24 ΩΡΕΣ ΜΑΜΑ-ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ

Η συγγραφέας και θεωρητικός τέχνης Μαρία Γιαγιάννου μιλάει στο Τaλκ για το εικοσιτετράωρό της ως εργαζόμενης μαμάς.

Καθημερινά, μεταξύ 7 και 7:30, ένα τρυφερό αναμαλλιασμένο μαγουλοειδές προσεγγίζει το κρεβάτι μας. Η πεντάχρονη Ελευθερία χώνεται στην πλευρά μου. «Η κοιλίτσα», «το χεράκι», «τα μαγουλάκια της μαμάς»: το πρωί αυτά είμαι εγώ, που μαγεμένη από τη στοργή και τα ματόκλαδά της που λάμπουν, υποχρεώνομαι να ξυπνήσω. Αν τυχόν νυστάζω αμετάκλητα, θα γυρίσω την πλάτη. Τότε θα σηκωθεί, θα μου πει ένα ηλιόλουστο «καληνύχτα, μαμά» και θα αναλάβει ο μπαμπάς τη μετάβαση της αυτής Μαγουλότητος στο σαλόνι, όπου απλώνεται το βασίλειο του παιχνιδιού.

Στις 8 θα διαπιστώσω, φυσικά, ότι δεν μπορώ πια να κοιμηθώ. Θα στείλω μήνυμα στον Γιώργο, ο οποίος εκτελεί χρέη μπάτλερ και Μεγάλου Σταβλάρχη στο σαλόνι, για να παραγγείλω καφέ στο κρεβάτι κι εκείνος κάθε φορά θα ανταποκριθεί με συγκινητική διαθεσιμότητα και έξτρα κανέλα. Διαβάζω όσο κρατάει ο καφές –απολαυστική έναρξη της μέρας– και βγαίνω, κατέρχομαι στα άδυτα του βασιλείου του παιχνιδιού. Φοβάμαι και θέλω. Θέλω και φοβάμαι! Ξέρω ότι αν ανοίξεις την πύλη, δεν υπάρχει επιστροφή. Ό,τι τζουμπλέκι μαζέψαμε το προηγούμενο βράδυ είναι τώρα χυμένο σε μια διάταξη που στο γυμνό μάτι μοιάζει άναρχη, αλλά –μη γελιέστε–  στο ερμηνευτικό μάτι της μαμάς είναι σαφές ότι όλα έχουν τοποθετηθεί βάσει αρχιτεκτονικού σχεδίου. Ακόμα και το πιο κοινό παλάτι έχει τον λαβύρινθό του. Ποια είμ’ εγώ να μην πιαστώ;

{Ας προσποιηθούμε για μια στιγμή ότι τα σχολεία λειτουργούν. 7-νταν είμαι όρθια, ετοιμάζω γάλα, πρωινό, κολατσιό και κάθομαι με τον πρώτο καφέ. Όταν ξυπνάει έρχεται ζεστούλα στην αγκαλιά μου και της λέω ένα τραγούδι. Χλαπακιάζει βλέποντας Ροζ Πάνθηρα στο κινητό, ντύνω-χτενίζω-παπουτσώνω και φύγαμε για το προνήπιο. Στο δρόμο είμαστε Ποκαχόντας, Σταχτοπούτα, Πεντάμορφη και άλλες «απλές πριγκίπισσες» εναλλάξ, χαράσσοντας διαδρομές στα σοκάκια της Καισαριανής μέχρι την είσοδο του σχολείου. Εκεί η άμαξα γίνεται κολοκύθα, οι μάσκες πέφτουν και της φοράω την άλλη μάσκα για να ξαναγίνει παιδάκι έτοιμο για την αρένα της κοινωνικοποίησης (δηλαδή να παίξει «Πορδόσαυρους» με την Π. και την Α.) και των πρώτων γραμμάτων. Μετά το σχολείο συνήθως την παραλαμβάνει η καλή και άξια γιαγιά Φ. Σε αυτή την περίπτωση, φτάνουμε στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου, εκεί με τον λαβύρινθο αντικειμένων στο σαλόνι, όχι στις 9 το πρωί αλλά στις 5 το απόγευμα}.

