Πατάω play, o Μεγάλος Δικτάτορας εμφανίζεται στην οθόνη και ο μικρός μου άνθρωπος αρχίζει να γελά στα πρώτα κιόλας λεπτά. Στην οθόνη του παιδικού του μυαλού η «χρυσή αυγή» και η κάθε μορφή φασισμού αρχίζει να ταυτίζεται με το αστείο, με το γελοίο, με το κουτό. Μ’ έναν «τρελό, μαμά, που όλο φωνάζει κι όλο βλακείες κάνει, αλλά κοίτα, μαμά, τα μάτια του, φοβάται…» Παύση, ύστερα κι άλλες διάσπαρτες φρασούλες και πιο μετά πάλι χαμόγελο. Αχνό, διστακτικό, αλλά χαμόγελο. Κι ύστερα γέλιο. Δυνατό, ασταμάτητο, αληθινό, ελεύθερο. Η σάτιρα αποδομεί τον φασισμό όσο τίποτα άλλο ‒οι φασίστες δεν έχουν χιούμορ και δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν‒ και τα παιδιά μόνο όταν αποφασίσουν να κοροϊδέψουν κάτι το θέτουν αυτομάτως στο περιθώριο.
Έτσι ακριβώς όπως ο μικρός μου άνθρωπος και όλοι οι μικροί άνθρωποι αυτού του τόπου, στους οποίους οφείλουμε μία μεγάλη συγγνώμη για το τέρας που όλα αυτά τα χρόνια πλάθαμε γι’ αυτούς. Η ταινία πλησιάζει στο τέλος της, το σπουδαιότερο ίσως αντιφασιστικό τέλος όλων των εποχών και το μικρό μου αντράκι μού ζητάει «να μου διαβάσεις και λίγο, μαμά, τι λέει». Τα μάτια μας κολλημένα στην οθόνη, τα χέρια μας ενωμένα σφιχτά, τα χείλη μου αφημένα στον ωραιότερο πολιτικό μονόλογο της ιστορίας: «Λυπάμαι, αλλά δεν θέλω να γίνω αυτοκράτορας. Δεν είναι δική μου υπόθεση. Δεν θέλω ούτε να βασιλέψω, ούτε να κατακτήσω. Θέλω να βοηθήσω όλον τον κόσμο. Εβραίους, χριστιανούς, μαύρους, λευκούς. Όλοι επιθυμούμε την αλληλεγγύη. Ζώντας με την ευτυχία των άλλων κι όχι με τη δυστυχία τους. Δεν θέλουμε ούτε να μισούμε, ούτε να περιφρονούμε. Έχει χώρο για τον καθέναν. Σ’ αυτούς που με ακούνε λέω: Μην απελπίζεστε. Η τωρινή μας δυστυχία προήλθε από πλεονεξία. Το μίσος θα περάσει, οι δικτάτορες θα πεθάνουν και η δύναμη που αφαίρεσαν απ’ τον λαό θα του ξαναδοθεί πίσω. Εσείς είστε ο λαός που έχει τη δύναμη να εφεύρει την ευτυχία…» The End.

3 Σχόλια

  1. Ελένη 9 Νοεμβρίου, 2016
  2. Dimitris 21 Ιανουαρίου, 2015
    • Ρομίνα 9 Νοεμβρίου, 2015

Leave a Reply