ΜΑΡΙΒΙΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ|ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΗΔΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

Η Μαριβίτα Γραμματικάκη, μουσικός και συγγραφέας, μιλάει στο Τaλκ με αφορμή την παράσταση “Ο Ζητιάνος και η μαγική κλειδαρότρυπα”, που παίζεται φέτος στο θέατρο OLVIO.

Καλησπέρα κ. Γραμματικάκη. Μιλήστε μας λίγο για εσάς… Όταν ήσαστε μικρή, τι θέλατε να γίνετε όταν θα μεγαλώνατε; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μετεωριζόμουν μεταξύ του φανταστικού και του ρεαλιστικού κόσμου. Όταν ήμουν μικρό παιδί, οι δικοί μου πολύ συχνά με μάλωναν και με χαρακτήριζαν «ψευτρού» (όταν θύμωναν πολύ) ή «παραμυθού» (όταν θύμωναν λίγο). Τους ενοχλούσε που πείραζα, που άλλαζα τα πραγματικά γεγονότα και τα γέμιζα με φανταστικές ιστορίες.  Δεν μπορούσαν να καταλάβουν που ήταν η αλήθεια και που το ψέμα. Τους μπέρδευα.  Στο δικό μου μυαλό όμως δεν υπήρχε ψέμα. Υπήρχε μόνο η ανάγκη να αλλάζω την πραγματικότητα, την βαρετή καθημερινότητα σε μια «πραγματικότητα» με ενδιαφέρον και δράση. Όταν λοιπόν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, έλεγα συγγραφέας.  Οι περισσότεροι κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι με ένα βλέμμα «αυτή δεν σώνεται με τίποτα».

Τελικά, πώς γίνατε μουσικός; Έγινα μουσικός βέβαια, αλλά μην νομίζετε πως απέχει πολύ η μια ιδιότητα από την άλλη. Και η μουσική έχει λόγο και οι λέξεις έχουν μουσική. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική, οπότε ήταν αυτονόητο ότι θα σπουδάσω μουσική. Αυτό ήταν ανάγκη και απαίτηση του πατέρα μου. Ο ίδιος ήταν δημόσιος υπάλληλος και αυτοδίδακτος μουσικός. Πίστευε πως η μουσική μόρφωση είναι τόσο απαραίτητη όσο η γραφή, η ανάγνωση και η αριθμητική.  Την απόφαση να γίνω μουσικός την πήρα μόνη μου στα 15.  Η αλήθεια είναι ότι η μουσική με γλύτωσε από δύσκολα μονοπάτια της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας. Επειδή ήμουν ένα υπέρβαρο παιδί, εισέπραττα πολύ χλευασμό από τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Πολλές φορές με απέκλειαν από τα παιχνίδια τους.  Έτσι από την μία η απομόνωση, από την άλλη οι φανταστικές ιστορίες  που έπλαθα στο μυαλό μου για να έχω συντροφιά, μαζί με την μουσική με βοήθησαν να πάω ακόμα πιο βαθιά στον δικό μου κόσμο.

Και έπειτα, πώς γίνατε συγγραφέας; Με την συγγραφή ξεκίνησα πριν από 15 χρόνια και δεν ήταν στόχος αυτού καθαυτού η συγγραφή. Ήταν ένα παιχνίδι με τα παιδιά μου. «Πες μου ένα τίτλο, να σου πω μια ιστορία». Κάθε βράδυ τους έλεγα μια ιστορία από τον τίτλο που μου έλεγε ο γιος μου κυρίως. Μετά, για δικούς μου ψυχοθεραπευτικούς λόγους, άρχισα να γράφω αυτές τις ιστορίες. Εντελώς τυχαία, το πρώτο μου παραμύθι «Το νησί της αρμονίας» το διάβασε η συντονίστριά μου από μια ομάδα ψυχοθεραπείας.  Αυτή στην συνέχεια το έδωσε στην υπεύθυνη εκδόσεων του χώρου αυτογνωσίας που ήμουν, και έτσι όλα πήραν σιγά σιγά τον δρόμο τους.

Σήμερα, πώς ισορροπείτε ανάμεσα στη διπλή αυτή ταυτότητά σας; Η ισορροπία ανάμεσα στην συγγραφή και την μουσική για μένα είναι πολύ εύκολη, γιατί ουσιαστικά  είναι το ίδιο  πράγμα. Το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και το ένα ενισχύει το άλλο. Γίνομαι καλύτερη μουσικός γιατί γράφω παραμύθια, και είμαι καλύτερη συγγραφέας γιατί ξέρω μουσική.