Αν η Ελευθερία λείψει ως το απόγευμα, ο χρόνος είναι αρκετός για να μου θυμίσει τις ανέμελες μέρες της δουλειάς! Δουλειά για μένα σημαίνει σκέφτομαι και γράφω. Στη διαφήμιση, στη γκαλερί, σε πολιτιστικό event, στο σπίτι ως συγγραφέας. Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν όπου ο δημιουργικός χρόνος συνεχίζει να υπάρχει, μπαίνω χωρίς κάσκα και αφήνομαι στην έλλειψη βαρύτητας. («Έγινε κέντρο βάρους μου το παιδί;» αναρωτιέμαι). Κάνω ήσυχη εξωτερικές δουλειές, τηλέφωνα, γυμναστική και κάθομαι στο γραφείο. Το γραφείο μου είναι κινητό, σαν τη γιορτή του αγίου Γεωργίου, μεγάλη η χάρη του. Καμιά φορά το κουβαλάω στην πορτοκαλί σπηλιά του Γιώργου (που είναι επίσης συγγραφέας) και δουλεύουμε μαζί. Άλλοτε το εγκαθιστώ μέσα στο πάπλωμα, αλλά συνήθως το απλώνω στο τραπέζι του σαλονιού, όπου έχω και θέα Λυκαβηττό. Κάπως έτσι έγραψα Το μέλος φάντασμα (εκδ. Μελάνι) και το πρώτο μου παραμύθι Η κουνελόσκαλα (εκδ. Καλέντη). Έτσι γράφω αυτή την εποχή ένα μεταφυσικό δοκίμιο για το Facebook, ενώ δουλεύω και το επόμενο παραμύθι μου.

Αν είμαστε παρέα με την Ελευθερία από το πρωί ως το βράδυ, η παραπάνω παράγραφος διαγράφεται. Στη θέση της μπορεί να μπει μια τεράστια ζωγραφιά. Ζωγραφίζουμε πολύ. Τη θαυμάζω και την ακολουθώ. Πολύ επίμονη, πολύ ελεύθερη. Ελπίζω η τελειομανία να μην της στερήσει την τελειότητα.

Πρωί: Πλέιμομπιλ, πλαστελίνη, μαξιλαρόσπιτο, θεατρικές αφηγήσεις, πότισμα-κλάδεμα, σαπουνόφουσκες, πικ-νικ, μαγειρική. Βόλτα στους γονείς μου, πλατεία για πατίνι, δασάκι με φίλες, άσκοπη περιπλάνηση, τάισμα περιστεριών, χάιδεμα γατιών, λιχουδιά από το ζαχαροπλαστείο. Πριν τον κορονοϊό ήμασταν πιο μεγαλόπνοες, μα δεν πειράζει, όταν περπατάμε μαζί, μια ελάχιστη διαδρομή γίνεται ταξίδι στο διάστημα.

Μεσημέρι: Φαγητό για τρεις. Η τηλεκπαίδευση είναι συχνά τεχνικά/ψυχολογικά αδύνατη κι έτσι κάνουμε «μάθημα της μαμάς» με αυτοσχέδιο πρόγραμμα σπουδών. Μετά βόλτα στο δάσος με τον μπαμπά της. Όταν φεύγουν σιδερώνω, διαβάζω, χάνω χρόνο στην παγίδα του κινητού. Αν δεν φύγουν, βάζω τον Γιώργο για ύπνο και πάμε στο δωμάτιό της για «ξεκούραση». Υποχρεωτικά παίζει «μόνη της» κι εγώ πίνω δεύτερο καφέ και «διαβάζω» (ναι, η ζωή με το παιδί έχει πολλά εισαγωγικά).

