ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΜΠΟΥΛΩΤΗ

Το Τaλκ συνάντησε τον βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών συγγραφέα (και όχι μόνο) Χρήστο Μπουλώτη. Ας δούμε τι μας είπε.

Είστε αρχαιολόγος-ερευνητής, συγγραφέας, με σπουδές στην Ιστορία. Είναι η Ιστορία ένα μεγάλο παραμύθι; Στον βαθμό που η Ιστορία γράφεται όχι μόνο με αλήθειες αλλά και με ψέματα, εμπεριέχει άφθονα, πιστεύω, τα στοιχεία του παραμυθιού, έστω συγκαλυμμένα. Εξαρτάται ποιος γράφει κάθε φορά την Ιστορία κι από ποια μεριά στέκεται. Η ιστορική αλήθεια, δυστυχώς, δεν είναι μία. Η Ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται με μελάνι διαφορετικού κάθε φορά χρώματος. Μοιάζει κάπως με εκείνα τα λαϊκά παραμύθια που ενώ έχουν τον ίδιο θεματικό πυρήνα, γνώρισαν στη διάδοσή τους σε τόπους και σε χρόνους ποικίλες εκδοχές.

Πώς ξεκινήσατε να γράφετε παραμύθια για παιδιά; Αναγκαία εδώ μια διευκρίνιση: δεν γράφω παραμύθια με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Τα κείμενά μου για παιδιά θα τα χαρακτήριζα πιο πολύ παραμυθένιες ιστορίες, μια και αφετηρία μου είναι τις περισσότερες φορές η παλλόμενη, η αχνιστή πραγματικότητα, τα σημερινά δικά μας κοινωνικά προβλήματα και προβληματισμοί. Σ’ αυτά στοχεύω, πότε ρητά, πότε υπόρρητα, με άποψη και επίγνωση. Οι παραμυθένιες ιστορίες μου δεν είναι του τύπου «μια φορά κι έναν καιρό», αλλά «μια φορά εδώ και τώρα». Οι ήρωές μου δρουν σε συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα και παρασύρουν δραστικά τα παιδιά σε ένα παιχνίδι «συνενοχής». Έτσι, οι ενεργοί σήμερα μικροί αναγνώστες μπορεί να είναι οι αυριανοί ενεργοί πολίτες που δεν υποτάσσονται. Σ’ αυτές όμως τις ιστορίες μου ενυφαίνω μπόλικα στοιχεία φαντασίας και παραμυθένιες πινελιές, έτσι που το μυθοπλαστικό αποτέλεσμα να γέρνει προς τη μεριά του μαγικού ρεαλισμού. Όσο τώρα για το ερώτημά σας από πότε ξεκίνησα να γράφω, έχω την αίσθηση πως δεν τη βρήκα εγώ τη γραφή, δεν την ξεκίνησα, αλλά πως εκείνη κάποια στιγμή με βρήκε, πως έγραφα από πάντα, πριν ακόμη μάθω ανάγνωση και γραφή, μια κι απ’ τη φύση μου έγερνα παθιασμένα προς μυθοπλασία μεριά.

Πιστεύετε ότι θα ήταν ένα γοητευτικό και αποδοτικό ταξίδι η Ιστορία που θα διδασκόταν στα σχολεία με έναν παραμυθένιο τρόπο; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Η Ιστορία δεν σηκώνει φιοριτούρες και γευστικά δολώματα που θα αλλοίωναν κι άλλο το κακοπαθημένο σώμα της. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση η Ιστορία. Έτσι κι αλλιώς, έχει από μόνη της μέσα της ένα σωρό παράξενα γεγονότα και επεισόδια, απρόβλεπτες ανατροπές κι εντάσεις που, αν ξέρει κανείς να τα αναδείξει, δεν απέχουν και πολύ απ’ τη λογοτεχνική  μυθοπλασία. Το μεγάλο στοίχημα είναι να διδαχτεί σωστά, από εμπνευσμένους δασκάλους με ακονισμένα τα παιδαγωγικά τους εργαλεία, που δεν θα φορτώσουν τα παιδιά με άχρηστες λεπτομέρειες, χρονολογίες και ονόματα, με διδάγματα και εθνικιστικές κορόνες, δασκάλους που θα ξέρουν να την ξετυλίξουν ζωντανά μπροστά στα μάτια των παιδιών, ανάλογα με το μαθησιακό και πνευματικό τους επίπεδο, την προσληπτική τους ικανότητα. Και προπαντός από δασκάλους που έχουν την ικανότητα να κάνουν υψηλή απόσταξη, να διακρίνουν το ουσιώδες απ’ το επουσιώδες.