Το βιβλίο σας “Ο ζητιάνος και η χρυσή κλειδαρότρυπα” εκδόθηκε σχεδόν 10 χρόνια πριν! Αν δεν κάνω λάθος, μάλιστα, δεν κυκλοφορεί πλέον. Πώς αποφασίσατε να μεταφερθεί στο θέατρο; Πράγματι το βιβλίο «Ο Ζητιάνος και η χρυσή κλειδαρότρυπα» το έγραψα πριν από δέκα χρόνια και ήταν το δεύτερο παραμύθι μου. Το δεύτερο βιβλίο μου. Δεν υπάρχει πια στα βιβλιοπωλεία, αλλά θα επανεκδοθεί σύντομα από τις εκδόσεις Καλέντη, που είναι και ο εκδότης που συνεργάζομαι τα τελευταία 7 χρόνια. Έτσι σύντομα θα το ξαναδούμε στα βιβλιοπωλεία. Τώρα η απόφαση να το διασκευάσω για παιδικό θέατρο, ξεκίνησε σαν άσκηση δημιουργικής γραφής για παιδικό Θέατρο, που έκανα στα μαθήματα γραφής του ΕΚΕΒΙ. Στη συνέχεια, η πολύ καλή φίλη και σκηνοθέτης της παράστασης Λένα Γεωργιάδου, μου είπε ότι αξίζει σαν ιστορία και σαν θέμα να το επεξεργαστώ με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Σαν να πρόκειται να ανέβει πραγματικά.  Σε όλη αυτή την πορεία ήταν πάντα δίπλα μου και με γέμιζε με ιδέες αλλά και γνώσεις. Όταν το τελείωσα, άρχισα να το ονειρεύομαι πάνω στη σκηνή. Καλές συγκυρίες, ανάλογοι ονειροπόλοι άνθρωποι με έναν μαγικό τρόπο, ήρθαν στην ζωή μου και βοήθησαν αυτό το όνειρο να γίνει πραγματικότητα.  

Μιλήστε μας λίγο για το παραμύθι αυτό, που είναι χτισμένο με κλασικούς αφηγηματικούς κώδικες. Με ποια αφορμή το γράψατε και ποια μηνύματα θέλατε να περάσετε στα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους, μέσω αυτού; Όλα μου τα παραμύθια γεννιόντουσαν πρώτα στην καρδιά και ύστερα στο μυαλό. Εκείνη την εποχή που έγραψα τον Ζητιάνο, ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος της ζωής μου. Αναθεωρούσα αξίες και ανάγκες. Ήθελα να την αλλάξω την ζωή μου, αλλά δεν ήξερα, από πού έπρεπε να ξεκινήσω. Ένιωθα σαν τον ζητιάνο που χάθηκε στο δάσος και έψαχνε τον δρόμο για να βγει. Πίστευα και εγώ, όπως και ο ζητιάνος, πως το κλειδί της ευτυχίας μου το έχουν άλλοι. Έτσι πορεύτηκα μαζί του και έμαθα, πως για να προχωρήσει κανείς και να βρει το χρυσό κλειδί της ευτυχίας, πρέπει πρώτα να πετάξει τα σκουπίδια που βρομίζουν τον προσωπικό του χώρο. Το μέσα του. Μετά, χρειάζεται να μάθει να χορεύει με τους δράκους του, δηλαδή με τους φόβους του, για να τους νικήσει και τέλος να μάθει να ακούει τον ήχο της σιωπής. Τον ήχο που θα τον βοηθήσει να ακούσει την εσωτερική του φωνή. Μετά από αυτές τις τρεις δοκιμασίες έμαθα και εγώ όπως και ο ζητιάνος ότι το χρυσό κλειδί της ευτυχίας το έχουμε ήδη μέσα μας και δεν χρειάζεται να μας το δώσει κανένας άλλος.

