ΕΙΜΑΙ ΘΕΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ

θετό παιδίΔημοσιεύουμε αυτούσια επιστολή που λάβαμε από αναγνώστη μας, θετό παιδί, σήμερα γύρω στα 40.

Αγαπητό Τaλκ,

Έπεσες τυχαία στα χέρια μου, καθώς δεν είμαι γονιός και ούτε πρόκειται να γίνω. Δεν θέλω. Είδα στο τεύχος σου ένα άρθρο για την υιοθεσία και για πρώτη φορά στα 43 μου χρόνια αποφάσισα ότι θέλω να γράψω την ιστορία μου. Ας με πούμε Κώστα. Γεννήθηκα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, νόθο, όπως έμαθα αργότερα, παιδί μιας φοιτήτριας στη Θεσσαλονίκη και του παντρεμένου, φυσικά, καθηγητή της. Όμως, ο βιολογικός μου πατέρας δεν με άφησε στην τύχη μου. Είχε ένα ζευγάρι φίλων από την Αθήνα, που πάλευαν χρόνια για παιδί και δεν τα κατάφερναν. Ήταν επιστήμονες, πλούσιοι, όμορφοι, λίγο μεγάλοι σε ηλικία βέβαια, ο άντρας 50άρης και η γυναίκα 40κάτι. Όλα έγιναν εύκολα και γρήγορα. Γράφτηκα στα χαρτιά σαν δικό τους παιδί. Αν υπάρχουν φράγκα όλα γίνονται. Η βιολογική μου μητέρα πήρε μια καλή αποζημίωση και εγώ, 10 ημερών, κατέβηκα στην πρωτεύουσα.

Στην αρχή όλα καλά, μεγάλωνα μέσα στη χλίδα σε μια βίλα στα Βόρεια Προάστια, με νταντάδες φυσικά, γιατί οι γονείς μου δούλευαν και γυρνούσαν πάντοτε αργά και πολύ κουρασμένοι. Από μωρό νομίζω ότι κάτι μου έλειπε. Όταν πήγα στο σχολείο, στο πιο ακριβό της εποχής, άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Άκουγα μισόλογα. Επίσης, οι γονείς μου ήταν πολύ μεγάλοι σε σχέση με τους υπόλοιπους γονείς. Με ρωτούσαν αν ήταν παππούδες μου. Ντρεπόμουν. Μίλησα στη μητέρα μου και τότε πήγαμε σε παιδοψυχολόγο, σπάνιο φυσικά για τις αρχές της δεκαετίας του ’80, αλλά η μαμά ήταν γιατρός και ήξερε… Εκεί μου είπαν ότι είμαι θετό παιδί. Και νομίζω, επειδή το έμαθα απότομα, παράξενα, στην πρώτη δημοτικού, καταστράφηκε για πάντα ο κόσμος μου. Κάτι έκανε κρακ μέσα μου και δεν ξανακόλλησε πια ποτέ. Μίσησα τη μάνα που με γέννησε και ορκίστηκα, 6 χρονών παιδί, εκδίκηση. Μίσησα τον πατέρα που με “πούλησε” και είπα μέσα μου πως θα τον καταστρέψω. Μίσησα και τους γονείς που με μεγάλωναν γιατί με κορόιδεψαν. Γιατί δεν ήταν γονείς μου. Γιατί ήταν δυο ξένοι που με ήθελαν απλά γιατί δεν μπορούσαν να έχουν δικά τους παιδιά. Ήμουν μια λύση ανάγκης.

Ό,τι και να έκανε ο ψυχολόγος, εγώ δεν συνερχόμουν. Η συμπεριφορά μου ήταν τραγική. Τα θυμάμαι. Έκανα τα πάντα για να εκδικηθώ τον κόσμο. Κι ακόμα τα ίδια κάνω. Αρνιόμουν να συνεργαστώ στο σπίτι, στο σχολείο, στον γιατρό. Η παραβατική μου συμπεριφορά ξεκίνησε στο δημοτικό. Χτύπαγα, έβριζα, έκλεβα, δεν έγραφα ποτέ. Οι δάσκαλοι τραβούσαν τα μαλλιά τους. Οι ψυχολόγοι το ίδιο. Πήγαμε ως και στην Αμερική να με δει ένας ειδικός που δεν έμαθα ποτέ τι είπε. Οι γονείς μου τσακώνονταν. Έριχναν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον. Μπροστά μου. Ή κοντά μου. Τα βράδια τους άκουγα και έκλεινα τα αυτιά μου. Ο πατέρας μου εξαφανιζόταν και σύντομα μάθαμε ότι είχε γκόμενα. Η μητέρα μου το πάλευε, αλλά δεν μπορούσε. Είχε μεγαλώσει, είχε κερατωθεί, είχε φορτωθεί ένα παιδί ξένο και τρελό (τρελό με έλεγαν) είχε και δυο γέρους γονείς να φροντίζει…

