Η ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

«Ποια είναι η ομορφότερη του κόσμου;» Η μαμά μου ή εγώ; Η μαμά μου φτάνει πιο ψηλά, έχει στήθος, χείλη κόκκινα από το κραγιόν και τον σημαντικότερο άνδρα της, τον μπαμπά μου. Ανάποδα: Η κόρη μου είναι μικρούλα, ανθίζει το στήθος της, έχει χείλη κόκκινα χωρίς κραγιόν και χώνεται συνέχεια στην αγκαλιά του δικού μου άνδρα. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, εσύ ξέρεις την απάντηση

Η ομορφότερη του κόσμου είναι η Χιονάτη. Πάντα αυτό λέει ο μαγικός καθρέφτης. Στην πιο γνωστή εκδοχή του παραμυθιού, αυτήν των αδελφών Γκριμ, και σε διάφορες άλλες παραλλαγές της που μπορεί να βρει κανείς σε όλες τις εποχές, σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Αρχαία Ελλάδα τη Χιονάτη τη λέγανε Μυρσίνη, έμεινε στο σπίτι των 12 μηνών και ο πρίγκιπας την ξύπνησε βγάζοντας από το χέρι της ένα δαχτυλίδι για να δει αν μέσα έγραφε τ’ όνομά της. Στην κέλτικη εκδοχή η βασίλισσα πέθανε πίνοντας το κρασί με το οποίο ήθελε να δηλητηριάσει την κόρη της. Στην Ιταλία, στον Νότο μίλαγαν για εκείνη σαν «το κορίτσι από αίμα και γάλα» και στον Βορρά τη φωνάζανε Μπέλα Βενέτσια και έλεγαν πως την έσωσε η μέλλουσα πεθερά της. Στην Αλβανία το κορίτσι το βοήθησαν 40 δράκοι. Πιο μακριά, στην Αρμενία, ο καθρέφτης είναι το φεγγάρι και ο πρίγκιπας ο κοιμώμενος.

Αιώνες μετράει η Χιονάτη ως παραμύθι και στο σινεμά φέτος γιορτάζει τα 100 χρόνια από την πρώτη της εμφάνιση. Το ντεμπούτο της το έκανε το 1902 σε μια βωβή ταινία με πρωταγωνίστρια τη Μάργκεριτ Κλαρκ. Αυτήν την παραγωγή είχε δει μικρός ο Ντίσνεϊ και εμπνεύστηκε την πασίγνωστη ταινία του 1934. Έναν χρόνο νωρίτερα Χιονάτη είχε γίνει στον κινηματογράφο η Μπέτι Μπουπ. Η ταινία όμως του Ντίσνεϊ ήταν αυτή που θριάμβευσε. Μέχρι και ο Σεργκέι Αϊζενστάιν υποκλίθηκε μπροστά της. Και δεν ήταν ο μοναδικός καλλιτέχνης που γοητεύθηκε από τη Χιονάτη. Στη λογοτεχνία την αγάπησαν από τον Αλέξανδρο Πούσκιν που έγραψε τη Νεκρή πριγκίπισσα και τους 7 ιππότες, μέχρι την Αγγλίδα ποιήτρια Ανν Σέξτον που ξαναδιηγήθηκε την ιστορία με στίχους.

Τρεις σταγόνες αίμα

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, «ενώ οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν σαν πούπουλα από τον ουρανό, μια βασίλισσα τρύπησε το δάχτυλό της. Τρεις σταγόνες αίμα κύλησαν…» Τρεις σταγόνες αίμα κάνουν τη βασίλισσα να αρχίσει να ονειρεύεται το κοριτσάκι της. Τρεις σταγόνες αίμα δείχνουν σε όλα τα κοριτσάκια πως αρχίζουν να μεγαλώνουν. «Λίγες ιστορίες», γράφει ο ψυχίατρος Μπρούνο Μπετελχάιμ στη Γοητεία των παραμυθιών, «βοηθούν τον ακροατή τους να διακρίνει τις κύριες φάσεις της ανάπτυξης τόσο επιδέξια όσο η Χιονάτη». Τρεις σταγόνες αίμα: το παραμύθι «προετοιμάζει το παιδί για ένα άλλο γεγονός που προκαλεί αναστάτωση, τη σεξουαλική αιμορραγία, την εμμηνόρροια, το σπάσιμο του υμένα». Και από την πρώτη φράση του τις συνδέει με ένα ευτυχές γεγονός: «Το παιδί μαθαίνει πως χωρίς αιμορραγία δεν θα γεννιόταν κανένα παιδί».