Με ποια αφηγηματικά μέσα “ζωντανεύει” επί σκηνής η ιστορία του ζητιάνου; Πόσο χώρο “καταλαμβάνει” στην παράσταση η μουσική και ποιος ο ρόλος της; Στην θεατρική διασκευή, ένας καινούργιος και πολύ βασικός ρόλος που δημιουργήθηκε για να έχει και μεγαλύτερο θεατρικό ενδιαφέρον, είναι η ύπαρξη μιας τσιγγάνας. Αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο το ελεύθερο πνεύμα που έχει ο καθένας μέσα του και τον καθοδηγεί σαν την φωνή της έκτης αίσθησης. Όπως μια τσιγγάνα είναι συνυφασμένη με την μοίρα και το ριζικό που διαβάζει στο χέρι, έτσι και εδώ καθοδηγεί και υποστηρίζει τον ζητιάνο στην διαδρομή του προς την αυτογνωσία. Επίσης ένας υπηρέτης και δύο μεγάλα ποντίκια είναι πρόσθετα θεατρικά κωμικά στοιχεία, και δίνουν μια ευχάριστη δυναμική στο έργο. Τέλος, η Αυγή είναι μια διαφορετική αρχοντοπούλα. Καθόλου συνηθισμένη, αρκετά φλύαρη αλλά πάντα αξιολάτρευτη. Τώρα όσο αναφορά την μουσική, πραγματικά ήμουν πολύ τυχερή με την συνεργασία του φίλου και συνθέτη Γιώργου Περιστέρη. Δίνει μεγάλη δύναμη και αξία στο έργο με την μουσική του. Γίνεται μέρος της εξέλιξης αλλά και των συναισθημάτων. Έχει πιάσει την αίσθηση των λέξεων και την έχει υπηρετήσει άρτια. Έγινε το άλλο μου «εγώ»  Ο Γιώργος με την σύνθεσή του, κάποιες φορές τα λέει όλα, χωρίς να μιλήσει.

Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται η παράστασή σας; Νομίζω το έργο αυτό, απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και είναι πολύ ευχάριστο για διαφορετικούς λόγους. Στα μικρά παιδιά γιατί ευχαριστούνται μια ιστορία που έχει πολύ δράση, δράκους, ποντίκια, ποτάμια, κάστρα που γέρνουν, πολλά χρώματα, τραγούδια, ταυτίζονται  με τον ζητιάνο που ψάχνει τρόπο να περάσει από τις δοκιμασίες του και σίγουρα χαίρονται που στο τέλος τα καταφέρνει. Όσο για τους μεγάλους, πιστεύω πως παίρνουν με έναν παραμυθένιο τρόπο το πιο σημαντικό μήνυμα. Το χρυσό κλειδί της ευτυχίας το έχουμε μέσα μας, και δεν χρειάζεται κανείς να μας το δώσει. Αρκεί να μπορούμε να βρούμε το δρόμο και τον τρόπο.

%ce%bf-%ce%b6%ce%b7%cf%84%ce%b9%ce%b1%ce%bd%ce%bf%cf%83-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%cf%87%cf%81%cf%85%cf%83%ce%b7-%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%b9%ce%b4%ce%b1%cf%81%ce%bf%cf%84%cf%81%cf%85%cf%80%ce%b1

Αν υπήρχε πράγματι μια χρυσή κλειδαρότρυπα, εσείς τι πιστεύετε ότι θα βλέπατε μέσα από αυτή; Όταν είδα την αφίσα της παράστασης, όπου δείχνει μέσα από μια κλειδαρότρυπα έναν παράδεισο, σκέφτηκα ακριβώς αυτό το πράγμα. Ότι θα ήθελα να ζω εκεί. Όχι γιατί είχε ποτάμια και πράσινο, αλλά γιατί έβγαζε γαλήνη και ηρεμία μέσα στο φως και στη ζωή. Αυτό θα ήθελα περισσότερο απ’ όλα  στη ζωή μου. Γαλήνη μέσα στη δράση. Να ακούω την αναπνοή μου, χωρίς να με πνίγει. Να ζω χωρίς αγωνία. Χωρίς τον φόβο του θανάτου. Αυτός είναι για μένα ο παράδεισος, και αυτό θα ήθελα να δω μέσα από την χρυσή κλειδαρότρυπα.