Όταν πλέον έφτασα στο γυμνάσιο η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Με απέβαλλαν από πολλά ιδιωτικά, όσα και να πλήρωνε ο πατέρας μου κι όσα βύσματα και να έβαζε. Μετά, για να με καλοπιάσουν, μπας και ηρεμήσω άρχισαν να μου δίνουν λεφτά. Πολλά λεφτά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έβγαινα τα βράδια στην Κηφισιά με τα πεντοχίλιαρα να τρέχουν από τις τσέπες μου. Και φυσικά, δοκίμασα ό,τι ναρκωτικό υπήρχε εκείνη την εποχή. Με μάζευαν από παγκάκια, από τουαλέτες κλαμπ, από δρομάκια, οι γονείς μου επιστράτευσαν ψυχιάτρους και άκουσα διάφορες διαγνώσεις που με κατέστρεψαν ακόμα περισσότερο. Με κοιτούσαν ανήμποροι κι εγώ τους απαντούσα ότι αν ήμουν δικό τους παιδί κάτι θα έβρισκαν να κάνουν. “Είστε ανήμποροι, γιατί δεν είμαι δικός σας”, “Καταλαβαίνετε πόσο λάθος κάνατε που με πήρατε”. “Πείτε μου ποιοι είναι οι βιολογικοί γονείς μου να πάω να τους σκοτώσω“. Ακόμα δεν γνώριζα…

Μπήκα σε ψυχιατρική κλινική. Έκανα αποτοξίνωση στα 14. Οι οικογένειες των γονιών μου προσπάθησαν να παρέμβουν, αλλά όλη η φαμίλια είχε πάρει την κάτω βόλτα. Τι μου μιλούσαν, τι τους μιλούσαν, τι πολύωρα τηλεφωνήματα, τι κουβέντες με τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μου. “Αφού δεν είμαι αίμα σας, είμαι θετό παιδί, τι σας νοιάζει;”. Στα 15 μου, μέσα σε 3 μήνες, έχασα τον πατέρα μου από ραγδαίο καρκίνο. Δεν έριξα ούτε δάκρυ. Άρχισα να παίζω χαρτιά. Άρχισα να χτυπάω τη μάνα μου. Αποβλήθηκα πάλι, βρέθηκα σε ένα δημόσιο, έφτασα μέχρι δευτέρα λυκείου, έμεινα. Τα παράτησα. Και δυο χρόνια αργότερα, με κομπίνα και χρήματα που υπήρχαν ακόμα, πήρα στα χέρια μου ένα απολυτήριο λυκείου από ένα αγγλικό σχολείο.

Τους μισούσα όλους. Περίμενα να ενηλικιωθώ για να μάθω ποιοι με κατέστρεψαν. Η μάνα μου έλεγε κλαίγοντας ότι δεν ήξερε το όνομα της βιολογικής. Με είχαν γράψει κατευθείαν ως δικό τους παιδί. Έψαξα σημειώσεις, ημερολόγια, χαρτιά, ρώτησα και κατάφερα να βρω το όνομα του βιολογικού μου πατέρα. Είχε πεθάνει και αυτός από καρκίνο πρόσφατα. Εντωμεταξύ, ένας θείος μου επέμεινε και ξεκίνησα πάλι μια σειρά από συνεδρίες με έναν τοπ ψυχίατρο. Άρχισα χάπια. Τα έκοβα, τα ξανάρχιζα. Άρχισα να ξοδεύω χρήματα, να τζογάρω, να γυρνάω λιώμα και να σπάω τη μάνα μου στο ξύλο, τιμωρώντας τη που δεν με γέννησε. Που δεν με αγάπησε. “Σ’ αγαπώ”, μου έλεγε, “είσαι το παιδί μου”. Όχι, δεν ήμουν το παιδί της, ένα θετό παιδί ήμουν, ένα αξεσουάρ ήμουν ή μια προσπάθεια να μη χάσει τον άντρα της γιατί εκείνη ήταν η στείρα.

