ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

λέξεωνΠριν από λίγες μέρες, σε ένα συνοικιακό παντοπωλείο, είδα καθισμένο στο καροτσάκι του ένα παιδάκι ενός περίπου έτους, που ήταν απορροφημένο στα δικά του, έπαιζε με το καροτσάκι του. Το χάζευα καθώς περίμενα τη σειρά μου να εξυπηρετηθώ,  ξαφνικά  μονολόγησε «ατό» και μετά από λίγο το επανέλαβε πολλές φορές. «Θες αυτό;» είπε η μητέρα δείχνοντας του ένα κουτάκι. Το μωρό της χαμογέλασε και άρχιζε να παίζει με τα παπούτσια του. Να προσπαθούσε να πει άραγε, αυτό, αναφερόμενο στα κουτάκια; Το πιο πιθανό είναι να πέτυχε τυχαία αυτόν τον ήχο και να τον επαναλάμβανε συνεχώς, επειδή του άρεσε ο τρόπος που ηχούσε και ίσως να απολάμβανε την αίσθηση που η λέξη αυτή δημιουργούσε στο στόμα του. Το αισθανόμουν χαρούμενο και γεμάτο από αυτή του την εμπειρία.

Η αίσθηση που προκαλεί ένας ήχος μοιάζει εξίσου σημαντική, όσο και ο ίδιος ο ήχος. Οποιοσδήποτε έχει παρατηρήσει βρέφη γνωρίζει πόση ευχαρίστηση νιώθουν όταν ανακαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο παράγουν ένα επιφώνημα. Πρόκειται για μια αυθεντική ανακάλυψη, δίχως να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των ήχων που παράγουν, δημιουργούν αρκετούς τυχαία, απολαμβάνουν αυτό που αισθάνονται και ακούν και στη συνέχεια επιχειρούν να επαναλάβουν τους ίδιους ήχους. Γιατί άραγε ένα μωρό αρχίζει, καταρχάς να παράγει ήχους; Είναι ενστικτώδες όπως το κλάμα; Όταν παράγουν τους πρώτους ήχους, μιμούνται άραγε τους ήχους που ακούν ολόγυρά τους ή μήπως τους επινοούν από το τίποτε;

Εμείς οι άνθρωποι ερχόμαστε στον κόσμο, αναμφίβολα, με τη γενετική προδιάθεση να ασχοληθούμε με τη γλώσσα και να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους γύρω μας. Λίγες μέρες μετά τη γέννηση του, το βρέφος μπορεί να διακρίνει τους ήχους της μητρικής του γλώσσας από τους ήχους μιας ξένης γλώσσας. Οι δυνατότητες επικοινωνίας των νεογέννητων αρχικά περιορίζονται σε μια μικρή σειρά εκφράσεων του προσώπου και στο κλάμα. Οι παραλλαγές στο είδος του κλάματος, παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές, παρέχουν σε όσους φροντίζουν το βρέφος στοιχειώδεις πληροφορίες για τις αιτίες της δυσφορίας που εκφράζει.

Γύρω στους 2,5 μήνες, η δυνατότητα επικοινωνίας των μωρών ενισχύεται με το κοινωνικό χαμόγελο. Το ηχητικό τους ρεπερτόριο διευρύνεται και περιλαμβάνει τους λαρυγγικούς ήχους, οι οποίοι στη συνέχεια αντικαθίστανται από το βάβισμα και μετά από ακατάληπτες λέξεις με ιδιότυπο νόημα. Κάθε αλλαγή φέρνει το μικρό παιδί πιο κοντά στην παραγωγή αναγνωρίσιμων λέξεων. Παράλληλα με την αύξηση της ικανότητας να διακρίνουν και να παράγουν γλωσσικά σήματα, τα βρέφη αρχίζουν επίσης να είναι πιο επιδέξια στη συναλλαγή τους με τους ανθρώπους και τα αντικείμενα γύρω τους.

Γύρω στους 3 μήνες, τα μωρά εμφανίζουν την ικανότητα να εναρμονίσουν τη συμπεριφορά τους με εκείνη ενός άλλου προσώπου και να μοιραστούν εμπειρίες σε μια άμεση συναλλαγή, είναι ατελείωτα τα χαμόγελα και τα χαιρετίσματα που ανταλλάσσουν οι μητέρες με τα βρέφη, προς μεγάλη ευχαρίστηση και των δύο.

