ΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ

Πολλές φορές για να περιγράψουμε αυτό που αισθανόμαστε χρησιμοποιούμε διάφορες μεταφορικές εκφράσεις, όπως «σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου», «η καρδιά μου πάει να σπάσει», «πιάστηκε η αναπνοή μου», «τα έκανα πάνω μου», «έχασα τη μιλιά μου». Στα εργαστήρια ψυχοφυσιολογίας οι ερευνητές κατόρθωσαν να αποδείξουν πως υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στις ψυχολογικές καταστάσεις και στις  αντιδράσεις του σώματος. Η ψυχοσωματική αναγνωρίζεται πλέον επίσημα τόσο στους ενήλικες, όσο και στα βρέφη και στα παιδιά και πολλοί γιατροί αντιλαμβάνονται πλέον ότι όταν ένα παιδί, για παράδειγμα, εκδηλώνει επανειλημμένα ρινοφαρυγγίτιδες, οι οποίες ακολουθούνται από ωτίτιδες, διάρροιες ή βρογχίτιδες, είναι προτιμότερο να στρέψουμε την προσοχή μας στην εσωτερική του ισορροπία, στη δυσφορία και στο περιβάλλον του, παρά να ενδώσουμε σε μια στείρα φαρμακευτική αγωγή. (παρόλα αυτά, είναι απαραίτητο να απευθυνθούμε πρώτα στον ιατρό!)
Η φράση «είναι ψυχοσωματικό αυτό που σου συμβαίνει» είναι ευρέως διαδεδομένη σε όλους μας, αν και η γνώση μας αναφορικά με αυτό δεν είναι πάντα συγκροτημένη, όσο καλά πληροφορημένοι και πεπεισμένοι και να είμαστε. Όλα τα σωματικά φαινόμενα, χωρίς εξαίρεση, χαρακτηρίζονται με μεγάλη ευκολία ψυχοσωματικά, εδώ όμως χρειάζεται να κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις. Τον όρο «ψυχοσωματική» χρησιμοποίησε αρχικά το 1818 ο Γερμανός ψυχίατρος Heinioth, ο οποίος προσπάθησε να προσδιορίσει την προέλευση της αϋπνίας, και από τότε χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, αλλά κάθε φορά με μια διαφορετική έννοια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση. Η ψυχοσωματική παθολογία έχει να κάνει με καθαρά οργανικές διαταραχές και υποδηλώνει την στενή σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχοκοινωνικών και βιολογικών παραγόντων εξαιτίας των οποίων εμφανίζεται μια νόσος. Οι ψυχοσωματικές διαταραχές διαφοροποιούνται από τις διαταραχές σωματοποίησης.
Ο όρος σωματοποίηση, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM IV), περιλαμβάνει διαταραχές που χαρακτηρίζονται από σωματικά συμπτώματα για τα οποία δεν υπάρχει οργανική αιτιολογία και τα οποία οφείλονται σε ψυχολογικούς παράγοντες. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ψυχο-σωματικός ασθενής υποφέρει στο σώμα του ενώ ο ασθενής που σωματοποιεί μιλά με το σώμα του. Στον πρώτο το σώμα είναι το θύμα ενώ στον δεύτερο, το σώμα αποτελεί ένα εργαλείο λόγου. Παρ’ όλ’ αυτά  και στις δύο διαταραχές τα συμπτώματα δεν εμφανίζονται κάτω από την επίδραση της θέλησης του ατόμου.

sad-little-girl

Στις διαταραχές σωματοποίησης τα συμπτώματα έχουν μια συμβολική έννοια και δεν οφείλονται σε καμία περίπτωση σε υποκρισία. Mπορούν να διαχωριστούν στις διαταραχές της μετατροπής, στη διαταραχή του πόνου, τη διαταραχή δυσμορφίας και την υποχονδρία.
Από τις διαταραχές σωματοποίησης εκείνη που έχει μελετηθεί συστηματικά στα παιδιά είναι η διαταραχή της μετατροπής η οποία χαρακτηρίζεται από την απώλεια μιας σωματικής λειτουργίας υποδηλώνοντας οργανική διαταραχή η βλάβη, αλλά στην πραγματικότητα η διαταραχή οφείλεται σε ψυχικές συγκρούσεις και δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί ιατρικά.
Τα συμπτώματα δεν παράγονται με τη θέληση του ατόμου και εκδηλώνονται είτε σε όργανα τα οποία είναι  κάτω από τον έλεγχο του κεντρικού νευρικού συστήματος (μοιάζουν με νευρολογικές νόσους και διαταραχές όπως η κινητική παράλυση, η αναισθησία, η τύφλωση) ή υπό τον έλεγχο του αυτόνομου κεντρικού συστήματος (ταχυκαρδίες, ψυχογενείς έμετοι).  Η εμφάνιση η έξαρση των συμπτωμάτων συσχετίζεται χρονικά με την συνύπαρξη ψυχολογικών και γενικά στρεσογόνων παραγόντων η έντονων συναισθηματικά γεγονότων.