Ο μαγικός καθρέφτης

Την ίδια τη Χιονάτη τη γνωρίζουμε όταν έχει μεγαλώσει λιγάκι και η μαμά της έχει αντικατασταθεί από μια τυπική κακή μητριά των παραμυθιών. Η ιστορία, συνεχίζει ο Μπετελχάιμ, ασχολείται ουσιαστικά με τις οιδιπόδειες συγκρούσεις μητέρας και κόρης, με την εφηβεία και το τι χρειάζεται να αφήσει κανείς πίσω του για να μεγαλώσει. Ο βασιλιάς δεν παρουσιάζεται, δεν είναι ο προστατευτικός μπαμπάς που χρειάζονται τα παιδιά. Και η βασίλισσα ασχολείται με τον καθρέφτη της. Το παραμύθι παρακολουθεί τα γεγονότα με τα μάτια του παιδιού – που, όπως όλα τα παιδιά, θέλει να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος των γονιών του, που όπως όλα τα παιδιά ζηλεύει το ενδιαφέρον του ενός γονιού για τον άλλον. Σε φυσιολογικές καταστάσεις, με τη γεμάτη αγάπη φροντίδα του γονιού του ίδιου φύλου τίθεται σε λειτουργία η διαδικασία της ταύτισης εναντίον της ζήλιας και όλα ξεπερνιούνται. Εδώ όμως όλα τα περιπλέκει ο καθρέφτης. Μια ναρκισσιστική μητριά (μαμά), ένας νάρκισσος γονιός απλώς εντείνει τον ανταγωνισμό, καταστρέφει και το παιδί του και τον εαυτό του, όπως δείχνει το τέλος της κακιάς βασίλισσας. Η Χιονάτη φεύγει. Δεν αρκεί όμως η απομάκρυνση από το παλάτι της παιδικής ηλικίας για να προχωρήσει. Στο σπίτι των νάνων (αυτών που παραμένουν πάντα μικρούληδες, στερούμενοι ένα σωρό χαρές) μαθαίνει να ελέγχει τον εαυτό της μια και, π.χ., παίρνει μόνο μια μπουκίτσα από το πιάτο κάθε νάνου, δουλεύει, «τρίβει, σκουπίζει και το παρκέ γυαλίζει», όπως λέει και το τραγουδάκι της Λιλιπούπολης, βάζει τον εαυτό της σε κίνδυνο αδυνατώντας να υποκύψει σε –ναρκισσιστικούς πάλι– πειρασμούς (όπως είναι όσα της φέρνει η μεταμφιεσμένη βασίλισσα για να την κάνουν δήθεν ωραιότερη), μοιράζεται με τη βασίλισσα το ίδιο ώριμο μήλο (τις ίδιες ώριμες σεξουαλικές επιθυμίες), περνάει πολύ καιρό και στους καθηλωμένους νάνους και στο γυάλινο φέρετρο. Η Χιονάτη διδάσκει ότι για να φτάσει κανείς στην ωριμότητα απαιτείται πνευματική, και όχι μόνο σωματική, ανάπτυξη. Και χρόνος. Ν’ αφήσει κομμάτια της παιδικής ηλικίας, να ενσωματωθούν οι παλιές συγκρούσεις, να διαμορφώσει μια νέα, πιο ώριμη δική του προσωπικότητα και τελικά “να ζήσει κι αυτός καλά και όλοι καλύτερα”.

Leave a Reply