Στους 9 μήνες, αποκτούν τη δυνατότητα να μοιράζονται νοητικές καταστάσεις με ένα άλλο άτομο, όταν το κοινό επίκεντρο της προσοχής είναι ένα τρίτο πρόσωπο, μια δραστηριότητα ή ένα αντικείμενο. Μεταξύ 9 και 12 μηνών, τα βρέφη αρχίζουν να δείχνουν αντικείμενα, πρόκειται για μια πράξη επικοινωνίας, που στοχεύει να δημιουργήσει ένα κοινό επίκεντρο προσοχής. Στη διάρκεια του δεύτερου χρόνου της ζωής το ρεπερτόριο των λέξεων αυξάνεται, με αργό ρυθμό στην αρχή, ο οποίος και επιταχύνεται αργότερα και καθώς συμβαίνει αυτό, τα παιδιά αποκτούν όλο και μεγαλύτερη δυνατότητα να παράγουν και να κατανοούν πιο σύνθετες προτάσεις.

Το να μαθαίνει κανείς να μιλά δεν είναι ίδιο με το να μαθαίνει να μιλά μια ξένη γλώσσα. Οι λέξεις δεν είναι απλώς μεταφράσεις ήχων. Όποιος περνά χρόνο με  παιδιά προσχολικής ηλικίας ξέρει πως βιώνουν αλλά και διεγείρουν με φοβερή ταχύτητα συναισθήματα εξαιρετικά έντονα. Θαρρείς πως η αγάπη και το μίσος είναι μονίμως σε εναλλαγή. Η επαφή με το συναίσθημα και τις ανάγκες είναι άμεση, υστερούν σε λέξεις. Αν οι ενήλικοι διδάσκουν τα παιδιά τους να μιλούν, τα παιδιά με τη σειρά τους διδάσκουν τους ενηλίκους (ή τους υπενθυμίζουν) τι σημαίνει να μην είσαι ικανός να μιλήσεις.  Η όλη έννοια του «μαθαίνω να μιλώ» υπονοεί ότι ίσως να ξέρει κανείς πότε μπορεί να το κάνει, ότι κάποιος, για παράδειγμα ο ενήλικος, είναι σε θέση να ανακοινώσει στο παιδί ότι έχει επαρκώς η επιτυχώς εκφραστεί.

Έχω συναντήσει πολλούς στοργικούς και πάνω απ’ όλα καλοπροαίρετους γονείς που, στην προσπάθειά τους να μάθουν στο παιδί τους τα ονόματα αντικειμένων, πέφτουν στην παγίδα να του κάνουν μάθημα με την ελπίδα να το βοηθήσουν, λέγοντας του πολλές λέξεις, δείχνοντας και ζητώντας να τις επαναλάβουν. Αυτό μπορεί να φέρει το παιδί σε δύσκολη θέση κυρίως γιατί, αδυνατώντας να συγκρατήσει και να επαναλάβει όλες τις λέξεις  θα αντιληφθεί πως εάν πει κάτι λάθος σφάλλει και σχεδόν πάντα παίρνει μια ανήσυχη έκφραση την οποία συναντάμε στα πρόσωπα πολλών παιδιών στο σχολείο που αρχίζουν να θέλουν να εξαπατήσουν, να μαντέψουν και να κάνουν υπαινιγμούς. Ο διαγωνισμός γνώσεων και εξυπνάδας το κάνει να σκέπτεται πως μάθηση δε σημαίνει να προσπαθεί κανείς να συμπεράνει πως λειτουργούν τα πράγματα, αλλά να βρίσκει και να δίνει απαντήσεις για να ευχαριστήσει τους μεγάλους. Για το παιδί, η κατανόηση του κόσμου είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Εάν του κάνουμε υπερβολικά πολλές ή ξαφνικές ερωτήσεις, κινδυνεύουμε να ελαχιστοποιήσουμε παρά να ενισχύσουμε την κατανόηση. Η κατανόηση του αυξάνει εάν εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε σε αυτό και το αφήνουμε να πάρει τον χρόνο του.

Ο ενήλικος είναι αυτός που θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού και για να είναι ικανός να το κάνει θα πρέπει να γνωρίζει λίγο ως πολύ τι υπάρχει μέσα στο παιδί, οι ψυχαναλυτές θα έλεγαν ένστικτα, οι νευροβιολόγοι θα έλεγαν γονίδια. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τον φροντιστή να αναρωτιέται “γιατί σκέφτομαι πως το παιδί έχει εκφραστεί σωστά η λάθος;” Το να αναρωτιέται ο ενήλικος κάτι τέτοιο σημαίνει να θυμάται πως υπήρξε παιδί, καθώς και ο ίδιος κατακλυζόταν από την ερώτηση “ποιος αποφασίζει τι πρέπει να πω και αν το είπα, ποιος θα καταλάβει τι αισθάνομαι και θα με βοηθήσει να το εκφράσω με λέξεις;”

