ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΓΙΑ ΤΣΟΚΛΗ

«Ελλάδα, σπίτια φωτεινά. Γαλλία, σπίτια σκοτεινά και υγρά. Παρίσι τον χειμώνα, Αθήνα και μετά Ύδρα το καλοκαίρι. Μετά Βερολίνο. Αλλαγές σχολείων, πότε γαλλικά, πότε ελληνικά. Λιγοστοί φίλοι των οποίων έπρεπε να κερδίσω τη συμπάθεια γρήγορα. Βραδιές Ελλήνων του εξωτερικού επί χούντας, μουσεία και γκαλερί με ενήλικες. Μόνη σταθερά οι διακοπές στην Ύδρα, το μπάνιο και οι βουτιές στη Σπηλιά, ο ανελέητος ήλιος της ανηφόρας, το καθαρτήριο παγωμένο νερό με το λάστιχο. Μετά, στα έντεκα, μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Γαλλικό σχολείο, περαστικοί, διαφόρων εθνικοτήτων συμμαθητές. Κολυμβήτρια του Παναθηναϊκού, μέλος της Εθνικής ομάδας και ατέλειωτη προπόνηση με πάθος πολύ… Μετά ήρθαν οι έρωτες»: η Μάγια Τσόκλη (βουλευτής Επικρατείας ΠΑΣΟΚ) έχει γυρίσει όλον τον κόσμο με ένα σακίδιο και μια κάμερα. Ένα ταξίδι είναι η ζωή της και αυτήν τη φορά μάς κάνει συνταξιδιώτες της, στη «χώρα των παιδικών της χρόνων». Στον κήπο της νιότης της…
«Ο κήπος της νιότης μου ήταν η Ύδρα», λέει, «Ακόμα σήμερα σε δύσκολες στιγμές κλείνω τα μάτια και μεταφέρομαι κοντά στην Υδρονέττα, με τον ήλιο απέναντί μου και τη Δοκό να αναφαίνεται στον ορίζοντα. Στον κήπο μου έχω φυτέψει την ασφάλεια που χρειαζόμουν, την τόλμη που απέκτησα, την αισθητική που καθόρισε την αυστηρότητα του βλέμματός μου».
Αναρωτιέμαι αν ακόμα αισθάνεσαι παιδί. Παλιά, στα είκοσι κάτι μου, η μητέρα του τότε συντρόφου μου μού είπε «εσείς τα παιδιά συνεχώς μας κάνετε παρατηρήσεις ξεχνώντας ότι και μεις παιδιά που μεγαλώνουμε είμαστε». Πόσο δίκιο είχε. Ναι, παιδί αισθάνομαι, και νομίζω ότι λίγο έχω αλλάξει μεγαλώνοντας. Γι’ αυτό θεωρώ ότι τελικά η εμπειρία είναι περιττή. Όταν την αποκτήσεις, δεν τη χρειάζεσαι πια.
Θα ήθελα να σταθείς στις στιγμές που φωτίζονται και σ’ αυτές που θέλεις να κρατάς στα σκοτάδια. Η βιολογική μου μητέρα πέθανε όταν ήμουν πέντε. Δεν θυμάμαι τίποτε μέχρι τότε. Δεν κρατώ ηθελημένα στιγμές στα σκοτάδια. Πάντα ήμουν άνθρωπος της μέρας και του φωτός! Θυμάμαι ότι μου έλειπε ο πατέρας μου γιατί ζούσε αρκετό καιρό μακριά μας. Θυμάμαι την επιθυμία να τον «κατακτήσω», θυμάμαι να τρέχω να τον συναντήσω όταν έφτανε, κατάκοπος από το οδήγημα με τον μικρό «σκαραβαίο» στο σπίτι μας στην οδό Ασκληπιού.
Θα ήθελες να έχεις αποφασίσει εσύ για το μέλλον σου κάτι άλλο από αυτό που αποφάσισαν οι γονείς σου για σένα; Θεωρώ ότι βρήκα πόρτες ανοικτές. Ότι κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της εποχής που μεγάλωσα μου δόθηκαν ευκαιρίες πολλές. Αν ήμουν σε θέση να δώσω –με το μυαλό που έχω σήμερα– συμβουλές στους γονείς μου, θα τους έλεγα να με πιέσουν περισσότερο, να με μάθουν περισσότερο στην οργάνωση και την πειθαρχία. Θα τους έλεγα να με πιέσουν να μάθω σπορ πιο «κοινωνικά», όπως το τένις ή το σκι. Και, ίσως, να με πάνε σε ένα ελληνικό σχολείο. Στο γαλλικό ούτε τέλεια γαλλικά έμαθα, ούτε τη μητρική μου γλώσσα κατέκτησα. Ήμουν πάντα στα σύνορα δύο πολιτισμών. Πολίτης του κόσμου, δηλαδή άπατρις. Χρειάστηκε να ξεκινήσω την εκπομπή για να γνωρίσω την Ελλάδα,να την αγαπήσω και να τη νιώσω μάνα μου.
