καλοκαιράκι έφτασε, καλοκαιράκι μπήκε και την περασμένη εβδομάδα λάβαμε μια ακόμα πρόσκληση για ένα παιδικό πάρτι. Και αν νομίζεις, αγαπητό ημερολόγιο, πως ένα τέτοιο πάρτι έχει οποιαδήποτε σχέση με μια κανονική, πολιτισμένη συγκέντρωση ανθρώπων, κάνεις τραγικό λάθος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας γράψω για την πρώτη μας φορά. Τότε που ακόμα βλέπαμε το όλο concept με χαρά, ανυπομονησία και περισσεύματα ελπίδας.
Ήταν Νοέμβριος, θυμάμαι, και μέσα στη τσάντα του σχολείου, υπήρχε ένα μαγικό χαρτάκι, το οποίο θα άνοιγε το κουτί της νηπιακής Πανδώρας: «Αγαπημένη μου φίλη, μπλα-μπλα-μπλα, σε καλώ στο πάρτι μου μπλα-μπλα-μπλα που θα γίνει μπλα-μπλα-μπλα. Σε περιμένω να περάσουμε υπέροχα!». «Υπέροχα». Γεγονότα και διαστρέβλωση. Πως λέμε Περηφάνια και Προκατάληψη;
Αγοράσαμε το δώρο, φορέσαμε τα όμορφα ρουχαλάκια μας, φτιάξαμε τα μαλλιά (που ‘σουν Vidal Sassoon να μας καμαρώσεις!) και ξεπορτίσαμε με βλέμμα λαχτάρας και αισιοδοξία για όσα πλησίαζαν.
Λίγη ώρα αργότερα, φτάσαμε στον προορισμό μας. Ο λήσταρχος Νταβέλης, η κόρη μου, βγήκε ως μαινόμενος ταύρος σε υαλοπωλείο φωνάζοντας «ΠΑΑΑΑΡΤΙΙΙΙ» και έτρεξε μέσα στην αίθουσα. Αυτό ίσως έπρεπε να ήταν το πρώτο μου στοιχείο, αλλά ήμουν νέα και αθώα ακόμα. Ο πατέρας της και εγώ χαμογελάσαμε και την ακολουθήσαμε στο εσωτερικό. Τέσσερα ζευγάρια γονιών είχαν ήδη καταφτάσει πριν από εμάς και είχαν ήδη παραγγείλει τα ροφήματά τους. Το δεύτερό μου στοιχείο θα έπρεπε να είναι πως οι περισσότεροι είχαν μια απελπισία και κοιτάζονταν άβολα μεταξύ τους. Δεν έδωσα σημασία, αλλά ολοένα και περισσότερα φίδια άρχισαν να με ζώνουν όταν άκουσα την συνομιλία ενός μπαμπά με ένα δεύτερο: «Η Δήμητρα; Όχι, όχι δεν θα έρθει. Βλέπεις, ρίχνουμε κλήρο. Όποιος κληρώνεται να πάει στο πάρτι, γλυτώνει από τις εβδομαδιαίες δουλειές του σπιτιού. Και… αυτή την εβδομάδα, ήταν η τυχερή.»
Βρήκα διασκεδαστικό όλο το θέμα και ξεκίνησα να μιλάω με δυο μαμάδες.
– Είναι το πρώτο σας πάρτι; με ρώτησε η μια.
– Ναι! είπα με ενθουσιασμό και λες και αυτή ήταν η ατάκα που περίμενε το σύμπαν για να ξεσπαθώσει, έντεκα λιλιπούτειοι πολέμαρχοι έτρεξαν προς το μέρος μας ουρλιάζοντας πολεμικές ιαχές και άναρθρες κραυγές.
Προσπερνώντας γρήγορα το πρώτο ωστικό κύμα που με χτύπησε αλύπητα, ρώτησα την μικρή ταλιμπανέζα, αν περνάει καλά. Με αγνόησε παραδειγματικά και έτρεξε μαζί με τους υπόλοιπους «βάρβαρους» πίσω στον χώρο των παιχνιδιών.
Σιγά-σιγά, ήρθαν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι μαζί με τα βλαστάρια τους. Ο χώρος γέμισε από γονείς και αντίστοιχο αριθμό πιτσιρικιών, που λόγω της απεριόριστης κατανάλωσης ζάχαρης και παραγώγων της, ήταν λες και είχαν βάλει στοίχημα για το πόσους γονείς μπορούν να ξαποστείλουν με συνοπτικές διαδικασίες. Φωνές, ουρλιαχτά, καυγάδες, γέλια, πασαλείμματα, κλάματα, γέλια, απλά πες το. Όλα τα είχε το «μενού». Οι οδυνηρές αναμνήσεις της πρώτης φοράς, ακόμα με ξυπνάνε τα βράδια.
Ώρες μετά, κοίταξα το ρολόι μου και είχαν περάσει μόλις 45 λεπτά. Θα τρελαθώ! Ο εγκέφαλός μου δεν μπορούσε να επεξεργαστεί την πληροφορία. Ρώτησα, ξαναρώτησα, αλλά η απάντηση ήταν η ίδια. Ήμασταν όλοι καταδικασμένοι. Που και που, ερχόταν κάποιο πιτσιρίκι για να κάνει παράπονα στους γονείς του «γιατί ο Μάριος έχει πάρει την Πέπα και δεν την δίνει. Και την κρατάει ώρα! ΤΡΙΑ λεπτά μπαμπάαααα». Σκέψεις για ανύψωση αγάλματος και παρελάσεις από γονείς προς τιμήν μου, είχαν κατακλείσει το μυαλό μου.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια είχαν περάσει, όταν το καμάρι μου ήρθε αποκαμωμένο κοντά μας.
– Νυστάζω. Πάμε σπίτι;
Φωνές αγγέλων που τραγουδούσαν «Αλληλούια» εμφανίστηκαν μαγικά μέσα στο κεφάλι μου. Οντιρλα-ντα-ντιρλά-ντα-ντα και Ζαβαρακατρανέμια. Με την ταχύτητα του Φλας, βούτηξα τα πράγματά της και τον πατέρα της που, κακώς, εκείνη την ώρα αποφάσισε να πιει μια γουλιά μπίρα και έτρεξα έξω, στο καθαρό αέρα, πριν αλλάξει γνώμη. Στον γυρισμό, αποκοιμήθηκε και μέχρι την επόμενη μέρα το πρωί, δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι. Το ίδιο και εγώ.
Από τότε, όταν συναντώ γονείς που δεν έχουν ξανακάνει το «σπορ» τους δίνω μια και μοναδική συμβουλή: Μη σπάτε τις αλυσίδες. Είμαστε περισσότεροι. Θα νικήσουμε και θα αντέξουμε ακόμα ένα πάρτι. Στους παιδότοπους αδέρφια μου. Στους παιδότοπους.