Ο Άνταμ Φίλιπς λέει πως το να αναρωτιόμαστε κάτι τέτοιο σαν ενήλικοι σημαίνει να θυμόμαστε πού και πού το παιδί που ήμασταν. Η σχέση μας με τα παιδιά, κυρίως της προσχολικής ηλικίας, και το πώς καταφέρνουμε να ανταποκριθούμε στους τρόπους με τους οποίους μιλούν αβέβαια προς εμάς και μεταξύ τους μας παραπέμπει στη σχέση μας με τον δικό μας προγλωσσικό εαυτό. Σας προσκαλώ να φέρετε στο μυαλό σας την αίσθηση που έχετε κάθε φορά που μιλάτε διακατεχόμενοι από αγωνία η άγχος και ιδίως κάθε φορά που δυσκολεύεστε να μιλήσετε. Εκείνη τη στιγμή όλοι μας συνδεόμαστε ασυνείδητα με εκείνη την περίοδο που αρχίσαμε να μιλάμε. Τα μικρά παιδιά μας κάνουν να ανατρέξουμε σε εκείνο το σύνορο μέσα μας όπου αγωνιζόμαστε ή απολαμβάνουμε να αρθρώσουμε κάτι ενάντια σε πανίσχυρες εσωτερικές και εξωτερικές συναισθηματικές συγκρούσεις.        

Ο ψυχαναλυτής Ζ.Μπ-Πονταλίς γράφει πως οι λέξεις δεν προέρχονται από τις λέξεις. Όσο μιλούν τα παιδιά, όσο αρνούνται να μιλήσουν, όσο πειραματίζονται με τις λέξεις και τις εγκαταλείπουν γα να τις ξαναβρούν αργότερα, εμείς γινόμαστε μάρτυρες των λέξεων που προέρχονται από κάπου. Αυτό το κάπου θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το σώμα και οι ανάγκες του. Αν ακούσουμε προσεκτικά τα όσα λένε θα ανακαλύψουμε πως μας συνδέουν με μια λιγότερο ευρηματική αλλά πιο πλούσια συγκινησιακά εποχή της ζωής μας, όταν ήμασταν γεμάτοι οργή, δισταγμούς, έκπληξη, υπερβολική χαρά και ευδαιμονία. Μπορεί οι δικοί μας γονείς να μας έλεγαν λέξεις, αλλά για μας δεν ήταν λέξεις… για τα παιδιά δεν είναι απλώς λέξεις! Σε κάποιο ποίημα διάβασα πως εμείς οι άνθρωποι έχουμε τη συνείδηση της ανεπάρκειάς μας ή των ελλειμμάτων της γλώσσας σε κάθε προσπάθειά μας να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας.

Είναι σημαντικό να διευκολυνθεί στο παιδί η ανοχή, αλλά και η απόλαυση της λεκτικής ανεπάρκειας: Το να κάνεις λάθος είναι ταπεινωτικό μόνο όταν υπάρχει κάποιος ισχυρός που επιμένει για το σωστό. Ας μην ξεχνάμε πως το παιδί προσχολικής ηλικίας δεν πασχίζει για σαφήνεια, αλλά για άρθρωση. Στην ομιλία του μικρού παιδιού ακούει κανείς πράγματα τις περισσότερες φορές μη συναινετικά, αλλά όχι ανούσια. Η κριτικός Λούσυ Νιούλιν τονίζει πως η λεκτική ανεπάρκεια ευθύνεται για την επιτυχία της φαντασίας και συσχετίζεται με τη συγκινησιακή ένταση. Οι μικροί μαθητευόμενοι, στον κόσμο των λέξεων, ως ερασιτέχνες της πρότασης δεν μπορούν παρά να πειραματίζονται με τη γλώσσα μιας και μπορούν να μάθουν τους κανόνες και του συντακτικού και τις φρασεολογίας μόνο μέσα από την παραβίαση τους. Πριν σπεύσουμε, λοιπόν, να διορθώσουμε τα μικρά μας, ή να ανησυχήσουμε για τα λάθη τους ή για τις ανεπαρκείς φράσεις τους, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε υπομονή και να ακούσουμε τι πραγματικά λένε, να τα βοηθήσουμε να εκφράσουν το συναίσθημά τους και τις ανάγκες τους, έχοντας πάντα στο μυαλό μας το παιδί που κουβαλάμε μέσα μας.

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια.

One Response

  1. Έφη Ταρναρά 11 Ιανουαρίου, 2014

Leave a Reply