Είναι, κατά τη γνώμη σας, εφικτή η κατάκτηση της ευτυχίας ή τελικά όλοι οι άνθρωποι αναλωνόμαστε σε ένα αέναο κυνήγι της, χωρίς να ικανοποιούμαστε ποτέ; Η ευτυχία για μένα πάντα, κρύβεται μέσα στην λέξη ευγνωμοσύνη. Ο άνθρωπος που μπορεί να είναι καθημερινά ευγνώμων για όσα του συμβαίνουν, μπορεί να νιώθει και ευτυχισμένος. Γιατί η ευτυχία κρύβεται στα πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Όσο πιστεύουμε πως στην κατάκτηση υλικών κρύβεται η δύναμη και η μεγάλη χαρά, χάνουμε πολύ χρόνο και δρόμο και στην τελική και το νόημα της ζωής. Για σκεφτείτε τους χιλιάδες πρόσφυγες, σε οποιαδήποτε στιγμή της ιστορίας, που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και έφυγαν με έναν σάκο. Ποιος επιβίωσε; Ή ποιος θα επιβιώσει; Αυτός που αφιέρωσε όλη του την ζωή για να κάνει ακίνητα και περιουσία και ένα πόλεμος τα διέλυσε όλα, ή αυτός που κουβαλάει τον πλούτο μέσα στην γνώση και στο μυαλό του; Αυτός που μπορεί να πει « Πάμε πάλι από την αρχή» και να νιώθει ευγνωμοσύνη που απλά ζει και είναι υγιής.

Έρχεστε συχνά σε επαφή με παιδιά… Πώς τα βλέπετε ως αναγνωστικό και ως θεατρικό κοινό; Τι σας αρέσει και τι σας προβληματίζει; Τα τελευταία πέντε χρόνια έρχομαι πολύ συχνά σε επαφή με τα παιδιά, και σαν αναγνωστικό αλλά και σαν θεατρικό κοινό σε παρουσιάσεις που έκανα μέσα σε σχολεία αλλά και σε θέατρα όπως για παράδειγμα στο ‘Ιδρυμα Θεοχαράκη με το έργο μου «Το Μπλε κοχύλι» που είχε σαν θέμα τα παραμύθια χορεύουν, από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Λυρικής σκηνής «Από τη λύρα στη Λυρική» με τον κο Ξανθούλη, μέσα από ένα εργαστήρι διαδραστικού μουσικού παραμυθιού, αλλά και στην παρουσίαση μιας θεατρικής παράστασης που είχα γράψει και παρουσιαζόταν στο Ωδείο Αθηνών, τις «Μουσικές Αταξίες», διαπίστωσα πως τα παιδιά είναι το πιο δύσκολο και απαιτητικό κοινό. Γιατί είναι ειλικρινές και αυθόρμητο και δεν ξέρει να κρύβεται πίσω από καλυμμένες  ευγένειες. Κάθε στιγμή της παράστασης πρέπει να γίνει δική τους.  Να νιώσουν πως το θέατρο ή η παρουσίαση που βλέπουν τους αφορά.  Να τα κάνεις συνένοχους και συνεργούς της ίδιας της ιστορίας.  Βοηθούς στην λύση του προβλήματος. Υποστηρικτές στη δράση του ήρωα. Αν δεν το πετύχεις αυτό, δηλαδή αν δεν τα καθηλώσεις, δεν τα κερδίσεις με τις αλήθειες που έχεις να πεις, το παιδί εύκολα θα καταλάβει ότι αυτό που λες ή κάνεις, ή προσπαθείς να του δείξεις είναι ψέμα και θα αντιδράσει, θα βαρεθεί ή θα δυσανασχετήσει. Με δυο λόγια, στα παιδιά πρέπει να μιλάς με αλήθειες,  και να τα κοιτάς στα μάτια. Να γίνεις μαζί τους παιδί. Τότε τα έχεις κερδίσει.

Και τέλος, ποιο ήταν το δικό σας αγαπημένο βιβλίο όταν ήσαστε παιδί; Πολύ δύσκολο να διαλέξω αγαπημένο βιβλίο της παιδικής μου ηλικίας. Είναι πάρα πολλά. Διάβαζα κάθε μέρα από ένα. Ο πατέρας μου είχε βαρεθεί να μου δίνει κάθε μέρα 50 δραχμές ( τόσο έκανε ένα παιδικό μυθιστόρημα τότε) για να αγοράζω βιβλία. Τα μαθήματα του σχολείου τα μισούσα. Τα βιβλία με τις ιστορίες όμως τα λάτρευα. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιο όμως, νομίζω ότι θα διάλεγα το «Χωρίς οικογένεια». Είχα συγκινηθεί πολύ με τις περιπέτειες του μικρού Ρεμί, και το ταξίδι που έκανε μέχρι να βρει την οικογένειά του. Γι αυτό και το πρώτο μου σκύλο, που βρήκα στον δρόμο και ήταν μόνο του, χωρίς οικογένεια το ονόμασα Ρεμί. Μακάρι να καταφέρω να γράψω και εγώ κάποτε ένα βιβλίο τόσο υπέροχο.

Leave a Reply