ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΧΑΡΑΣ

Να βρίζεις τους πολιτικούς είναι must. Ακόμα και οι ίδιοι πολλές φορές παρασύρονται και βρίζουν τον εαυτό τους. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι αφορισμοί για «τους πολιτικούς», λες και είναι φασόλια (βράζουν όλοι στο ίδιο καζάνι). Αυτήν την «οσπριοποίηση» των πολιτικών (δεν είναι και βραστεροί οι άτιμοι) τη συναντάμε παντού, από τους οπαδούς του ταξιτζή Robert de Niro και της σύγχρονης πολιτικής του εκδοχής («Να ξεβρομίσει ο τόπος») μέχρι το συνονθύλευμα των «αγανακτισμένων» που, στην καλύτερη περίπτωση, διεκδικούσε το δικαίωμα του κάμπινγκ στις δημόσιες πλατείες.

Τι δουλειά έχει η πολιτική, θα μου πείτε, σε ένα περιοδικό για γονείς; Εξάλλου, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις για το ζήτημα π.χ. των βρομοκοπερών μικρών χεστρουλακίων βρίσκονται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, το φραπέ και τη σκεπαστή (αν δεν ήμασταν εμείς οι Ευρωπαίοι θα έτρωγαν τον γύρο τους σε κρουασάν). Δεν είδα κανένα κόμμα να υπόσχεται δωρεάν πάνες. Και μην πει κανείς κακοπροαίρετος ότι οι έχοντες δυσκοίλια βρέφη θα πουλούσαν τις περισσευούμενες στη μαύρη αγορά.
Τώρα που είπα «μαύρη» θυμήθηκα το «να ξεβρομίσει ο τόπος». Γιατί οι μαύροι βρομάνε, όπως και οι Πακιστανοί. Όχι απλά βρομάνε, αλλά μπαίνουν και στα λεωφορεία και στα μετρό, που μπαίνουν και οι κανονικοί άνθρωποι, και ζέχνουν. Μυρίζει το δέρμα τους, ρε παιδί μου, πώς το λένε. Είχαν και στη χώρα τους μετρό και λεωφορεία-φυσαρμόνικες;
Και σαν να μη φτάνει αυτό, έχουν κατακλύσει και όλες τις παιδικές χαρές και τα πάρκα (όχι μόνο οι σκουρόχρωμοι, όλοι τους). Σε όσες παιδικές χαρές κι αν έχω πάει, η πλειονότητα των παιδιών είναι μεταναστόπουλα. Ίσως επειδή κινούμαι στο κέντρο της Αθήνας, όπου η συγκέντρωση μεταναστών είναι μεγάλη (αν και σε νησί που πήγα το καλοκαίρι η κατάσταση ήταν ίδια και χειρότερη – sic). Ίσως, πάλι, να οφείλεται στην ύπαρξη της Ελληνίδας γιαγιάς που αναλαμβάνει να φυλάξει το ελληνόπουλο και (κυρίως) να το κυνηγήσει μέχρι τελικής πτώσεως προκειμένου να του χώσει μια παραπάνω μπουκιά στο στόμα, τη στιγμή που τα πειναλέα μεταναστόπουλα ξεχύνονται στις παιδικές χαρές (να ξεβρομίσει και το σπίτι τους λίγο). Αποκαμωμένο από την υπερπροσπάθεια να αποφύγει ένα πιρούνι που ξεπροβάλλει από παντού, επιλέγει να διαφύγει μέσω της αυτοΰπνωσης. Τώρα πότε θα ξαναφάει σπιτικό φαΐ το παιδί; Γιατί, ως γνωστόν, για τις γιαγιάδες το φαγητό των νεο-μαμάδων (ειδικά αν πρόκειται για τις νύφες τους – ε, οι κόρες όλο και κάτι θα έμαθαν κοντά τους) είναι κάτι ανάμεσα σε fast food και χειροποίητο σάντουιτς – ή έστω σάντουιτς από μικρές οικογενειακές μονάδες.