Ποιος διάλεξε το όνομά σου; Σε σημάδεψε; Aν το διάλεγες εσύ, θα ήταν πάλι το ίδιο; Η μητέρα μου διάλεξε το όνομά μου. Ήταν λάτρις των πολιτισμών της Κεντρικής Αμερικής. Στη συνέχεια, βέβαια, έμαθα ότι το «Μάγια» είναι πλούσιο σε νοήματα: ψευδαίσθηση στα ινδικά, αγάπη στα νεπαλέζικα, νερό στα αραβικά. Νομίζω ότι μου μοιάζει και του μοιάζω. Αναγνωρίζομαι σ’ αυτό.
Ποια ήταν η πρώτη απάντηση στο ερώτημα «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω»; Μα φυσικά κτηνίατρος. Κτηνίατρος στην Αφρική.
Επαναστατούσες ή ήσουν ένα «καλό κορίτσι»; Δεν χρειάστηκε ποτέ να επαναστατήσω. Είχα πάντα περισσότερη ελευθερία απ’ όση μπορούσα να αντέξω!
Ποιά ήταν η πρώτη κόντρα με τους γονείς;
Μάλλον είχε να κάνει με το γεγονός ότι άφηνα διάφορες προσπάθειες στη μέση. Όταν κάτι δεν με ενθουσίαζε, το άφηνα για κάτι άλλο!
Τι δεν ξεπέρασες;
Το ύψος μου! Εξακολουθώ να κάνω φαντασιώσεις ότι είμαι δυο μέτρα γυναίκα!
Διάβαζες ρομαντικά μυθιστορήματα για κορίτσια ή δεν σε αφορούσαν;
Μπα, δεν με αφορούσαν και πολύ! Ήμουν πολύ αγοροκόριτσο για τέτοια.
Kαι το σεξ; Ρωτούσες, διάβαζες; Πώς έμαθες; Tι δεν έμαθες και το ανακάλυψες μόνη σου;
Διάβαζα, ρώταγα, και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή ανακάλυψα ό,τι έπρεπε να ανακαλύψω. Όλα ήρθαν φυσικά, ιδανικά θα έλεγα.
Tον θάνατο τον σκεφτόσουν;
Τον θάνατο δεν τον σκεφτόμουν. Είχα όμως αίσθηση του εφήμερου της ζωής. Και γνώριζα τι θα πει να αγαπάς από μακριά, να επιθυμείς, να ξαναβρίσκεσαι. Τα θεωρούσα αναπόσπαστα κομμάτια της συναισθηματικής μου ζωής.
Oι γονείς σου ζούσαν χωριστά. Eσύ ένιωθες μοιρασμένη;
Οι γονείς μου ζούσαν χωριστά γιατί ο πατέρας μου δούλευε στη Γαλλία. Ετσι, ποτέ δεν ένιωσα μοιρασμένη. Είμαι πολύ τυχερή, αφού η μητέρα που με μεγάλωσε, η Ελένη, υπήρξε βράχος σταθερότητας. Μου φαίνεται ότι εκείνη ευθύνεται για την ψυχική μου ισορροπία!
Πότε παύει, αλήθεια, να είναι κανείς παιδί; Πότε ενηλικιώνεται;
Δεν έχω απάντηση. Ίσως όταν πάψει να έχει πολλές επιθυμίες;
Tι θα άλλαζες αν σήμερα ξεκινούσες από την αρχή; Θα διάλεγα ισπανικά αντί για γερμανικά ως δεύτερη ξένη γλώσσα στο σχολείο. Aισθάνεσαι έτοιμη να είσαι η μητέρα ενός παιδιού;
Είμαι μητέρα ενός παιδιού και δεν πιστεύω ότι κανείς είναι έτοιμος ή ότι γεννιέται καλός γονιός. Μαθαίνει, ακούει το ένστικτό του, αντιλαμβάνεται τα λάθη του… και κάνει τον σταυρό του, ελπίζοντας ότι πήρε τις σωστές αποφάσεις.

Leave a Reply