Πρέπει τα παραμύθια να έχουν πάντα καλό τέλος; Και βέβαια όχι. Αυτό το «πάντα» θα ήταν αφελώς ισοπεδωτικό, ειδικά στις μέρες μας που τρίζουν τόσο βίαια τα πράγματα γύρω μας. Γιατί να ζούνε τα παιδιά σε ένα σύννεφο ροζ χρυσόσκονης μέσα στην κίβδηλη επικράτεια της Μπάρμπι; Στις πολύ τρυφερές ηλικίες, ναι, το καλό τέλος είναι το πιο ενδεδειγμένο παραμυθικό όχημα. Συν τω χρόνω όμως θα πρέπει βαθμιαία να γίνεται η μύηση του παιδιού στις κοινωνικές αλήθειες της εποχής του. Το παραμύθι, κατά την εκτίμησή μου, θα πρέπει να είναι φυγή από την απτή πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα και επιστροφή σ’ αυτήν. Προσωπικά αυτό επιδιώκω με τις παραμυθένιες ιστορίες μου. Καθώς η πορεία προς την ενηλικίωση έχει μακρά σκιά και δεν γίνεται απ’ τη μια μέρα στην άλλη, θα πρέπει το παιδί να βιώνει από νωρίς το αντιθετικό δίπολο «καλό-κακό» και μέσα από το παραμύθι. Η συναισθηματική υπερπροστατευτικότητα απ’ τη μεριά μας δεν το θωρακίζει, όπως συνήθως πιστεύουμε, αλλά, αντίθετα, το κάνει πιο ευάλωτο, κι αυτό θα φανεί όταν κάποια στιγμή αναμετρηθεί με την πραγματικότητα.

Ποια σύγχρονη ιστορία θα θέλατε να κάνετε παραμύθι; Η οικονομική κρίση που βιώνουμε όλοι στο πετσί μας είναι, πιστεύω, μια αστείρευτη δεξαμενή θεμάτων και βιωμένων καταστάσεων που δίνουν αφορμή για ένα σωρό παραμυθένιες ιστορίες. Έχω ήδη στα σκαριά μια τέτοια πικρόγλυκη ιστορία που ξετυλίγεται γύρω από έναν κάδο απορριμμάτων στα Εξάρχεια σε νυχτερινό σκηνικό, με έναν απελπισμένο θίασο ανθρώπων που διεκδικούν ζωή μες στα σκουπίδια. Δεν σκοπεύω, βέβαια, να ψυχοπλακώσω τα παιδιά. Να τα προβληματίσω θέλω, βάζοντας έντονες πινελιές αισιοδοξίας και ελπίδας. Αν δεν καταλάβουμε πως οι κάδοι απορριμμάτων μάς αφορούν όλους, η κρίση θα αργήσει πολύ να περάσει.

Συλλέκτης παλιών παιχνιδιών με όραμα την ίδρυση ενός μουσείου για την ιστορία του παιδικού παιχνιδιού και βιβλίου στη γενέτειρά σας τη Λήμνο, έχετε πει ότι «το παιχνίδι είναι ένα από τα βασικά φαινόμενα της ζωής, επιτελεί ψυχική κάθαρση, συντελώντας στη νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη και ισορροπία του ατόμου». Είστε αισιόδοξος για μια τέτοια συμβολή του παιχνιδιού στην ανάπτυξη των παιδιών μέσα στις σημερινές συνθήκες; Το παιχνίδι, όντας σύμφυτο με τη φύση του ανθρώπου, δεν θα πάψει ποτέ να επιτελεί τον ευεργετικό ρόλο του. Μπορεί να αλλάζει μορφή, αντικατοπτρίζοντας κοινωνικο-ιστορικές μεταβολές και τεχνολογικές εξελίξεις, στην ουσία του όμως είναι το πιο αποτελεσματικό όχημα να ανακαλύψει το παιδί τον κόσμο, τα όρια της ελευθερίας του, να ασκηθεί στους κοινωνικούς κώδικες. Άλλωστε, το παιχνίδι, το παιγνιώδες δεν αφορά μόνο τα παιδιά. Να θυμίσω πως ο πολιτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις είναι απόρροια του παιχνιδιού; Κι ακόμη να επαναλάβω εδώ τη σταθερή πεποίθησή μου ότι αρχίζει να γερνάει κανείς απ’ τη στιγμή που σταματάει να παίζει.

