ΚΛΙΣΕ, ΑΓΧΗ ΚΑΙ ΔΟΝΤΑΚΙΑ

Ας υποθέσουμε ότι πρόκειται να επισκεφθούμε έναν ξένο σε μας χώρο, όπου θα συναντήσουμε ένα άγνωστο πρόσωπο και τα όσα θα διαδραματιστούν είναι μυστήρια και πρωτόγνωρα. Θα μας συνοδέψει όμως εκεί ένας δικός μας άνθρωπος, τον οποίο εμπιστευόμαστε. «Τι ακριβώς θα κάνουμε;» ρωτάμε εύλογα. «Τίποτα! Μη φοβάσαι! Δεν θα πονέσεις καθόλου!» μας απαντά, διανθίζοντας τη δήλωση μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Τι θα νιώθαμε, τι θα σκεφτόμασταν και ποια θα ήταν η αντίδρασή μας;
Όλο και περισσότεροι γονείς συμπεριλαμβάνουν στη ρουτίνα των προληπτικών τακτικών ιατρικών εξετάσεων των παιδιών τους και την επίσκεψη στον οδοντίατρο. Είναι αλήθεια ότι δεν μπαίνουν όλοι στη διαδικασία να «προετοιμάσουν» το παιδί με τα παραπάνω λόγια-κλισέ. Όμως είτε μιλήσουν είτε όχι, το δικό τους βίωμα και τα εξωλεκτικά σήματα που εκπέμπουν επηρεάζουν τη στάση τους και επομένως το παιδί. Η ηλικία και η υπόλοιπη «εκπαίδευση» παίζουν ρόλο στη συμπεριφορά του: όσο πιο μικρό είναι τόσο πιο καθαρά εκφράζει την αγωνία του – τα μεγαλύτερα έχουν μάθει συνήθως δυστυχώς να την κρύβουν, καθώς ντρέπονται που τη νιώθουν.
Ωστόσο, ένας ακόμα παράγοντας που παρεισφρέει στο ζήτημα είναι η δυσκολία των γονιών να εμπιστευτούν τα πρόσωπα στα οποία αναθέτουν τα παιδιά τους. Μπορεί αυτό, σε πρώτη ανάγνωση, να δείχνει ενδιαφέρον για την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας, μα ενδέχεται να υποκρύπτει αδυναμία παραχώρησης του ελέγχου, κάτι που πολλές φορές σημαίνει προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών του οικογενειακού συστήματος. Συμβαίνει βέβαια και ο γιατρός να αντιμεταθέτει την ευθύνη, υποβιβάζοντας και καταγγέλλοντας το παιδί στον γονιό: «Δεν πλένει τα δόντια του, δεν ακολουθεί τις οδηγίες, είναι απείθαρχο» κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι να κλονίζεται η εμπιστοσύνη του παιδιού προς άπαντες και το άγχος του διογκώνεται: προσλαμβάνει ότι όλοι έχουν απαιτήσεις που δεν μπορεί να κατανοήσει – πόσο μάλλον να διαχειριστεί.
Από τη στιγμή που ο γονιός παραδίδει το παιδί του στα χέρια ενός επαγγελματία που έχει ο ίδιος επιλέξει, καλό είναι να παραμερίσει τις ανασφάλειες, την καχυποψία και τις φοβίες που αφορούν αποκλειστικά στον εαυτό του. Είναι απελευθερωτική και θεραπευτική μια συνεχής αυτοϋπενθύμιση: το παιδί μας δεν είναι εμείς και εμείς δεν είμαστε οι γονείς μας. Εάν δεν αισθάνεται κανείς σίγουρος
για την επάρκεια ενός ειδικού, είναι πολύ προτιμότερο να διακόψει μια συνεργασία, παρά να παρεμβαίνει στη δουλειά του. Και εκείνος, με τη σειρά του, καλό είναι να θέτει εξαρχής τους όρους και το πλαίσιο που συνηθίζει να εργάζεται. Άλλως, το βέβαιο είναι ότι το παιδί θα μπερδευτεί, αδυνατώντας να διαδράσει με τον γιατρό – δεν θα ανταποκριθεί, δεν θα αντιληφθεί την έννοια της δικής του ευθύνης ως προς τον εαυτό του. Και αργότερα θα γίνει ο ίδιος ένας πανικόβλητος γονιός, που θα κρύβεται πίσω απ’ το τρομαγμένο παιδάκι του.

Leave a Reply