Απόγευμα: Μουσική και χορός στο μεγάλο χαλί, κουνγκ-φου και κυνηγητό σε οχτάρια. Από Βουγιουκλάκη σε ελαφρά ιταλικά, από Σαββόπουλο σε Σινάτρα, rock ’n’ roll, ραπ, το πράγμα αρχίζει να αγριεύει και τότε χώνουμε… μεσαιωνικά/αναγεννησιακά άσματα (μην το ακούτε σαν απειλή, αλήθεια, είναι σκέτη ανάταση). Χορεύουμε και οι τρεις. Από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές κάθε μέρας. Φτάνει να μην χτυπήσει το τηλέφωνο, στο οποίο δεν επιτρέπεται να μιλάω – σας παρακαλώ, δικαιούμαι έστω ένα τηλεφώνημα στο δικηγόρο μου! Ένσταση! Έφεση! Άφεση!

Βράδυ: Τα έχω δώσει όλα. Ναι, παιδί μου, εντάξει, δες ακόμα ένα επεισόδιο Paprika (χαλαρώνει η παιδαγωγική μου ικμάδα) και μετά μπάνιο. Αφρόλουτρο μεν, αλλά τούτο δεν αρκεί, κυρίες και κύριοι. Όταν η Κλεοπάτρα λούζεται στο γάλα επιθυμεί ν’ ακούει ανέκδοτα. Εκεί κάποιος θα μαλώσει κάποιον. Η κούραση άλλοτε γίνεται νεύρα και άλλοτε μοιάζει με μέθη. Το δεύτερο είναι καλύτερο, γιατί πηγαίνουμε  για ύπνο γελώντας. Καθώς πίνει το γάλα της και χαϊδεύω το στρογγυλό της ποδαράκι, δεν το πιστεύω ότι σε λίγο θα γίνει κοπελάρα κι εγώ άντε γεια. Με κατακλύζει ένα είδος επίγνωσης, η σχέση μου με τον χρόνο βαθαίνει. Διαβάζουμε τρία παραμύθια, με έμφαση στη λεπτομέρεια, με γέλια και φιλιά. Είναι 8:30 ή 9. Αν αποκοιμηθεί πριν τελειώσει η ιστορία, την κοιτώ να παραδίνεται, η αθωότητά της με μαγεύει, το έξυπνο πρόσωπό της λάμπει –πώς το έκανα αυτό το θαύμα, ποια είμαι εγώ, είμαι εγώ συν αυτή, ας το παραδεχτώ–, νιώθει τόσο δεδομένη την ασφάλειά της και είμαι ο βασικός λόγος, το ξέρω. Είμαι συγκινημένη.

Νύχτα: Εγώ κι εκείνος, οι δυο μας! (Ακούγεται Miles Davis). Σαλόνι τακτοποιημένο προχείρως ώστε να είμαστε ζευγάρι, με κρασί και φαγητό. Συζητάμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Βλέπουμε ταινία. Καράβι διπλό κρεβάτι. Θα κοιμηθώ πριν από τα μεσάνυχτα. Στις 7 το πρωί θ’ ανέβει στο κατάστρωμα μια εξωγήινη παιδούλα, αποφασισμένη να φτιάξουμε τον πλανήτη απ’ την αρχή. Για να κοιμηθώ σκέφτομαι το μούτρο της. Βρε, έχει γούστο, πριν καλά καλά τελειώσει η μέρα, να ανυπομονώ κιόλας να τη δω!Μαρία ΓιαγιάννουΗ Μαρία Γιαγιάννου (1978) σπούδασε Επικοινωνία & ΜΜΕ, Πολιτιστική Διαχείριση και Φιλοσοφία της Τέχνης. Είναι συγγραφέας και θεωρητικός τέχνης.

Leave a Reply