Φημολογείται ότι η ύπαρξη μεταναστών κάνει κάποιους γονείς να κρατούν μακριά τα παιδιά τους από τις παιδικές χαρές ή ότι υπάρχουν συγκεκριμένες παιδικές χαρές που μαζεύουν Έλληνες. Προσωπικά πάντως δεν έχω δει ακόμα την περίφημη επιγραφή που συναντάς στην είσοδο πολλών μπουρδέλων και στούντιο των Αθηνών: «Απαγορεύονται οι ξένοι». Αν και όπως πάει το πράγμα με τους Χάπατους Ανώνυμους, δεν αποκλείεται να το δούμε κι αυτό.
Ας πούμε ένα μικρό παραμυθάκι για να ξεφύγουμε από τη ζοφερή πραγματικότητα: μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια παιδική χαρά που πήγαιναν όλα τα παιδάκια, ελληνάκια, αλβανάκια, ρωσάκια, πακιστανάκια, αφγανάκια, όλα τα παιδάκια. Εκεί απ’ έξω έτρεχαν άνθρωποι, σκυλάκια, παππούδες έπαιζαν σκάκι, γιαγιάδες αντάλλασσαν συνταγές, πεταλουδίτσες κάθονταν ήσυχες να τις πιάσουμε με την απόχη και να τις καρφιτσώσουμε σε χαρτόνι αλλά τελικά διαλύονταν και τις πετούσαμε, μέχρι που στο τέλος το παίρναμε απόφαση και απλά τις σκοτώναμε, κ.ο.κ. Κάθε μέρα ήταν μια πολυπολιτισμική γιορτή που πρόσφερε μαθήματα ζωής – στους γονείς κυρίως, τα παιδιά τα γνώριζαν αυτά που οι γονείς τους έπρεπε να ξεχάσουν. Καλό το παραμύθι μας, όμως δεν έχει δράκο, που λέει και ο φυλακισθείς πρώτος μεταξύ των ΕλληνΑρείων (και μην ακούσω γέλια, ο Μουσολίνι καλύτερος ήταν δηλαδή; Ή το τσιλιβιθρόνι ο Χίτλερ; Πόσο θα άντεχε ο Χίτλερ σε έναν αγώνα Παγκρατίου;).
Ιδού λοιπόν και ο δράκος. Σκηνικό: προεκλογική εκστρατεία περιφερειακής αυτοδιοίκησης Αττικής. Κλασικός υποψήφιος πολιτικάντης, με όλα τα συμπαρομαρτούντα (κάμερες, καλοχτενισμένο μαλλί, αυτοκρατορική συνοδεία αποτελούμενη από κουστουμάτους –συνώνυμο του σοβαρός– κυρίους αλλά και από τζινάτους και φορμάτους κάζουαλ νεαρούς και νεαρές –γιατί ακούμε και τον παλμό της νεολαίας με το και-καλά-ενδιαφέρομαι-στα-σοβαρά-για-την-πόλη-μου-πιστέψτε-με-σας-παρακαλώ-δεν-είμαι-πολιτικάντης-το-αντίθετο-είμαι-προβληματισμένος-νέος-που-θέλει-να-προσφέρει βλέμμα, άνευ ωστόσο –και να σημειωθεί από τα επικοινωνιακά επιτελεία παρακαλώ– της απαραίτητης κορασίδος με το οκ-πήγα-κομμωτήριο-πριν-έρθω-so-fucking-what-you-know-you-want-meλουκ), πάει στο Πεδίον του Άρεως και ανακαλύπτει ξανά τον τροχό (την Αμερική τη φυλάει για τις βουλευτικές). Σκουπίδια, βρομιές, σύριγγες. Τι κάνει ο περιφερειάρχης γι’ αυτό; Δεν γνωρίζει ότι κινδυνεύει η δημόσια υγεία και ιδίως τα παιδιά μας, το μέλλον αυτής της χώρας (οκ, η Ευρώπη και το ευρώ είναι το μέλλον, όλοι το ξέρουν αυτό, αλλά είναι μικρά, τι να τους πεις; Εξάλλου για τους γονείς τα λέμε, όχι ότι τα χάφτουν δηλαδή, απλά θέλουν να τα ακούν για να νιώθουν ασφάλεια). Είναι σωστό να αφήνουμε τα βλαστάρια ή αγγελούδια μας (φυτική και μεταφυσική προσέγγιση αντίστοιχα) να πηγαίνουν και να παίζουν κάθε μέρα σε ακατάλληλες παιδικές χαρές, θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική τους υγεία και ακεραιότητα; Έχουν δίκιο οι πολίτες να καταφέρονται εναντίον των πολιτικών με αυτά που κάνουν (βάζουμε και λίγο αυτομαστίγωμα ως πολιτικοί για να δείξουμε ότι εμείς διαφέρουμε, και είμαστε και δεν είμαστε, και εντός και εκτός, κάτι σαν την Αγγλία στην ΕΕ).
