ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ| TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΒΑΦΤΙΣΗΣ

Κυριακή πρωί. Με λαμπερό ήλιο – αν είσαι τυχερή. Μπροστά στον καθρέφτη, προβάρεις το αγαπημένο σου φόρεμα. Έχεις και κοινό. Τα μάτια του μονάκριβού σου να σε κοιτούν απορημένα. «Είσαι όμορφη, μαμά», θα έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει. Είσαι πολύ βιαστική για να ανοίξεις νοητό διάλογο. Ετοιμάζεις τσάντες, πλένεις μπιμπερό, απαντάς στο τηλέφωνο, ναι, για την εκκλησία στρίβεις στο τρίτο φανάρι δεξιά. Τη γιαγιά· να μην ξεχάσουμε τη γιαγιά. Και τις μπομπονιέρες. Τσεκάρεις κάθε 35 δευτερόλεπτα την πάνα του μωρού… άντε, αγάπη μου, τι περιμένεις, να φτάσουμε στην κολυμπήθρα;

Ο μπαμπάς φωνάζει: Φεύγουμε, θα αργήσουμε. Παίρνεις αγκαλιά το μωρό, τις τσάντες, τη γιαγιά. Στο αυτοκίνητο παρακαλάς να μη σου κοιμηθεί. Φυσικά κοιμάται. Στην εκκλησία παρακαλάς να μην κλάψει. Πολύ. Φυσικά κλαίει. Πολύ. Κλαίει με το που αντικρίζει τον παπά. Κλαίει που το παίρνει αγκαλιά η θεία Πόπη, που έχει να το δει από τη μέρα που γεννήθηκε. Κλαίει στην κολυμπήθρα, κλαίει στην αγκαλιά της νονάς, κλαίει, κλαίει, κλαίει. Ιδροκοπάς γύρω από την κολυμπήθρα, το παραδίδεις έντρομη στον παπά, ο οποίος στην πλειονότητα των περιπτώσεων κάνει κάστινγκ για το «απέραντο γαλάζιο Νο2», βουτώντας το ολόκληρο στο νερό. Μετά προσπαθείς να το ντύσεις. Εσύ και άλλα δέκα ζευγάρια χέρια από πάνω του. Η μαμά σου του φοράει το παντελόνι, η θεία Πόπη στριμώχνει το κεφάλι του στο αστείο καπελάκι. Μαλώνεις με τη μαμά σου, για 20ή φορά από το πρωί – με τη θεία Πόπη για πρώτη και τελευταία φορά. Όλα γίνονται βιαστικά και πρόχειρα. Τo κεφαλάκι του ξεπροβάλλει μέσα από μια υπερπαραγωγή υφάσματος. Εξαντλημένο, γέρνει στους ώμους σου και κοιμάται, με μάτια πρησμένα από το κλάμα. Στέκεσαι όρθια για να εισπράξεις ευχές· εύχεσαι να μην είχες βάλει ποτέ αυτά τα παπούτσια, η χαιρετούρα τελειώνει, η μέρα όμως είναι μεγάλη, ακολουθεί πάντα κάποια γιορτή. Είσαι ήδη αποκαμωμένη, όπως και το μονάκριβό σου, το οποίο σου φαίνεται ότι θα ξυπνήσει όταν θα πάει πρώτη δημοτικού – είναι εξάλλου ένα από τα θετικά της ημέρας…

Στη γιορτή που πάντα ακολουθεί, το ξεχνάς στο καροτσάκι του, πίνεις το πρώτο ποτήρι κρασί μονορούφι, μετά το τρίτο ποτήρι έχεις βγάλει τα τακούνια σου και χορεύεις ανέμελα αγκαλιά με τα χαριτωμένα κοριτσάκια με στεφανάκια στα μαλλιά. Το μωρό σου –αυτό που θα ξυπνούσε όταν πήγαινε Α΄ Δημοτικού– τελικά ξυπνάει ξεκούραστο και γελαστό. Το ταΐζει η θεία Πόπη και εσύ πίνεις το έκτο κρασί σου και ακούς να το φωνάζει πια με το όνομά του. Ο μέχρι πριν από λίγο «μπέμπης» έχει όνομα, είναι μία ξεχωριστή προσωπικότητα με δικαιώματα και επιλογές, ένα πλάσμα μοναδικό. Η θεία Πόπη σού μιλάει για την ευλογία που άκουσε να δίνει ο παπάς και πολύ της άρεσε: Ευλόγησε το στόμα, το μέτωπο και την καρδιά του. Το στόμα για να μιλάει σοφά, το μέτωπο για να σκέφτεται και την καρδιά για να αγαπάει.

Leave a Reply