ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Πριν ξεκινήσω τη φράση, τα παιδιά τη συνεχίζουν. Ανταλλάσσουν συνωμοτικά βλέμματα. Είναι τόσο σίγουρα για τον τρόπο που σκέφτομαι, για το ποια είμαι, και τη θέση μου στον κόσμο. Είναι τόσο απλό – είμαι η μητέρα τους. Αυτό ίσχυε και για μένα. Μα θυμάμαι ένα χάραμα που βρέθηκα στην κουζίνα για νερό. Με την άκρη του ματιού μου είδα τη φιγούρα της μαμάς μου –καθόταν στο μπαλκόνι. Για χρόνια ξύπναγε νωρίς. Αυτή η γνώση ωστόσο απλώς συμπεριλαμβανόταν στη λίστα των πραγμάτων που ήξερα γι’ αυτήν. Πλησίασα, ακροπατώντας, την τζαμόπορτα. Είδα ότι είχε το κέντημά της αφημένο στην ποδιά της, στο χέρι κρατούσε ακόμα τη βελόνα, δίπλα της άχνιζε ο καφές. Τα μάτια της ήταν εστιασμένα στον ορίζοντα, στο πρόσωπό της μια έκφραση απροσδιόριστη. Έμεινα να την κοιτάζω. Ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο δικό μου. Στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να με αναγνωρίσει, ένιωσα σαν από μια χαραμάδα να είχα γλιστρήσει σ’ έναν άγνωστο, μυστικό κόσμο. Κι ύστερα χαμογέλασε ανασύροντάς με από κει που είχα πέσει. Είχε επιστρέψει. Μ’ ένα μικρό νεύμα με κάλεσε κοντά της σαν να τύλιγε μια κλωστή. Πλησίασα αμίλητη και κουκούβισα στα πόδια της. Ακούμπησα το κεφάλι μου στα γόνατά της. Αισθάνθηκα ότι αυτό ήταν – είχα πια μεγαλώσει.
Έτη και έτη μετά, περνούσα με ταχύ βήμα έξω απ’ την πίσω πλευρά του δημοτικού σχολείου, κόβοντας δρόμο για την αγορά. Το κουδούνι χτύπησε για το διάλειμμα των δέκα. Κοντοστάθηκα στα κάγκελα. Κι εκεί, ανάμεσα στα παιδιά που ξεχύνονταν ορμητικά, ξεχώρισα τα δικά μου. Ο γιος μου χειρονομούσε ζωηρά διηγούμενος με ένταση κάτι, η κόρη μου χοροπηδούσε κρατώντας απ’ το χέρι μια φιλενάδα της. Για μια στιγμή ήταν σαν να σταμάτησε ο κόσμος. Δεν έφτανε στ’ αυτιά μου κανένας ήχος. Παρατηρούσα τα πρόσωπά τους αίφνης ακινητοποιημένα σε μεγέθυνση, σαν καρέ σε βουβή ταινία. Πραγματικά τα έβλεπα πρώτη φορά. Η αποκάλυψη ότι είχαν τη δική τους ζωή, ανεξάρτητα από εμένα, με αιφνιδίασε. Συνειδητοποίησα ότι είχαν μεγαλώσει.
Φέρνουμε τα παιδιά μας στον κόσμο κι ο κόσμος μας προεκτείνεται. Φεύγουν από κοντά μας και διευρύνεται ο δικός τους. Η μοναχικότητά μας παρηγορείται προσωρινά, η δική τους δεν θ’ αργήσει να τους φανερωθεί. Οι μοναδικότητές μας μένουν αδιάρρηκτες. Όμως ο δεσμός αίματος που μας ενώνει είναι παντοτινός. Αλλά είναι απλώς η αφετηρία. Αν καταφέρουμε να εγκαταστήσουμε σχέση αληθινών προσώπων στη διαδρομή, το νόημα της πορείας εμπλουτίζεται. Αν δεν μας έχουν μάθει πώς να σχετιζόμαστε, χρειάζεται να επανεκπαιδευτούμε για να μπορέσουμε να το διδάξουμε. Ευτυχώς, έχουμε μια ολόκληρη ζωή μπροστά μας!

Leave a Reply