Οι ψυχοσωματικές διαταραχές, από την άλλη μεριά, χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη πολλών αιτιολογικών παραγόντων.

  • Εξελικτικοί παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με το ότι το παιδί βρίσκεται σε μια φάση μετάβασης, για παράδειγμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία και από ένα μικρό συνοικιακό σχολείο σε ένα μεγάλο και απρόσωπο.
  • Βιολογικοί παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με ευαισθησία ή ύπαρξη γνωστών παθοψυχολογικών μηχανισμών για το σύμπτωμα που βασανίζει το παιδί.
  • Ψυχολογικοί, οικογενειακοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες  οι οποίοι εντοπίζονται από τον οικογενειακό ψυχοθεραπευτή/κλινικό ψυχολόγο  με την καταγραφή ενός λεπτομερούς ιστορικού του μικρού από την οικογένεια.  

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι ο κίνδυνος να αναπτυχθεί μια διαταραχή εξαρτάται περισσότερο από ψυχοκοινωνικούς παρά από βιολογικούς παράγοντες, γι’ αυτό και μια ψυχοσωματική προσέγγιση στην ιατρική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προσωπικότητα του ασθενούς τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θεραπεία της ασθένειάς του. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο ασθενής και όχι μόνο η ασθένεια, δηλαδή θα πρέπει να εστιάσουμε στο παιδί που έχει μια συγκεκριμένη ασθένεια και όχι απλώς στην ασθένεια που έχει το παιδί.
Οι ψυχοσωματικές διαταραχές έχουν σωματικά συμπτώματα, όπως το βρογχικό άσθμα, το αλλεργικό συνάχι, οι δερματικές ενοχλήσεις (όπως το παιδικό έκζεμα, η ορτικάρια), η ελκώδης κολίτιδα, το πεπτικό έλκος, οι ημικρανίες και άλλα. Από τα πιο συχνά ψυχοσωματικά προβλήματα στα παιδιά είναι το άσθμα, οι διαταραχές διατροφής, τα χρόνια κοιλιακά άλγη, οι διαταραχές του λόγου, οι χρόνιες ιδιοπαθείς φλεγμονές του εντέρου (ελκώδης κολίτις και νόσος του CROHN), οι διαταραχές μυοσπασμάτων (TICS), καθώς και διαταραχές του ύπνου.
Παρατηρώντας τη ζωή του παιδιού, η σχέση μεταξύ αιτίας και επιπτώσεων πολλές φορές είναι σαφής. Το παιδί ανταποκρίνεται με μια δυσλειτουργία, όπως για παράδειγμα  με ανορεξία η με διαταραχές των εντερικών κενώσεων- σε μια συμπεριφορά της μητέρας η των γονιών. Όσον αφορά στις οργανικές παθήσεις δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, εκτός αν ανατρέξουμε σε αφελείς συμβολικές εξηγήσεις όπως για παράδειγμα «το έκζεμα υψώνει μια πανοπλία προστασίας για το παιδί εναντίον της κακιάς μητέρας».

ChildAsthma_H

Ένα παράδειγμα

Το βρογχικό άσθμα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια κλασική μορφή ψυχοσωματικής ασθένειας και για αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα ώστε να αναφερθούν οι γενικές αρχές που υπολανθάνουν σε πολλές από τις άλλες ψυχοσωματικές διαταραχές.
Ο Γιάννης, 8 χρονών, υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Τις πρώτες μέρες στο σχολείο πήγαιναν όλα θαυμάσια μέχρι που άρχισε να εμφανίζει όλο και περισσότερα συμπτώματα άσθματος. Επέστρεφε στο σπίτι και παρέμενε άρρωστος ως το μεσημέρι και, γινόταν καλά, όταν πια ήταν αργά για να επιστρέψει στο σχολείο και η μητέρα του στη δουλειά της. Οι γονείς είχαν πάρει διαζύγιο τον προηγούμενο χρόνο και η μητέρα μόλις είχε ξεκινήσει την δουλειά μετά χρόνια απουσίας. Κάθε φορά που ο μικρός επέστρεφε από το σχολείο έπρεπε να πηγαίνει στο σπίτι της  γιαγιάς και να  περιμένει την μητέρα του για να πάνε μαζί στο σπίτι. Το πρόβλημα φάνηκε να λύνεται όταν κανονίστηκε με την παρέμβαση του ψυχολόγου να παραμένει  ο μικρός στο ιατρείο του σχολείου κάθε φορά που παρουσίαζε άσθμα. Μετά την απόσυρση της «αμοιβής», της «ενίσχυσης» (να φεύγει από το σχολείο) ο Γιάννης σταμάτησε να παρουσιάζει άσθμα. Σίγουρα όμως δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί να φαίνεται! Ο μικρός ξεκίνησε μια εντατική ψυχοθεραπεία  και  η μητέρα του, ο πατέρας αλλά και η γιαγιά ακολούθησαν μια συγκεκριμένη οικογενειακή θεραπευτική διαδικασία για να μπορέσουν να κατανοήσουν τα αίτια που οδηγούσαν στα συμπτώματα του μικρού και να αποφύγουν την εξάπλωσή τους και σε άλλους τομείς της ζωής του.

