Δύσκολο, πολύ δύσκολο να είσαι μοναχοπαίδι. Πόσο μάλλον με δύο γονείς φιλόλογους παλαιάς κοπής· εννοώ πεπερασμένης γενεάς. «Δάσκαλοι και ιατροί, οι χειρότεροι παιδαγωγοί», έτσι δεν το λένε; Δύσκολα παιδικά χρόνια, λοιπόν. Άντε να μάθεις να μοιράζεσαι, άντε να μη βγεις εγωκεντρικός από ένα σπίτι που σε έχουν βασίλισσα, εσύ και κανένας άλλος lonely at the top, κι αν υπάρχει και κακό ιστορικό…
Το παιδί εκείνο, το αδελφάκι το μικρό που θα μπορούσες να το εξουσιάζεις (ω, με τι άγρια χαρά το περίμενα όλο αυτό!), δεν το γνώρισα ποτέ. Η μαμά έφυγε για να «γεννήσει», η πληροφορία ήταν πως θα γυρνούσε χωρίς κοιλιά και με ένα μωρό στην αγκαλιά – όμως η πληροφορία αυτή δεν επαληθεύτηκε ποτέ: η μαμά γύρισε χωρίς κοιλιά, και χωρίς μωρό. Έμαθα πως το μωρό γεννήθηκε με πρόβλημα, του έκαναν εγχείρηση αλλά δεν πέτυχε, οπότε «αεροβαφτίστηκε» –το όνομα του παππού, Γιώργος– και πέθανε. «Θα σου βγάλω τα μάτια, εσύ φταις που εγώ τώρα δεν έχω με ποιον να παίξω», τα παιδιά είναι πολύ σκληρά. Τι κι αν η μαμά ήταν (δεν θα ήταν;) λυπημένη, ο μικρός εγωιστάκος δεκάρα δεν έδινε, εσύ φταις που έχασα την ευκαιρία να αποκτήσω ένα ζωντανό παιχνίδι, εσύ φταις για όλα!
Το παιδί εκείνο, το αδελφάκι το μικρό που θα μπορούσες να το εξουσιάζεις (ω, με τι άγρια χαρά το περίμενα όλο αυτό!), δεν το γνώρισα ποτέ. Η μαμά έφυγε για να «γεννήσει», η πληροφορία ήταν πως θα γυρνούσε χωρίς κοιλιά και με ένα μωρό στην αγκαλιά – όμως η πληροφορία αυτή δεν επαληθεύτηκε ποτέ: η μαμά γύρισε χωρίς κοιλιά, και χωρίς μωρό. Έμαθα πως το μωρό γεννήθηκε με πρόβλημα, του έκαναν εγχείρηση αλλά δεν πέτυχε, οπότε «αεροβαφτίστηκε» –το όνομα του παππού, Γιώργος– και πέθανε. «Θα σου βγάλω τα μάτια, εσύ φταις που εγώ τώρα δεν έχω με ποιον να παίξω», τα παιδιά είναι πολύ σκληρά. Τι κι αν η μαμά ήταν (δεν θα ήταν;) λυπημένη, ο μικρός εγωιστάκος δεκάρα δεν έδινε, εσύ φταις που έχασα την ευκαιρία να αποκτήσω ένα ζωντανό παιχνίδι, εσύ φταις για όλα!
Μου πήρε σαράντα συναπτά έτη να καταλάβω πως ό,τι έκανε, ό,τι μου έκανε, το έκανε από αγάπη. Έφτασα σαράντα και για να καταλάβω πως όταν, γύρω στα είκοσι οκτώ με τριάντα, της έλεγα, πάμε να δούμε μαζί το μωρό της φίλης μου της Άννας στο μαιευτήριο και μου ’λεγε όχι, δεν έρχομαι, αυτό δεν ήταν μομφή για μένα. Μομφή για μένα που δεν θέλησα ποτέ, μα ποτέ να γίνω μαμά –ως φαίνεται δεν χτυπάει για όλες τις γυναίκες το βιολογικό καμπανάκι– και σκεφτόμουν, την παλιο-κατσίκα, δεν έρχεται μαζί μου γιατί θέλει να της κάνω εγώ ένα μωρό – να το ταλαιπωρήσει όσο εμένα: με τη θρησκεία και τις συναφείς με αυτήν αντιλήψεις της για το σεξ, με τους ανεκπλήρωτους έρωτές της, που δεν τόλμησε καν να τους ζήσει κι ακόμα την ταλανίζουν, και άλλα πολλά, πάρα πολλά.
Έφτασα σαράντα βάλε για να (μπορέσω να) την ακούσω να μου λέει: Όχι, όχι, δεν μπορώ να δω μωρά στο μαιευτήριο, κι ούτε και ξέρω αν θα έκανα μια εξαίρεση για το δικό σου, γιατί όλα τα μωρά είναι ίδια και μου θυμίζουν το δικό μου…Ο καημός μιας μάνας ογδόντα βάλε χρόνων, μαμά, σ’ αγαπάω έστω κι αργά, ο Θεός που δεν πιστεύω να σου δίνει χρόνια και κράτα αυτό το μυαλό-ξουράφι ως το τέλος: ελπίζω κι εύχομαι να το έχω κληρονομήσει κι εγώ.