Οι ψυχίατροι, οι δεκάδες που με έχουν κουράρει όλα αυτά τα χρόνια, λένε ότι έκανα λάθος. Ότι δεν έχω δυνατότητα ενσυναίσθησης και κατανόησης των ανθρώπινων συναισθημάτων. Ότι οι θετοί γονείς μου με λάτρευαν και ότι εγώ, λόγω της άρνησης τού να δεχτώ ότι με είχαν γεννήσει άλλοι, ενεργοποίησα ένα καταστροφικό ντόμινο που πήρε σβάρνα τα πάντα στο πέρασμά του. Η θετή μάνα μου πέθανε σε ίδρυμα πριν από 5 χρόνια. Όταν κάποια στιγμή της έφαγα σχεδόν όλα τα λεφτά σε μια σειρά από αποτυχημένες μπίζνες και έχασα και τα σπίτια και τα αυτοκίνητα και όλα, ήρθε ένας ανιψιός της από το σόι του άντρα της και της έτεινε χείρα βοηθείας. Πήραν περιοριστικά μέτρα εναντίον μου, της βρήκε ένα αξιοπρεπές γηροκομείο, τη φρόντισε. Κάποια στιγμή, εκείνη ζήτησε να αρθούν τα μέτρα, με ήθελε κοντά της, πήγα την είδα, πάντα με παρουσία κάποιων από το προσωπικό. Τη λυπήθηκα, ήταν μια γριά που φώναζε “Σ’αγαπώ”. Που μου ζητούσε συγγνώμη που με υιοθέτησε. Της είπα ότι τη συγχώρεσα, αλλά όχι, δεν την συγχώρεσα. Μάλλον δεν έχω δίκιο, αλλά έτσι νιώθω. Συνέχισα να την επισκέπτομαι, όποτε βρισκόμουν στην Ελλάδα, γιατί στο μεταξύ ζούσα -και ακόμα ζω- τον μισό χρόνο στο εξωτερικό. Στην κηδεία της δεν έκλαιγα. Κοίταγα απλά με μίσος όλους τους συγγενείς που ήρθαν και με κοιτούσαν παράξενα. Αν ήμουν αίμα τους έτσι θα με κοιτούσαν; Θα μου πεις, αν ήμουν αίμα τους, δεν θα είχαν φτάσει τα πράγματα ως εδώ…

Σήμερα, μοιάζω ενταγμένος στην κοινωνία, αλλά μάλλον κρύβω καλά το τέρας μέσα μου. Παρακολουθούμαι από ψυχίατρο και είμαι χαρακτηρισμένος ως κοινωνιοπαθής. Τη βιολογική μου μάνα την ψάχνω και δεν την βρίσκω. Όσες φορές θεώρησα ότι πλησίασα στο όνομά της έκανα λάθος. Καλύτερα. Νομίζω πως θα της έκανα κακό. Όσες γυναίκες γνωρίζω, τις παρατάω μόλις το πράγμα σοβαρεύει και τίθεται θέμα να κάνουμε παιδί. Λίγες ξέρουν την ιστορία μου. Ίσως όλες ξέρουν από ένα κομμάτι της. Ένα κομμάτι της γράφω και σε σας σήμερα. Γιατί; Δεν ξέρω. Μάλλον για να ζητήσω από όσους υιοθετούν ένα παιδί να το αγαπήσουν με την ψυχή τους και να του το δείξουν. Και για να ζητήσω από όσους σκέφτονται να παρατήσουν το παιδί τους να μην το κάνουν ποτέ.

Ευχαριστώ που με διαβάσατε,

Κώστας

3 Σχόλια

  1. lina 8 Μαΐου, 2018
  2. Ανώνυμη 4 Μαΐου, 2018
    • Σοφία 4 Μαΐου, 2018

Leave a Reply