Η αντίδραση του περιφερειάρχη, άμεση. Ε, όχι και να μας λένε ότι δεν νοιαζόμαστε και δεν προσέχουμε τα παιδιά! Ήταν πρόσφατη και η τραγωδία στο λούνα παρκ… Για φαντάσου να συμβεί κανένα σοβαρό ατύχημα στην παιδική χαρά, ποιος μας σώζει μετά από αντιπολιτευτές και μίντια. Τις χάσαμε τις εκλογές. Σε μια-δυο μέρες (μετά την προβολή στην τηλεόραση φυσικά, τα προβλήματα ήταν γνωστά και χρόνια) μπήκε λουκέτο στην παιδική χαρά. Ικανοποιήθηκε και ο υποψήφιος που ανάγκασε τον περιφερειάρχη να παραδεχτεί το σφάλμα του και ο περιφερειάρχης που αποτίναξε από πάνω του την ευθύνη σφραγίζοντας την παιδική χαρά. Πονάει χέρι, κόβει χέρι δηλαδή.

mpanana 2
Πού πάνε όμως τώρα τα παιδάκια που παίζανε εκεί; Γιατί το σφράγισμα της παιδικής χαράς δεν σφράγισε και τα παιδιά στα σπίτια τους (ευτυχώς). Πολλά από αυτά πηγαίνουν πια αλλού, σε άλλες μικρότερες παιδικές ή πάρκα. Όσα εξακολουθούν να προτιμούν το Πεδίον του Άρεως, αντί να πηγαίνουν στη σχετικά προστατευμένη παιδική χαρά, βολοδέρνουν εδώ κι εκεί, διασκορπισμένα σε σημεία που κρύβουν πολύ περισσότερη βρομιά, σύριγγες, προφυλακτικά, σκουπίδια πάσης φύσεως και γενικά πολύ περισσότερους κινδύνους για τη σωματική τους υγεία και ακεραιότητα. Άραγε η έλλειψη μιας σανίδας στη γέφυρα της τσουλήθρας στην παιδική χαρά είναι πιο επικίνδυνη από τις τρύπες που υπάρχουν στις κεντρικές πλατείες, με τα παιδιά να τρώνε τούμπες στα τσιμέντα και τα πλακάκια; Ή μήπως τα χώματα της παιδικής είναι πιο βρόμικα από τα χώματα που κατουράνε τα σκυλιά (πρέπει κι αυτά κάπου να κατουρήσουν) ή οι διάφοροι παροικούντες; Για να μην αναφερθούμε στα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια.
Οι γονείς απ’ τη μεριά τους ασφαλώς και θα προτιμούσαν μια ανοιχτή παιδική χαρά, παρά τις όποιες ατέλειες και κινδύνους. Τους ξέρουν και οι ίδιοι τους κινδύνους και επιβλέπουν πάντα τα παιδιά τους για να μη συμβεί κανένα ατύχημα. Κι αν τυχόν συμβεί, δεν θα κατηγορήσουν ούτε τον δήμαρχο ούτε τον περιφερειάρχη. Υπάρχουν παιδικές χαρές προφανώς ακατάλληλες, με τεράστιες τσιμεντένιες τρύπες στο κέντρο τους, λες και τις έχουν βομβαρδίσει, με όλες τις κούνιες και τις τσουλήθρες αχρηστευμένες, που όμως σφύζουν από ζωή. Στις σφαλισμένες παιδικές του Πεδίου όσοι μπορούν πηδάνε από τα πλάγια και τις χρησιμοποιούν. Είναι ασυνείδητοι αυτοί οι γονείς ή μήπως δεν αναγνωρίζουν τους κινδύνους; Απλά είναι καλύτερα και ασφαλέστερα από αλλού, οπότε αναλαμβάνουν τα ρίσκα τους. Δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές βλέπετε. Εμείς που όταν ήμασταν μικροί μπαίναμε από τη μια άκρη της καλαμιάς και βγαίναμε από την άλλη, πετσοκομμένοι, παίζαμε με μεγαλύτερη ασφάλεια ή κατηγορήσαμε τον δήμαρχο για τις καλαμιές; Που όλα τα παιχνίδια στις παιδικές χαρές έκρυβαν και από κάποιο πρόβλημα/κίνδυνο, το οποίο γινόταν μέρος του παιχνιδιού; Οι πολιτικοί άρχοντες αν θέλουν όντως να βοηθήσουν μπορούν να βελτιώσουν τις εγκαταστάσεις και να παρέμβουν άμεσα και αποτελεσματικά. Συνήθως επιλέγουν το κλείσιμο, απλά δηλαδή να καλύψουν τα νώτα τους μη βρουν κάναν μπελά. Κοστίζει και λιγότερο.