Στο παραμύθι σας Το κορίτσι που ζήτησε μια βελόνα, μια απλή βελόνα, που παίζεται αυτήν την περίοδο στο θέατρο, τα μηνύματα είναι πολλά και προς πάσα κατεύθυνση: ο αυταρχικός παραλογισμός της εξουσίας, ξενοφοβία, καχυποψία, αλλοτρίωση κ.ά. κ.ά. Τι θα απαντούσατε στον επτάχρονο γιο μου που μετά την παράσταση μου είπε πως, τελικά, η πόλη της ιστορίας πρέπει να αλλάξει κυβερνήτη; Νομίζω πως έπιασε σωστά το μήνυμα της ιστορίας μου και χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί έρχεται σαν απόδειξη της επικοινωνίας μου με τα παιδιά, μια επικοινωνία που από τη λογική περνάει στο συναίσθημα, οξύνοντας την κρίση τους. Δεν με αφορούν τα παιδιά-κοτόπουλα ούτε και οι γονείς που θέλουν τα παιδιά τους προστατευμένα και άβουλα πουλερικά. Ναι, η πόλη εκείνη έπρεπε να αλλάξει κυβερνήτη, πριν να ήταν πολύ αργά.

Η παράσταση χτίζεται γύρω από την έννοια της εξουσίας, αλλά θίγει και ζητήματα όπως η ομορφιά της απλότητας, σε καιρούς που δύσκολα τη βρίσκει κανείς. Έχετε δει την παράσταση; Πώς σας φάνηκε; Ασφαλώς την είδα, όπως ο γονιός που αγωνιά όταν το παιδί του ανεβαίνει στη σκηνή να πει το ποίημά του. Θέλω να πω εδώ ότι ήμουν ο πιο απαιτητικός θεατής. Αλύπητος κριτής. Όμως το αποτέλεσμα με δικαίωσε απόλυτα. Πολύ καλή δραματοποίηση, γεμάτη ευρήματα, δράση, χιούμορ και ευαισθησία – ένα σφιχτοδεμένο πράμα, που αγγίζει όχι μόνο το παιδικό κοινό, αλλά και τους μεγάλους.

Για τη μεγάλη δυναμική των λιλιπούτειων θεατών μάς μίλησε και η Αριστέα Κοντραφούρη, η οποία για τρίτη συνεχή χρονιά μάς ταξιδεύει στην πολιτεία του Σαρλενάκ, ζητώντας μια βελόνα, μια απλή βελόνα… «Με πολλή χαρά διαπίστωσα πως, όταν τα παιδιά καλούνται να δώσουν τέλος στο παραμύθι και να αποφασίσουν για την τύχη της πολιτείας, το κάνουν με θαυμαστή υπευθυνότητα» μας λέει. «Υπάρχει ελπίδα – και τα παιδιά είναι η ελπίδα αυτή. Δεν ξέρω αν εμείς τελικά καταφέρουμε να βρούμε μέσα μας τη δύναμη που είναι απαραίτητη να αλλάξουμε, όμως προς Θεού ας μην κάνουμε τα παιδιά μας άβουλα, υπάκουα, ανθρωπάκια αλλά υπεύθυνους και μαχητικούς πολίτες. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το παραμύθι του Χρήστου Μπουλώτη βρήκα τα λόγια για να εκφράσω αυτά που πιστεύω. Τον ευχαριστώ που μου το εμπιστεύτηκε, δίνοντάς μου την ελευθερία να το διαμορφώσω δραματουργικά. Το ταξίδι αυτό, που χρωματίστηκε από την παλέτα εικονογράφησης του Νικόλα Ανδρικόπουλου και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μένα, τελειώνει αυτήν τη θεατρική σεζόν, αλλά θα έχει πάντα μία θέση στην καρδιά μου».  

One Response

  1. Ευάγγελος Νικ.Γούλας 1 Δεκεμβρίου, 2013

Leave a Reply