Πότε πέρασαν κιόλας 30 χρόνια; Είναι σωστός ο τίτλος “ένα παιδί θυμάται”; Αφού είμαι σχεδόν 38… “Μια σαραντάρα θυμάται” μήπως είναι καλύτερο; Όχι, γιατί όταν σκέφτομαι τη βραδιά εκείνη της 14ης Ιουνίου 1987 ξαναγίνομαι 8 ετών, σε 1-2 μέρες τελειώνω τη δευτέρα δημοτικού, περπατάω ξυπόλητη μέσα στο σπίτι και περιμένω όπως όλοι την μεγάλη βραδιά του τελικού.
Μέχρι πριν από λίγες ημέρες μάλλον δεν ήξερα καλά καλά τι θα πει μπάσκετ. Βλέπετε, άλλες εποχές. Οι αναμνήσεις που έχω από το Μουντομπάσκετ του 1986 είναι μάλλον κατασκευασμένες εκ των υστέρων μέσα στο μυαλό μου. Γιατί τον Ιούνιο του 1987, όπως χιλιάδες άλλα παιδιά της ηλικίας μου, αγάπησα το μπάσκετ και την αγάπη αυτή δεν την ξεπέρασα ποτέ!
Πάμε, λοιπόν, πίσω σε εκείνη την βραδιά. Επικρατεί γενική αναστάτωση. Όλο το απόγευμα είμαι στο πίσω μπαλκόνι και μιλάω με τους φίλους μου (ξέρετε πόσα απογεύματα περνούσαμε έτσι με την Έλενα, τον Γιάσο και τη Σόλη;). Μιλάμε φυσικά για το μεγάλο παιχνίδι. Για τον Γκάλη, που δεν ξέρει καλά ελληνικά, για τον Γιαννάκη, που είναι μάλλον αστείος, για τον Φασούλα, που είναι υπερβολικά ψηλός για να χωρέσει στα παιδικά μυαλά μας.
Μετά μας μαζεύουν μέσα και αρχίζει ο αγώνας. Δεν θυμάμαι καθόλου πώς κύλισαν τα λεπτά πριν από την παράταση, πλην δυο στιγμιοτύπων. (Φωτογραφίες, φυσικά, δεν υπάρχουν. Αυτό είναι αδύνατον να το εξηγήσω στα παιδιά μου). Ότι είμαστε οι τρεις μας, με τον μπαμπά μου και την μαμά μου, καθισμένοι στον γκρι βελούδινο καναπέ, με ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες για να κάνει ρεύμα, κοιτάμε την ασπρόμαυρη- φυσικά- τηλεόραση και εγώ σκέφτομαι υπερχαρούμενη ότι θα ξενυχτίσω. Και ότι κάποια στιγμή, ο μπαμπάς μου, που έχει πρόσφατα κόψει το κάπνισμα, με στέλνει κάτω, στον παππού και στη γιαγιά, να κάνω ζητήσω ένα πακέτο από αυτά που έφερναν από τα ταξίδια τους στο εξωτερικό, αγορασμένα από τα duty free, και τα είχαν για να τρατάρουν τους καλεσμένους τους.
Έτσι, λοιπόν, ο μπαμπάς μου ξαναρχίζει το τσιγάρο, η μαμά μου γκρινιάζει, αλλά πόσο να γκρινιάξει πια με τέτοια αγωνία, αν και αφαντική αντικαπνίστρια ίσως και να καταλαβαίνει, εγώ ξενυχτάω, μαζί με όλη την Ελλάδα και παρακολουθώ τον πρώτο ολόκληρό μου αγώνα (ίσως και τον δεύτερο, ίσως να ‘χα δει και τον ημιτελικό με τους Γιουγκοσλάβους με τα αστεία ονόματα Κούκοτς, Ράτζα, Πάσπαλιε ή Πέτροβιτς) από τους χιλιάδες που θα ακολουθήσουν τα επόμενα 30 χρόνια. Μαθαίνω ποιος είναι ο Φίλιππος Συρίγος, με την ιδιαίτερη φωνή, ακούω ότι ο Κώστας Πολίτης είναι γείτονάς μας, μάλλον μου αρέσει ο Φάνης Χριστοδούλου, ναι είναι ό,τι πιο κοντά σε baby-face αρσενικό που μπορεί να αρέσει σε ένα κοριτσάκι, γελάω με τα αστεία ονόματα των Σοβιετικών, Γιοβάισα, Σαμπόνις-που δεν έπαιζε ευτυχώς, λέγανε-, Τσατσένκο, Μαρτσουλιόνις, τραγουδάω “Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά” (κάτι άλλα συνθήματα που έβριζαν τον μακαρίτη τον Ντράζεν τα άκουγα, και μου ‘κλειναν τα αυτιά οι δικοί μου. Φυσικά, δεν μου επιτρεπόταν να τα τραγουδώ), στραβοτραγουδώ Europe και Final Countdown, χωρίς στίχους, απλά ως τιρινίνι-τιρινινινί, αγωνιώ.
Έχω δει τόσες και τόσες φορές από τότε το βίντεο που θα ακολουθήσει, ώστε να μην μπορώ να διακρίνω πια τι θυμάμαι από τότε και ποιες αναμνήσεις χτίστηκαν με τα χρόνια. Λάθος. Θυμάμαι σίγουρα να μαθαίνω τι σημαίνει 5 φάουλ (έξω Γιαννάκης και Φασούλας), παράταση, ο Λιβέρης Ανδρίτσος κάνει το 89-89 με δύο εύστοχες βολές 39’’ πριν τη λήξη του κανονικού αγώνα (αυτές οι βολές δεν έμειναν στην ιστορία όσο τους έπρεπε).