Και, εν πάση περιπτώσει, αν θέλουμε να γίνουμε η χώρα που είμαστε, να αναλάβουμε δηλαδή τις ευθύνες μας απέναντι σε όλους τους ανθρώπους που ζουν εδώ, πρέπει να δημιουργούμε τέτοιους χώρους και όχι να κλείνουμε και τους υπάρχοντες. Εκεί είναι που θα δει το παιδί ότι υπάρχουν και παιδιά με άλλο χρώμα, άλλο κούρεμα, διαφορετικά ρούχα. Όταν είναι μωρό. Δεν θα χρειαστεί έτσι να τα «συνηθίσει» μετά, όταν πάει σχολείο, τότε θα είναι ήδη αργά. Εκεί θα δει ότι όλα τα παιδιά παίζουν, κλαίνε, γελάνε, χτυπάνε, τρώνε την μπανάνα τους. Εκεί θα φάει από τα φρούτα του Αφγανακιού τη μια μέρα και θα προσφέρει από τα δικά του την επομένη. Εκεί θα παίξει με τα αυτοσχέδια κουβαδάκια από οικογενειακά παγωτά άλλων παιδιών και θα προσφέρει με τη σειρά του (για λίγο) τα φτυαράκια του.
Γιατί τα παιδιά δεν ταξινομούν ούτε ιεραρχούν όπως οι μεγάλοι. Μετά από επισταμένη ανθρωπολογική συμμετοχική παρατήρηση έχω καταλήξει στο ότι τα παιδιά ταξινομούν τα άλλα παιδιά ως εξής: έχοντα ή μη έχοντα κουβαδάκια, έχοντα ή μη έχοντα μπάλα, έχοντα ή μη έχοντα φωσφοριζέ μπάλα (δεν είναι το ίδιο, χαζοί είστε;). Επίσης ως πιπιλίζοντα ή απιπίλωτα, ομιλούντα ή μουγκρίζοντα, περπατώντα ή μπουσουλώντα (τα καροτσομεταφερόμενα μόνο την περιφρόνηση αξίζουν), μπισκοτοβόρα ή μπανανοφάγα και ανάλογα με την ποσότητα των ενηλίκων που τρέχουν ξοπίσω τους. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν οι μεγάλοι (χρώμα, ένδυση, κ.λπ.) δεν σημαίνουν τίποτα για τα παιδιά. Όχι ότι δεν τα βλέπουν (δεν είναι τυφλά), απλά δεν τα αξιολογούν ως σημαντικά. Γιατί το χρώμα του δέρματος να είναι πιο σημαντικό από τα κουβαδάκια δηλαδή; Το ένα είναι αδιάφορο, το άλλο πώρωση. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα κριτήρια των μεγάλων είναι περισσότερο ορθολογικά…
Ας μη γελιόμαστε κι ας μην κρυβόμαστε. Έχει χρώμα το μίσος. Το μίσος είναι μπλε. Το μπλε της γαλανόλευκης που ανεμίζει σε αμάξια, ταξί, περίπτερα και διαμερίσματα. Το μπλε που θέλει να υποβιβάσει, να υπενθυμίσει και να εκφοβίσει. Το μπλε που ευαγγελίζονται οι απόστολοι του μίσους και οι οπαδοί του αίματος. Σφραγίζοντας μια παιδική χαρά δεν εμποδίζεις ένα παιδί να παίξει, το εμποδίζεις να γίνει καλύτερος άνθρωπος…

One Response

  1. olga 31 Οκτωβρίου, 2014

Leave a Reply