Αυτές τις μέρες η κόρη μου τελειώνει το νηπιαγωγείο.
Εκτός από το κομμάτι της βαθιάς αγάπης και ευγνωμοσύνης που αισθανόμαστε όλοι στην οικογένεια για το συγκεκριμένο σχολείο, υπάρχει και το συναίσθημα για αυτό το πρώτο δόντι που πέφτει, για το πρώτο βιβλίο που διαβάζεται δυνατά, για το σουτιέν από το μαγιό που θέλει να βάλει στην παραλία. Υπάρχει αυτή η παραδοχή με τα χείλη ταυτόχρονα να σουφρώνουν και το μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά, «πάει, τέλειωσε, δεν είναι παιδάκι πια».
Δεν ξέρω γιατί για όλους εμάς τους γονείς είναι τόσο σημαντικό αυτό το να είναι «παιδάκι». Να είναι δηλαδή ένα γλυκό, χαριτωμένο ανθρωπάκι που γελάει δυνατά, κάνει υπέροχες γκάφες, έχει δημιουργικές απορίες και εξαρτάται από εμάς για να φάει, να ντυθεί και να ξυπνήσει στην ώρα του να πάει σχολείο. Για εμένα ο νούμερο ένα λόγος είναι πως όταν εκείνη κοιτάζεται στον καθρέφτη και δεν χρειάζεται βοήθεια για να περάσει το μικρό λαστιχάκι στην κοτσίδα της, αυτόματα μία μικρή ρυτίδα σκάει κάπου ύπουλα στο πρόσωπό μου και μία ασημένια τριχούλα θα λάμψει στο κεφάλι μου μόλις βγω στο φως – μεγαλώνει εκείνη, μεγαλώνω και εγώ μαζί της. Εκτός από αυτό (που είναι βαρύ και καθόλου δεν θέλω να γελάτε) και από τον προφανέστατο λόγο των ρούχων που σαφώς είναι πιο χαριτωμένα σε size 3-4 χρόνων από 12-13 ξέρω γω, δεν βλέπω γιατί να θέλω να συνεχίσω για πολύ καιρό να αντιμετωπίζω την κόρη μου σαν ένα φουντωτό λούτρινο αρκουδάκι.
Φέρνω στον νου μου γονείς που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να παρατείνουν την προσχολική ηλικία, υιοθετώντας συμπεριφορές και συνήθειες απέναντι στα παιδιά –ακόμα και στον τρόπο ομιλίας ή στο πώς σερβίρουν το φαγητό– που τα κρατάνε πίσω, δεν τα αφήνουν ούτε να ανεξαρτητοποιηθούν, ούτε να δυναμώσουν. Με δικαιολογία τη σκληρότητα του κόσμου εκεί έξω και την απαράμιλλη αθωότητα της παιδικής ηλικίας πλάθουν παιδιά που θα είναι πάντα σε απόλυτη εξάρτηση από τους γονείς τους. Και κάπως έτσι, μέσα από αυτήν τη διεστραμμένη ενήλικη ανασφάλεια, η αποστολή θα έχει εκπληρωθεί. Η αποστολή τού είμαι εκεί, φροντίζω για πάντα και για τα πάντα και έχω μεγάλη ευθύνη επειδή ακριβώς έχω τον απόλυτο έλεγχο, επειδή εγώ ξέρω ενώ εσύ όχι, άλλωστε είσαι τόσο μικρό. Και για πάντα θα είσαι πιο μικρό από εμένα.
Ισχύει: η κόρη μου φυσικά είναι μικρή, αλλά δεν είναι ένα μικρό παιδάκι πια. Να, δεν μπορώ να της φορέσω εκείνο το παντελόνι με το χρωματιστό ρεβέρ που μου αρέσει εμένα, ούτε να την ξεγελάσω για να φάει αρακά. Δεν χαϊδεύει πια τα μαλλιά μου για να κοιμηθεί, ούτε τα χέρια της είναι αφράτα σαν ντόνατ όταν μου σφίγγει τα μάγουλα. Έχει ψηλώσει και τα πόδια της έχουν μακρύνει, με τις φίλες της προχωράνε και κρατιούνται αγκαλιά ενώ σιγοψιθυρίζουν μυστικά, την εκνευρίζω όσο τίποτα όταν επιμένω, και μου το δείχνει με αυθάδεια. Προχωράει με αυτόν τον αέρα του δεν-είμαι-πια-μικρούλα προς το δημοτικό και είμαι σίγουρη ότι σε κάποια φάση θα καλπάσει και οι φωνές μας για να γυρίσει πίσω θα χαθούν στο άπειρο.
Το στοίχημα για εμάς αλλά και για όλα τα παιδιά που ξεκινάνε τώρα κάτι μεγάλο –και για τα μεγέθη και για τα μάτια τους– και σπουδαίο στη ζωή τους είναι πως όσο μακριά και αν πάνε και όσο γρήγορα, να ξέρουμε μέσα μας ότι δεν τα χάσαμε για πάντα. Ότι θα αισθανθούν και εκείνα την ανάγκη να γυρίσουν για λίγο πίσω με εφόδια, με δεξιότητες, με επιτεύγματα, με γενναιοδωρία και με αγάπη. Και όσο θα συμβαίνει αυτό, όσο αυτά τα μικρά παιδάκια θα ξεχύνονται στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα θέατρα, στα γήπεδα, στις βιβλιοθήκες, στα ξένα κρεβάτια, στα αεροδρόμια και θα κατακτούν τον κόσμο ενώ μας ρίχνουν ταυτόχρονα και καμιά τρυφερή ματιά, τόσο περισσότερο οι ρυτίδες θα λειαίνουν και η διάσημη γονεϊκή γκρι τούφα θα ανεμίζει πανηγυρικά.