ΕΜΕΝΑ ΕΙΠΕΣ ΓΑΪΔΟΥΡΙ;

Θυμάμαι κάτι μεσημέρια καλοκαιρινά μέσα στον λίβα του Ιούλη, να δραπετεύω από το σπίτι στο χωριό, όπου όλοι κοιμόντουσαν μακάριοι με τον ανεμιστήρα, και να ξεμεσημεριάζω στον  Αϊ-Γιώργη, ένα μικρό ασπρισμένο ηλιολουσμένο εκκλησάκι μέσα στα χωράφια τα ξανθά, τα ηλιοκαμένα, που πιο στεγνά δεν γίνονταν. Μικρό παιδί μέσα στο ντάλα, με το τοπίο να τρέμει από τη ζέστη, με τα βιβλία του Ξενόπουλου στο χέρι, καθισμένη κατάχαμα στην ασβεστωμένη αυλή, εγώ κι ο ήλιος. Και καμιά διακοσαριά τζίτζικες.
Κι όμως. Δεν ήμουν μόνη… Λίγο πιο πέρα, ένας καημένος γάιδαρος με κοίταζε με τα τεράστια, μελαγχολικά, γλυκά του μάτια. Ήσυχος και σκασμένος από τη ζέστη, καρτερικά υπομένοντας τον αδυσώπητο Ιούλη και περιμένοντας νερό από το αφεντικό του. Όποτε και άμα. Εκεί δεμένος στο χωράφι. Δίπλα σε μια σκονισμένη ροζιασμένη ελίτσα. Δεμένος στο χωράφι, δεμένος με το καλοκαίρι, δεμένος με τα δικά μου παιδικά καλοκαίρια. Με το σαμαράκι του και την ιώβεια υπομονή του. Την υπομονή των τεσσάρων αδύνατων μα δυνατών ποδιών του. Που αιώνες τώρα έχουν σηκώσει δεμάτια, οικογένειες, αρρώστους, τουρίστες, βαλίτσες, ντομάτες, καρπούζια, λαβωμένους στρατιώτες, γριές ανήμπορες… Σε κρύο, σε χιόνια, σε ανηφόρες, σε χωματόδρομους, στην άκρη του γκρεμού. Χωρίς αντίρρηση. Και με τεράστια δύναμη. Μας σηκώνει στην πλάτη του. Εμάς.
Κι όλη την ιστορία μας. Γι’ αυτό ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το να σε λένε γαϊδούρι είναι βρισιά και όχι τιμή. Σάμπως όμως είναι το μόνο που δεν έχω καταλάβει; Σε αυτόν τον φίλο μου, λοιπόν, τον παιδικό, τον γαϊδαράκο που μου ’κανε παρέα αφιερώνω αυτό το αρθράκι για να του πω συγγνώμη που ποτέ δεν μου ’κοψε να του φέρω μια σταλιά νερό. Και πείτε μου τώρα που το εξομολογήθηκα: Τελικά, από τους δυο μας, ποιος ήταν το γαϊδούρι;

Leave a Reply