Έχει διαπιστωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις άσθματος, τα συμπτώματα «ασφυξίας» πυροδοτούνται τόσο από ψυχολογικά στρες – όπως είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις, η υπερδιέγερση, το άγχος, ο θυμός και η έντονη δυσφορία- όσο και από σωματικά στρες, όπως είναι οι μολύνσεις, οι αλλεργίες, οι δυσώδεις οσμές και η σωματική εξάντληση. Το παιδί που παρουσιάζει ασθματικά συμπτώματα δεν θεωρείται απλώς ένα σύνολο οργάνων από τα οποία ένα είναι ελαττωματικό όπως οι πνεύμονες, αλλά ως ένα πρόσωπο που αντιδρά στο περιβάλλον του με κάποια συγκεκριμένα συμπτώματα. Ο θεράπων ειδικός του παιδιού θα πρέπει να απαντήσει σε σημαντικές ερωτήσεις όπως

  • Τι είναι αυτό που δημιουργεί τα αναπνευστικά προβλήματα του παιδιού, τόσο στην ψυχολογική και σωματική κατάσταση καθώς και στο κοινωνικό του περιβάλλον.
  • Ποια είναι τα σωματικά και ψυχολογικά στρες τα οποία αλληλεπιδρούν με τις ιδιαίτερες ικανότητες και αδυναμίες του παιδιού και καταλήγουν σε αυτό το είδος της ασθένειας.  

ss_101423530

Συμπερασματικά, πρέπει να αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και προσοχή τις ψυχοσωματικές διαταραχές, λαμβάνοντας υπόψη μας τους βιολογικούς,  ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Είναι σημαντικό να πεισθούν οι γονείς και το παιδί ότι το συγκεκριμένο σύμπτωμα έχει μια ψυχοσωματική βάση και να δεχτούν πως στην αιτιολογία συμμετέχουν και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι πότε θα πρέπει να γίνεται παραπομπή από τον παιδίατρο στους ειδικούς της ψυχικής υγείας. Σε γενικές γραμμές, ενδείξεις για παραπομπή αποτελούν οι εξής περιπτώσεις:

  • Παιδιά με ψυχολογικές διαταραχές οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με τις συνηθισμένες πρακτικές συμβουλές που δίνονται από τον παιδίατρο, όταν υπάρχουν φοβίες, έντονο άγχος, σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς, σοβαρή περίπτωση κακοποίησης, ψυχώσεις, κατάθλιψη με ιδέες αυτοκτονίας.
  • Συγκεκριμένη και σοβαρή οικογενειακή δυσλειτουργία, όταν είναι φανερό ότι μέλος της οικογένειας είναι σε μεγάλη ένταση ή δυσλειτουργία ή ότι παρουσιάζει σοβαρή σωματική ασθένεια.
  • Όταν υπάρχουν συγκεκριμένες διαταραχές στη μάθηση ή σχολική/ ακαδημαϊκή αποτυχία σε ένα παιδί που ήταν καλός μαθητής.
  • Αδιάγνωστη σωματική ασθένεια, όταν οι εξετάσεις και η εργαστηριακή έρευνα έχουν αποβεί αρνητικές.
  • Ασθένειες στις οποίες η ύπαρξη ψυχοκοινωνικών παραγόντων είναι εμφανής. Για παράδειγμα, το παιδί που παραπέμπεται για κοιλιακό άλγος του οποίου η έναρξη συμπίπτει με το διαζύγιο των γονιών.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως η συμβουλευτική καθοδήγηση των γονέων, καθώς και ειδικότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις όπως η οικογενειακή ψυχοθεραπεία θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οποιασδήποτε μορφής θεραπευτικής αγωγής του παιδιού.

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος, ομαδική- οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια. Θα τη βρείτε στο http://kaleidoskopiopsychis.blogspot.gr/  

Leave a Reply