Θυμάμαι να εμπεδώνω το πρόσωπο του Καμπούρη, να μου λέει ο μπαμπάς μου ότι δεν πειράζει που παίζει στον Ολυμπιακό, γιατί η Εθνική είναι υπεράνω όλων, να τον βλέπω να χτυπάει μια μια τις βολές, ο τίμιος γίγαντας, και μετά να γίνεται το έλα να δεις… 101-103.
«Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά. Πραγματικά είμαστε τόσο κοντά. Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα… 102-101… και μόνο τέσσερα δευτερόλεπτα. 103-101. Βάλτερς, στον Γιοβάισα, θέλει προσοχή… η μπάλα έξω, είναι το τέλος. Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης…». Αυτό που αναφώνησε στο τέλος ο αείμνηστος Φίλιππος Σύριγος και είναι πιθανώς μία από τις πιο όμορφες, και ταυτόχρονα αληθινά δημοσιογραφικές ατάκες της αθλητικής ιστορίας της χώρας μας. Και έτσι, η Ελλάδα αποκτά μια επίσημη αγαπημένη.
Δεν θυμάμαι τι ώρα και πώς κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, δεν θυμάμαι πώς ξύπνησα το επόμενο πρωί. Θυμάμαι, όμως, ότι όλα τα παιδιά πήγαμε στην τάξη μας με χαμόγελο (και όχι γιατί ήταν η προτελευταία ή η τελευταία ημέρα της χρονιάς), θυμάμαι μάλιστα πού ήταν η τάξη μου και τι (φρικαλέο συνολάκι) φορούσα, θυμάμαι ότι έκτοτε ξεκίνησε ένας μαραθώνιος ανάγνωσης Μανίνας και Κατερίνας (που οι δικοί μου διαφωνούσαν, αλλά τι να κάνουν, όλες παίρνανε), μέσα από τις σελίδες των οποίων σύσσωμοι οι παίχτες της Εθνικής αναδείχτηκαν σε ημίθεους στα μάτια των κοριτσόπουλων και κρεμάστηκαν σε αφίσες σε παιδικά και εφηβικά δωμάτια. Θυμάμαι, ακόμα, ότι λίγο καιρό μετά οι Φατμέ έγραψαν ένα τραγούδι που αντικατόπτριζε 100% το τι συνέβη από το πουθενά στην κατακαημένη τη μεταπολιτευτική Ελλάδα στα μέσα του Ιουνίου του 1987.
Βγαίνω μια βόλτα στην Αθήνα
και βλέπω φάτσες γελαστές
Θα ξανάρθει η ρουτίνα
και θα ξανάρθουνε βροχές
Θα ξανάρθει η ρουτίνα
μα κάτι άλλαξε από χτες
Είμαστε πια πρωταθλητές
έρχονται άλλες εποχές
έρχονται άλλες εποχές
είμαστε πια πρωταθλητές
Δεν ήταν μάγια και κατάρες, που δεν κερδίζαμε ποτέ
Ήμασταν πάντοτε παικτάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές
Ήμασταν πάντοτε ψυχάρες, μα δεν πιστεύαμε ποτέ
Είμαστε πια πρωταθλητές…
Πιες απ’ το κύπελλο σαμπάνια, να τραγουδήσουμε αγκαλιά
για τη χαμένη περηφάνια, για τη χαμένη μας μαγκιά
για τη χαμένη περηφάνια, που θυμηθήκαμε ξανά
Είμαστε πια πρωταθλητές…
Έτσι έγινε. Οι φάτσες στην Αθήνα ήταν γελαστές για μέρες. Οι Έλληνες πρώτη φορά πανηγύρισαν μαζικά, ενωμένοι, χωρίς πολιτική και οπαδιλίκια στη μέση και ξαναβρήκαν περηφάνιες και μαγκιές, που προσωπικά, δεν ξέρω καν αν υπήρχαν. Φυσικά ξαναήρθε η ρουτίνα, φυσικά ξαναήρθαν οι βροχές, αλλά από εκείνη την ημέρα κι έπειτα κάτι είχε αλλάξει.
Γι’ αυτό και η 14η Ιουνίου του 1987 δεν θα ξεχαστεί ποτέ στη συλλογική μνήμη μας ως λαού. Γι΄αυτό και σήμερα, που τα παιδιά μου θα γυρίσουν καταχαρούμενα στο σπίτι γιατί τελείωσαν την πρώτη και την τρίτη δημοτικού, θα πάρουν ένα μάθημα αθλητικής και όχι μόνο ιστορίας. Θα (ξανα)μιλήσουμε για εκείνο το Ευρωμπάσκετ, θα (ξανα)δούμε βίντεο και φωτογραφίες, ας είναι καλά το διαδίκτυο, και θα τους ευχηθώ να ζήσουν κι εκείνα σχεδόν αντίστοιχες στιγμές. Γιατί μια τέτοια, την πρώτη, τη ζήσαμε μόνο όσοι είδαμε εκείνο το παιχνίδι εκείνο το κυριακάτικο βράδυ, 30 χρόνια πριν.